Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Το κρεβάτι

Όπως με όλα τα σονέτα του Σέξπηρ με την πρώτη ανάγνωση δεν κατάλαβα πολλά. Πιο σωστά δεν τα κατάλαβα όλα. Όμως αισθάνθηκα την δύναμη του. Την αφοπλιστική ειλικρίνεια του που δεν ταίριαζε με κανενός ποιητή που είχα διαβάσει μέχρι τότε.

My love swears that she is made of truth,
I do believe her, though i know she lies.

Αργότερα σε κάποια πανεπιστημιακή διάλεξη θα μάθαινα πια κι επίσημα πως ο Σέξπηρ ανέτρεψε όλες τις φόρμες του Σονέτου όπως τις είχε καθιερώσει ο Πετράρχης ο οποίος στόλιζε τη μούσα του με ένα σωρό υπερβολές και ψέμματα. Η Λάουρα του Πετράρχη ήταν αγνή, το δέρμα της ήταν αλαβάστρινο και στα μάτια της φώτιζε ο ήλιος.  

Ο Σέξπηρ ήταν άνθρωπος της πιάτσας. Το ψωμί του δεν το έβγαζε αποκλειστικά και μόνο, όπως οι περισσότεροι διανοούμενοι ακόμα και στις μέρες μας, επαινώντας τους κώλους των ευγενών. Τα θέατρα του Λονδίνου ήταν κτισμένα ας πούμε στις κακόφημες γειτονιές της πόλης. Κοντά στα πορνεία και τα χαμαιτυπεία. Άσε που και  οι θεατράνθρωποι ήταν οι περισσότεροι μπουμπούκια. Απατεώνες, παιδεραστές, και φτωχοδιάβολοι κάθε είδους. Η θεατρική τέχνη ήταν μια ημιπαράνομη κατάσταση, στις παρυφές της ηθικής και της ίδιας της πόλης.

Ο παραλληλισμός με το ρεμπέτικο δεν θα ήταν καθόλου άστοχος. Τις δεκαετίες του 50 και του 60 η αστυνομία έβγαζε απαγορευτικές εγκυκλίους για τα μπουζουκοτράγουδα και οι χρονικογράφοι των εφημερίδων ωρύονταν για την πρόστυχη μουσική των χασικλήδων που τόσο πολύ είχε λατρέψει το κολωνάκι.

Κάτι τέτοιο συνέβαινε και με το αναγεννησιακό αγγλικό θέατρο. Οι τοπικές αρχές εξέδιδαν το ένα μετά το άλλο τα απαγορευτικά διατάγματα -το επάγγελμα του ηθοποιού θεωρούνταν παράνομο όπως ας πούμε η αγυρτεία-, οι πουριτανοί pamphleteers -συγγραφείς ηθοπλαστικών φυλλαδίων- βροντούσαν για την ηθική κατάπτωση και την φιληδονία του θεάτρου, όμως όλοι οι ευγενείς συντηρούσαν και πατρονάριζαν ηθοποιούς.

Πρέπει όμως να σημειώσουμε πως μπορεί το θέατρο να είχε ανάγκη και να έχαιρε της εύνοιας της αριστοκρατίας, όμως το πολύ χρήμα έβγαινε από το φτηνό εισιτήριο, του πολύ κόσμου που γέμιζε την κάτω πλατεία και γιουχάιζε ή επευφημούσε τους ηθοποιούς περίπου όπως οι οπαδοί μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. 

Στα σονέτα του ο Σέξπηρ μας δίνει μια ωραία εικόνα αυτού του κόσμου της αγγλικής αναγέννησης και της 'βιομηχανίας' του θεάτρου. Σονέτα αφιερωμένα σε κάποιον νεαρό ευγενή με παραινέσεις να μπει στο σωστό δρόμο και να παντρευτεί. Ανταγωνισμοί με άλλους ποιητές και υπονοούμενα και τα τελευταία τριάντα περίπου σονέτα αφιερωμένα σε μια γυναίκα αμφιβόλου ηθικής που ο ποιητής δεν κουράζεται να μας θυμίζει πως πηγαίνει με τον ένα και με τον άλλο, πως πίνει, και πως τα μαλλιά της, σε αντίθεση με τα πρότυπα ομορφιάς της εποχής είναι κατάμαυρα σαν κόρδες. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από την Λάουρα του Πετράρχη. Α! και κάτι άλλο. Ο Σέξπηρ στα σονέτα του αυτά μιλάει για το πέος του και για πέη άλλων ανδρών. Όχι υπερρεαλιστικά ή κωμικά, ειλικρινώς. Ο William και ο will -πέος- του.

Μπείτε στη θέση μου λοιπόν, όταν εγώ μικρό παιδί ακόμα, αθώο, ήρθα σε επαφή με αυτό το πνεύμα, με αυτό το τόσο ελεύθερο πνεύμα που έλεγε τα πράγματα με το όνομα τους και η ποίηση του ήταν το αποκορύφωμα του αγγλικού wit σε συνδυασμό με ένα ακατέργαστο αντρικό πάθος. Πως να μην μαγευτώ, πως να μην παρασυρθώ. Ο καημένος ο Καβάφης όταν έλεγε πως ίσως μια μέρα οι άνθρωποι να μπορέσουν να πουν για πράγματα που η σεμνοτυφία της εποχής δεν του επέτρεπε να μιλήσει δεν είχε υπόψη του αυτά τα σονέτα, αφού τον 19ο αιώνα οι κριτικοί τα αποκήρυσσαν ως κάλπικα και έπρεπε να περάσουν αρκετές δεκαετίες, αν δεν κάνω λάθος μεταπολεμικά, για να μπούν στον σεξπηρικό κανόνα.  

Will will fulfill the treasure of thy love,
Ay fill it full with wills, and my will one;

ίσως το πιο τρελό λογοπαίγνιο στην ιστορία της λογοτεχνίας. will = και william shakespeare και θέληση και πέος και βέβαια το γραμματικό 'θα'

Προσέξτε το θέμα δεν είναι πως μιλάει για το πέος του. Σιγά το πράγμα. Πορνογραφήματα υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Η ουσία είναι πως εντάσσει την σεξουαλικότητα του στην εξομολόγηση του. Η ποιητική του ειλικρίνεια, το ξεδίπλωμα της 'ψυχής' του είναι μια σχεδόν κυνική καταγραφή της ανθρώπινης συνθήκης και πως θα μπορούσε να λείπει το πέος από αυτήν. Ο Σέξπηρ είναι υλιστής όσο κανένας άλλος στον σύγχρονο κόσμο. Μόνο οι παγανιστές ποιητές του παλιού καιρού επέδειξαν την ίδια ειλικρίνεια. Και βέβαια αυτό δεν είναι τυχαίο. Η αγγλική αναγέννηση λάτρεψε την 'κλασσική' λατινική φιλολογία. Ο Μάρλοου είχε μεταφράσει τις πιπεράτες ελεγείες του Οβίδιου λίγα χρόνια πριν. Αλλά το θάρρος του Σέξπηρ, η τόλμη του να εμπλακεί προσωπικά σε αυτό το παιχνίδι, και να μείνει ανεπηρέαστος από κάθε λογοτεχνική ή ηθική εξιδανίκευση είναι απαράμιλλη. 

Έτσι διαμόρφωσα το γούστο μου για μια αιχμηρή κι ευθαρσή γραφή. Για αυτό και δεν μπορώ ας πούμε να διαβάσω τα ερωτικά του Ελύτη. Δυσανασχετώ. Όλες αυτές οι υπερβολές και τα φτιασιδώματα και το μπίρι μπίρι για μια γκόμενα, όπως ο Πετράρχης...μου φαίνεται πως στη θέση της θρησκείας βάζει μια γυναίκα και στο τέλος τέλος προσκυνάει μόνος του  και την γυναίκα την έχει ξεχάσει. 

Οι άνθρωποι -και οι γυναίκες άνθρωποι είναι- είμαστε φτιαγμένοι κι από άσχημα πράγματα. Όχι μόνο από όμορφα. Η θνητότητα μας είναι αποκαρδιωτική. Το ξέρω. Το ότι το σώμα μας έχει ατέλειες, το ότι γερνάει, το ότι μυρίζει. Άσχημα πράγματα. Μας θυμίζουν πως είμαστε πεπερασμένοι. Θλιβερά. Κι όλοι οι εραστές θα πούμε ψέμματα και υπερβολές για να μην κακοκαρδίσουμε ο ένας τον άλλο. 

Όταν όμως ξεγυμνώνεσαι όλα αυτά τα ψέμματα αποκαλύπτονται.  Κι ο γέρος δε μπορεί να κρύψει την κατάντια του κι η βρωμίτσα η μικρή δύσκολα θα προσποιηθεί την τίμια. Όλοι εκεί είμαστε αυτό που είμαστε. Αυτή είναι η ομορφιά του σαρκικού έρωτα. Και σαν πλαγιάζουμε ενωμένοι στο κρεβάτι...αν βέβαια υπάρχει η καλή θέληση -good will- κι η όρεξη, όλα στο τέλος είναι εντάξει κι η ζωή μοιάζει υποφερτή, αν όχι όμορφη, για αυτό που είναι. Και μόνο.

Therefore Ι lie with her, and she with me,
And in our faults by lies we flattered be

lie = λέω ψέμματα και ξαπλώνω αλλά και το lies στο δεύτερο στίχο σημαίνει και τα δύο και ψέμματα και ξαπλώματα, δηλαδή ερωτικές συνευρέσεις.


SONNET 138

When my love swears that she is made of truth
I do believe her, though I know she lies,
That she might think me some untutor'd youth,
Unlearned in the world's false subtleties.
Thus vainly thinking that she thinks me young,
Although she knows my days are past the best,
Simply I credit her false speaking tongue:
On both sides thus is simple truth suppress'd.
But wherefore says she not she is unjust?
And wherefore say not I that I am old?
O, love's best habit is in seeming trust,
And age in love loves not to have years told:
   Therefore I lie with her and she with me,
   And in our faults by lies we flatter'd be.

SONNET 136

If thy soul cheque thee that I come so near,
Swear to thy blind soul that I was thy 'Will,'
And will, thy soul knows, is admitted there;
Thus far for love my love-suit, sweet, fulfil.
'Will' will fulfil the treasure of thy love,
Ay, fill it full with wills, and my will one.
In things of great receipt with ease we prove
Among a number one is reckon'd none:
Then in the number let me pass untold,
Though in thy stores' account I one must be;
For nothing hold me, so it please thee hold
That nothing me, a something sweet to thee:
   Make but my name thy love, and love that still,
   And then thou lovest me, for my name is 'Will.'

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Μπούμ!

'Καλούνται ρεμπέτικα τραγούδια τα άσματα των πληγωμένων, απλών, αγνών και αισθαντικών ψυχών της Ελλάδος. Η περιφρονημένη χωρίς ανταπόκριση αγάπη και το τρισμέγιστον μαρτύριον του θαμμένου εκουσίως έρωτος από τα ρεμπέτικα εξόχως ανιστορήθησαν'.

Έτσι ξεκινάει το μικρό συνοδευτικό του κείμενο ο Ηλίας Πετρόπουλος στα προλεγόμενα της αρχικής έκδοσης των Ρεμπέτικων Τραγουδιών, της επικής μελέτης του πάνω στα τραγούδια του υποκόσμου που όπως ο ίδιος ανέφερε σε ένα άλλο σύγγραμμα του, τού κόστισε πέντε χρόνια φυλακή κι ένα διαζύγιο αλλά του έδωσε επίσης και την ελευθερία του.

Είναι ένα κείμενο που αξίζει να διαβαστεί όχι σαν κοινωνιολογική μελέτη, ούτε σαν οποιαδήποτε καταγραφή της μορφής ή του περιεχομένου των ίδιων των τραγουδιών αλλά σαν μια ερωτική επιστολή, γεμάτη φλογερό πάθος και σκληράδα, που είχε ως αφορμή κι έμπνευση τα ρεμπέτικα.

Η διαφορά του Πετρόπουλου από τους περισσότερους μελετητές των Ρεμπέτικων έγκειται σε αυτή την προσωπική του ανάμειξη με το θέμα. Συνήθως οι ακαδημαϊκοί για να προσεγγίσουν κάτι το σκοτώνουν. Το αφαιμάσσουν και το καταντούν μουσειακό έκθεμα. Το πρόσχημα βέβαια είναι η αντικειμενική προσέγγιση κι άλλες τέτοιες βαρύγδουπες κουβέντες πίσω από τις οποίες έχουν συνηθίσει να κρύβονται οι λαπάδες των ακαδημιών.

Δεν είμαι εγώ ούτε ικανός να κρίνω, ούτε έχω και τον χρόνο εδώ για να αποδείξω πως παρότι ο Πετρόπουλος δόθηκε ολόψυχα στον υπόκοσμο, ουδέποτε σταμάτησε να δουλεύει πάνω στα γραπτά του και στην μελέτη της προέλευσης και της χρήσης κάθε μιας από τις λέξεις και τα αντικείμενα που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να κατανοήσει καλύτερα τον πολιτισμό του λαού μας. Αξίζει να σημειώσουμε πως μόνο και μόνο για την καλύτερη κατανόηση της προέλευσης του ρεμπέτικου τραγουδιού σπούδασε τουρκολογία και συνέταξε μόνος του δεκάδες ευρετήρια και λεξικά της ελληνικής αργκό.

Τέλος πάντων δεν είναι εκεί το θέμα μου. Δεν μου αρέσουν οι επικήδειοι. Ούτε έχω καμιά φαγούρα να κάνω τον δημοσιογράφο και να λέω τι, ποιος και πότε. Εμένα αυτό που με απασχολεί είναι άλλο. Αυτοί οι πέντε μήνες φυλακή και το διαζύγιο. Ο ανυπόφορος έρωτάς του που πήγε στραβά. -Ο έρως είναι ένας γλυκόπικρος εφιάλτης, σάβανο των ζωντανών, φονεύς, ψυχοβγάλτης, νεκροπομπός πουλιών, ελευθερωτής, γράφει αλλού στο κείμενο του-. Και πως το διαζύγιο και η φυλακή όπως ο ίδιος λέει του έδωσαν την ελευθερία του.

Πόσο ταιριάζουν όλα αυτά με τις εμμονές μου...με τον υπερτροφικό, ακανόνιστο ρομαντισμό μου. Έτσι πάντα τον είχα τον έρωτα στο ξερό μου το κεφάλι. Καταστροφικό. Όχι γλυκανάλατο. Φονεύς, ψυχοβγάλτης, ελευθερωτής. Σαν ένα εκρηκτικό για αυτές τις αγνές, ευαίσθητες, αισθαντικές ψυχές, όπως η δικιά μου, που όμως διψούν για ελευθερία.

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Με τον τρόπο του Γιάννη Μαρή

Το πλαίσιο των μυθιστορημάτων του Γιάννη Μαρή είναι η Ελλάδα της δεκαετίας του '50. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα που προσπαθεί να φτιάξει την δημοκρατία της με απίστευτες πολιτικές ακροβασίες. Κομματικά υπολείμματα κάθε προέλευσης. Μεταξικοί, κεντρώοι, σοσιαλδημοκράτες, λαϊκοί δεξιοί αγωνίζονται να μοιράσουν την πίτα της νίκης του εμφυλίου, όχι τόσο από ιδεολογική πεποίθηση, αλλά περισσότερο για να βάλουν πρώτοι χέρι στα χρήματα του αμερικανικού πακέτου στήριξης Μάρσαλ.

Το αμερικάνικο χρήμα είναι πράγματι άφθονο. Η Ελλάδα ανοικοδομείται και η παλιά γερασμένη αστική τάξη ανανεώνεται και πληθαίνει με τους εργολάβους να τσιμεντοποιούν κακήν κακώς με την μέθοδο της αντιπαροχής την επικράτεια. Αστική τάξη...τέλος πάντων. Τα πάρτι στο Κολωνάκι δίνουν και παίρνουν και εθνικό μας ποτό γίνεται το ουίσκι. Εν τω μεταξύ ένα κομμάτι του κόσμου τα έχει χαμένα. Μεταναστεύει, δουλεύει σκληρά,ή απλά ριμάζει στα ξερονήσια.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γράφει ο Μαρής και δημιουργεί τον περίφημο αστυνόμο Μπέκα του. Τι υπέροχος ήρωας! Μικροαστός ως τα μπούνια. Κοντόχοντρος, με ένα υποδόριο μίσος για οτιδήποτε εξεζητημένο και μοντέρνο. Ο άνθρωπος που η διασκέδαση του αρχίζει και τελειώνει με ένα νόστιμο πιάτο από τα χέρια της γυναίκας του και κανένα φιλμ στο σινεμά. Ούτε γκαλερί, ούτε φιλοσοφίες και λογοτεχνίες...αλλά τον Βάρναλη, όπως περιγράφει ο Μαρής...τον έχει ακουστά. Να είναι άραγε τυχαία αυτή η αναφορά στον Βάρναλη;

Διαβάζεις τις ιστορίες του αστυνόμου Μπέκα και γαντζώνεσαι αρχικά από το μυστήριο του εγκλήματος. Θέλεις να βρεις κι εσύ τη λύση. Καθώς όμως οι σελίδες γυρίζουν πιάνεις τον εαυτό σου να παρασύρεται σε μια αριστουργηματική καταγραφή, κι εν πολλοίς κριτική των ηθών της αστικής τάξης της δεκαετίας του '50. Ο άχαρος αστυνομικός σαρώνει με τα κυνικά βλέμματα του και τις αιχμηρές ατάκες του όλους αυτούς τους ήρωες των σαλονιών. Λιμοκοντόροι με σμόκιν, κυρίες εκπάγλου καλλονής, τζιγκολό της κακιάς ώρας, αθλητές με τις πανάκριβες κούρσες τους...κανένας δεν του ξεφεύγει.

Δεν ξέρω αν αυτή η παραπομπή στον Βάρναλη έγινε συνειδητά. Πάντως σίγουρα ο Μπέκας τον έχει αυτό τον σαρκασμό που έχει κι ο Βάρναλης στα ποιήματά του. Ένας σαρκασμός που η βάση του είναι ηθολογική κι όχι πολιτική. Ένας σαρκασμός μικροαστικός. Σε πολλούς θα ξένιζε, ίσως και σε μένα. Δεν θα γλιτώσει από τον Μπέκα -ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα-, όπως και από τον Βάρναλη-διαβάστε τον μονόλογο του Μώμου- ούτε ο ομοφυλόφιλος, ούτε ο αγαπητικός μιας πόρνης. Μην νομίζετε δηλαδή πως τα γράφω αυτά για να πω πως ο Μπέκας είναι κανένα σύμβολο της επανάστασης. Τουναντίον.

Ο αστυνομικός αυτός είναι ένας άνθρωπος σαν κι εμάς. Κι η διασκέδαση που μας προσφέρει είναι κοινή. Για να περάσει η ώρα και να χαζέψουμε κάπως με φθόνο τις βρομιές και τα αίσχη των τότε πλουσίων. Άλλωστε εκείνη η εποχή της Ελλάδας της αβέβαιης πολιτικής κατάστασης, των διωγμών των αντιφρονούντων και του παρασιτισμού των ψευτοαστών που πλούτιζαν αναλαμβάνοντας δημόσια έργα και καταβροχθίζοντας τα δάνεια...έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Μου 'φεξε

Και ποιος θα μπορούσε να φέρει αντίρρηση πως ο έρωτας είναι σπουδαίο πράγμα. Όπως τον καταλαβαίνει ο καθένας. Σαν ένα πάθος, μια συντροφικότητα, μια ανάγκη να είσαι κοντά στον άλλο. Να επαναλαμβάνεις συχνά και μονότονα τις ίδιες τελετουργίες με τον εκλεκτό σου.

Είναι σίγουρα μια εμμονή. Κι έχει και ένα πάρε δώσε ύπουλο, μια μάχη κυριαρχίας. Τα έχουν πει τα τραγούδια κι οι ποιητές αυτά να μην τα επαναλαμβάνουμε. Και να μην είμαστε στενόμυαλοι. Έρωτας είναι και το πάθος ενός ανθρώπου για το φαγητό. Έρωτας είναι και η αγάπη για τη φύση και τα ζώα. Έρωτας είναι ακόμα και η αγάπη για το χρήμα. Ακόμα και η επιμονή του Πάσχου Μανδραβέλη να μας γράφει τα ίδια και τα ίδια βαρετά, χρόνια τώρα στην επιφυλλίδα του, ένας έρωτας είναι...

Και είμαι ευγνώμον πραγματικά και δόξα τω Θεώ που κι εγώ απολαμβάνω που και που τον έρωτα στην ζωή μου, έστω και περιστασιακά. Να τις προάλλες που ήμασταν αγκαλιά στα χαλίκια της πλαζ και είχες το χέρι σου ανάμεσα στα πόδια μου και μας νανούριζε το κύμα...έρωτας ήταν. Όχι βέβαια για τα όμορφα σου τα μάτια, ή τον καταυγασμένο απέραντο γιαλό...ούτε καν για το πονηρό σου χέρι. Πάνω από όλα ήταν έρωτας για τον εαυτό μου και την απίστευτη μου τύχη.