Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Γιορτή

Τώρα τις μέρες της γιορτής μας επιτρέπεται
να είμαστε μελαγχολικοί.
Άλλωστε γιορτάσαμε όταν όλοι επέμεναν πως τα πράγματα
ήταν σοβαρά.
Δεν μας έλειψε η χαρά.

Στις ηλιόλουστες μέρες της εβδομάδας
βρεθήκαμε έξω
στα καταπράσινα άλση, σε δημόσια πάρκα
με έναν φίλο, με μια φίλη, με τον έρωτα
χαμηλά στο στομάχι
αχώνευτο, με το χώμα του ακόμα
στο στόμα.

Τις μέρες της βροχής βρήκαμε καταφύγιο 
στα ποιήματα που είχαν όλοι
ξεχάσει.
Στα κιτρινισμένα βιβλία, στις στοίβες
με τα χειρόγραφα
που τώρα αποκηρύξαμε.

Μεθύσαμε ανάμεσα στους τοίχους
των φοιτητικών εστιών
στις σύντομες, μικρές εκείνες παύσεις
της εξοντωτικής δουλειάς
του να είσαι ο εαυτός σου και τίποτα άλλο.

Δεν ήμασταν σίγουροι αν αυτό ήταν το σωστό.
Ούτε και τώρα. Ούτε ποτέ.
Όμως γνωρίζαμε πως πάνω από όλα το λάθος
ήταν μια υπέρτατη πράξη ελευθερίας.
Άλλο ηρωισμό δεν μας έταξε ο κόσμος.
Από το να επιλέγουμε να ζούμε
με τον δικό μας τρόπο
σε αντίθεση με τους ανέμους της εποχής ... 

Δεν μας έλειψε η χαρά. Και η λίγη περίσκεψη
που μας βαραίνει, θα μας οδηγήσει 
μια μέρα αυτή
σε μεγαλύτερη, πιο σπουδαία γιορτή. 





Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Μια ιστορία ειπωμένη από έναν ηλίθιο (του D.H. Lawrence)

Η σύγχρονη ζωή είναι μια ιστορία ειπωμένη από έναν ηλίθιο.

Γυναίκες συνθετικές με επίπεδο στήθος, στρατιωτικό κούρεμα, αδιευκρίνιστου φύλου.
και κοσμικοί νέοι που σπρώχνουν στο πλήθος
με φύλο ακόμα πιο ακαθόριστο,

Και τ' αποστειρωμένα βρέφη μέσα στα λίκνα τους, σκάφη ορθογώνια σαν κάσες.

Ο σπουδαίος ηλίθιος των μαζικών κοινωνιών, οφείλουμε να το παραδεχθούμε
πως λέει βαρετές, χωρίς νόημα, σιχαμερές ιστορίες 
κι επαναλαμβάνει τον εαυτό του -κάθε τόσο- όπως ο ήχος του νερού στη λεκάνη του WC.     

το ποίημα στα αγγλικά εδώ. Απόδοση από τον Main Menu.

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Η κατάντια της αγάπης. (απόδοση ενός ποιήματος του D.H. Lawrence)

Την καταντήσαμε την αγάπη
από τότε που την θεωρήσαμε  υψηλό ιδανικό

Τη στιγμή που ορκίζομαι ν' αγαπώ μια γυναίκα, μια συγκεκριμένη γυναίκα, 
για όλη μου την ζωή είναι η στιγμή που ξεκινώ να την αποστρέφομαι.

Με το που λέω σε μια γυναίκα: Σ' αγαπώ!
η αγάπη μου αρχίζει και χάνει την δύναμη της.

------------

Την στιγμή που η αγάπη γίνει κάτι απτό και κατανοητό μεταξύ μας, την στιγμή που είμαστε
βέβαιοι για αυτήν,
τότε είναι ένα κρύο πιάτο, δεν είναι πια αγάπη. 

Η αγάπη είναι σαν το λουλούδι. Πρέπει να ανθίσει πρώτα για να μαραθεί.
Αν δεν μαραθεί, δεν είναι λουλούδι,
είναι ένα χάρτινο στολίδι, μια καρφίτσα στο πέτο
είτε εκείνα τα πλαστικά μπουκέτα
που χρησιμοποιούν για τους λησμονημένους στα νεκροταφεία.

------------

Την στιγμή που το μυαλό μπλεχτεί με την αγάπη
ή η θέληση μας
εστιάσει πάνω της, 
ή γίνει κομμάτι του χαρακτήρα μας, 
ή το 'εγώ' 
την καταγράψει ως απόκτημα του,
δεν είναι πια αγάπη, είναι κατάντια

Κι εμείς την καταντήσαμε την αγάπη, μια αγάπη διεστραμμένη ... από την σκέψη, από την θέληση
από την αξία του ν' αγαπάς.    

*
(απόδοση από τον Main Menu, τίτλος στα αγγλικά The mess of love)

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Αποχωρισμός

Ο Τζον Ντον απαγόρευσε στην αγαπημένη
του να πενθήσει για τον αποχωρισμό τους.

'Εμείς με μια αγάπη τόσο απόλυτη,
που ούτε οι ίδιοι γνωρίζουμε ακριβώς τι είναι...
δεκάρα δεν δίνουμε για τα χάδια και τα φιλιά που θα
μας λείψουν.' της είπε.

Όμως εγώ δεν είμαι ο Τζον Ντον
και όπως και να το κάνουμε δεν έχω
ταλέντο ούτε στην ποίηση, ούτε στους στίχους.

Μα ακόμα και να είχα, ακόμα κι αν κάθε λέξη μου
είχε τη σωστή της θέση και μπορούσα με όμορφες
εικόνες να αναδείξω αυτό που νιώθω
και πάλι απόψε θα είχα πολύ λίγα για να γράψω.

...αντίο. Και να με σκέφτεσαι -που και που- όταν
πλαγιάζεις με τους καινούριους σου εραστές.





Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Οι δαιμονισμένοι

Θυμάμαι τα κυριακάτικα δείπνα πολύ καλά διότι ήταν ίσως από τα πιο έντονα γεγονότα της παιδικής μου ζωής. Πέραν τούτου βέβαια εκείνα τα δείπνα λάμβαναν χώρα πάντοτε στο σπίτι της γιαγιάς ένα αρχοντικό στριμωγμένο κάτω από μια πελώρια γέρικη μουριά που στην αυλή της είχε κάνει το λημέρι του ένας φουντωτός γάτος. Τις ώρες που οι άλλοι συζητούσαν ή παρακολουθούσαν το κυριακάτικο ματς στην τηλεόραση εγώ περίμενα στην αυλή ξαπλωμένος σε ένα πάνινο ανάκλιντρο με τον γάτο στην αγκαλιά μου να γουργουρίζει και το πελώριο δέντρο να αφήνει με μαγικό τρόπο τον ήλιο να ακτινοβολεί γύρω μου μέσα από τα φύλλα.

Το φαγητό ήταν βέβαια πάντοτε σχεδόν το ίδιο. Ελάχιστες ήταν οι παραλλαγές. Κάποιο κομμάτι κρέας ψητό στο φούρνο μαζί με πατάτες. Και για επιδόρπιο θα τρώγαμε το παγωτό της γιαγιάς το οποίο έφτιαχνε μέσα σε μια παράξενη μηχανή η οποία έμπαινε μαζί με το καλώδιο στον καταψύκτη. Το παγωτό εκείνο είχε ένα πολύ απαλό άρωμα λεμονιού και την έντονη μυρωδιά του γάλατος. Καμιά φορά θα το έφτιαχνε και με κακάο. Τρώγαμε τις περισσότερες φορές σιωπηλά όχι επειδή ακολουθούσαμε κάποιο πρωτόκολλο καλής συμπεριφοράς αλλά περισσότερο γιατί για τον ένα ή τον άλλο λόγο ήμασταν είτε θυμωμένοι ή απλά παγερά ψυχροί ο ένας απέναντι στον άλλο.

Μιλάμε βέβαια για την προϊστορία της οικογένειας. Γιατί αυτή η παράδοση του κυριακάτικου δείπνου είναι κάτι που έχει πια παρέλθει. Χάθηκε με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης και την επικράτηση των μοντέρνων ηθών. Τότε όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το κυριακάτικο δείπνο ήταν λίγο έως πολύ υποχρεωτικό. Αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να μάθεις να παίρνεις την μπουκιά σου κάτω είτε είχες είτε δεν είχες όρεξη να φας. Σαν μια κουταλιά με δηλητήριο.

Λίγο έως πολύ όλοι μας είχαμε γερό στομάχι. Με μισά χαμόγελα, με μπόλικο νερό ή κρασί για τους μεγαλύτερους το φαγητό θα το τρώγαμε. Μόνο ο θείος Δημήτρης είχε πρόβλημα να φάει το δικό του. Για αυτό και είχα βγάλει το συμπέρασμα πως ήταν από όλους μας ο πιο ευαίσθητος. Άλλωστε δεν άνηκε στο δικό μας σόι. Ήταν ο σύζυγος της θείας, επαγγελματίας ζωγράφος, τον οποίον από όσο μπορούσα να θυμηθώ δεν είχα δει ποτέ να ζωγραφίζει ή να έχει έναν πίνακα να δείξει πέρα από το τρομαχτικό πορτρέτο της θείας το οποίο είχαν στολισμένο στον προθάλαμο του σπιτιού τους. Σε εκείνο το πορτρέτο το πρόσωπο της θείας ήταν πιο λευκό από το αληθινό, τα μάτια πιο μικρά, μοχθηρά, η δε μύτη λίγο πιο μεγάλη και σουβλερή. Μέχρι σήμερα μου είναι αδύνατο να βγάλω ένα ασφαλές συμπέρασμα για τους λόγους που το πορτρέτο της θείας απείχε τόσο από την πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν αυτό οφειλόταν στην κακοτεχνία του θείου ή αν αυτή η ανομοιότητα ήταν σκόπιμη.

Σε κάθε περίπτωση ο θείος κρατούσε τα χαρτιά του κλειστά. Δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ και ακουμπούσε με δυσκολία το φαγητό στο πιάτο. Δεν τον αδικώ. Άραγε μπορούσε να κάνει και αλλιώς; Ήταν ξένος. Δεν γνώριζε τα δικά μας έθιμα και τις συνήθειες. Εμείς είχαμε γεννηθεί στο μίσος και την ίντριγκα. Είχαμε μεγαλώσει με τις τρομαχτικές απειλές, με τα χτυπήματα των χεριών στο τραπέζι, με απόπειρες αυτοκτονίας, με ανεξήγητους θανάτους που σχετίζονταν με κληρονομικά ζητήματα. Τι γνώριζε αυτός για όλα αυτά; Αυτός ήταν ένα απλό παιδί του χωριού. Μέχρι να παντρευτεί ζούσε στον αγρό μαζί με την χοντρή μητέρα του η οποία τον είχε κανακέψει σαν μονάκριβος που ήταν. Άλλωστε από μικρός της έλεγαν πως το παιδί ήταν πιο έξυπνο από το φυσιολογικό. Ζωγράφιζε μάλιστα από την παιδική ηλικία σαν μεγάλος. Ίσως υπό μίαν έννοια ο θείος Δημήτρης ήταν ένας πρίγκηπας.

Τον πρώτο καιρό του γάμου με την θεία τον θυμάμαι να κρατάει το ποτήρι με το κρασί και να πίνει χαμογελώντας επιτηδευμένα. Ήταν ο τρόπος του να αντέχει. Τον είχαμε θεωρήσει τότε 'έξω καρδιά' άνθρωπο και του την επικροτούσαμε αυτή την συνήθεια. Δεν είχαμε εμείς τέτοιους στην οικογένεια μας. Θυμάμαι με τι αρχοντιά το κρατούσε το ποτήρι. Πάντοτε κόκκινο σαν το αίμα. Όμως η ευαισθησία του δεν το άντεχε να τον θεωρούμε πότη. Ίσως να ερμήνευσε και κάποια αστεία του πατέρα με λάθος τρόπο.

Μία φορά ο θείος σήκωσε το χέρι απαγορευτικά στην μητέρα που πήγε να τον σερβίρει. Δεν ήπιε ούτε γουλιά. Μα 'οίνος ευφραίνει καρδίαν' του είπε ο πατέρας. Όμως εκείνος ήταν ανένδοτος. Ύστερα άρχισε να απέχει και από το φαγητό. Παλαιότερα θα έτρωγε -έστω μετρημένα- δυο τρεις μπουκιές. Όμως μια μέρα μας είπε πως έχει δύσκολο στομάχι και πως δεν αντέχει τα κρεατικά. Ο δυστυχής ίσως να πίστευε πως όλα αυτά θα είχαν κάποια συνέπεια στην δική μας όρεξη. Αλίμονο. Τρώγαμε πάντα με την ίδια διάθεση αγνοώντας τις παραξενιές του θείου. 

Στο τέλος πια μην έχοντας άλλο όπλο, μας είπε πως το φαγητό μας του φέρνει αναγούλα. Ήταν από τις τελευταίες φορές που εμφανίστηκε στα κυριακάτικα μας δείπνα. Από τότε σταμάτησε να έρχεται κι άφησε την θεία να ψάχνει εξηγήσεις για να τον δικαιολογήσει. Ουδόλως βέβαια επηρεαστήκαμε από την απουσία του.

Ο θείος. Ο πρίγκηπας! Τι ανάποδος άνθρωπος. Θυμάμαι μια φορά που με είδε να κάθομαι με τον γάτο στην αυλή. Τον είχα σφίξει στην αγκαλιά μου και γουργούριζε δυνατά σαν μεθυσμένος. 'Στην αυλή της μητέρας μου' μου είπε τότε ο θείος με πολύ σκοτεινό ύφος 'είχα κι εγώ ένα γάτο που τον φρόντιζα και τον τάιζα. Του είχα αδυναμία. Μια μέρα ήρθε κρατώντας ένα νεκρό καναρίνι στο στόμα. Το άφησε στα πόδια μου. Κι από τότε τους σιχάθηκα.' Δεν του απάντησα. Μόνο συνέχισα να χαϊδεύω το κεφάλι του ζώου που τώρα με κοιτούσε κατάματα. Μέχρι τότε το αγαπούσα μόνο για την φουντωτή γούνα και το γλυκό γουργούρισμα. Όμως ύστερα από εκείνη την κουβέντα του θείου τον είδα με άλλο μάτι. Τον θαύμασα, για την κακή του, την αρπαχτική του καρδιά που δεν θα λυπόταν το μικρό ανυπεράσπιστο καναρίνι. Όπως και η δική μου.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Το μυστήριο του Δημήτρη Ροζάκου (μέρος τέταρτο και τελευταίο)

Γνώρισα τον αρχηγό και πρώτο ιερέα της εκκλησίας του Σατανά, Αυγερινό Πανόπουλο στο γραφείο του στην οδό Κλεισούρας σε ένα πολυόροφο κτίσμα που δεν είχε καμία διαφορά από τα υπόλοιπα μαυρισμένα από την αιθαλομίχλη και γκράφιτι κτίρια της πρωτεύουσας. Ένας εντυπωσιακά ψηλός γκριζομάλλης, μου άνοιξε την πόρτα του γραφείου ο ίδιος, παραβλέποντας όλους τους τύπους, όσο η γραμματέας του -μια κοπέλα δεκαοχτώ με δεκαεννιά ετών που είχε ξοδέψει το κραγιόν γενναιόδωρα πάνω στα χείλη της- προσπαθούσε να συνεφέρει έναν εκτυπωτή χτυπώντας τον με το χέρι.

Πήγα στην εταιρεία με ένα σωρό ερωτήματα που ζητούσαν απάντηση. Ήμουν αποφασισμένος να μην κάνω πίσω αν δεν τις έπαιρνα έστω και με το χειρότερο τρόπο. Η εξαφάνιση και η ανάσταση ενός ανύπαρκτου προσώπου ... μια εταιρεία που διακινεί προϊόντα χωρίς εμπορικές ετικέτες και διαφημιστικό brand name ...

Το θέμα ήταν πως τα νεύρα μου δεν ήταν και στην καλύτερη κατάσταση. Την νύχτα εκείνη που είδα την Ευαγγελία να μπαίνει στο σπίτι ταλαιπωρημένη χωρίς πειστικές εξηγήσεις για το που βρισκόταν κατέρρευσαν και οι τελευταίες βεβαιότητες της ζωής μου. Βεβαιότητες πάνω στις οποίες είχα επενδύσει τα πάντα. Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου δεν είχα πάψει ποτέ να πιστεύω πως μια χλιαρή καθημερινότητα και μια ερωτική σχέση που μετρούσα τις ώρες της περισσότερο με χασμουρητά παρά με οργασμούς ήταν ότι πιο σπουδαίο θα μπορούσα να περιμένω από αυτό τον κόσμο. Έστω όμως... ακόμα κι έτσι. Την Ευαγγελία την εμπιστευόμουν, την καταλάβαινα, την ήξερα και την βολευόμουν όπως το πετσί μου.

Κάναμε μια ατελείωτη συζήτηση εκείνη τη νύχτα για το τι μας συμβαίνει. Έμοιαζε να κρύβει κάτι. Ύστερα ήταν ο οίκτος. Σε κάθε κουβέντα της ένιωθα την απειλή μιας τρυφερότητας που ήταν πέρα ως πέρα λάθος. 'Θα πρέπει να κοιτάξεις να κάνεις μερικούς φίλους' μου είχε πει. 'Μένεις υπερβολικά πολύ μόνος σου. Οι σκέψεις σου θα σε τρελάνουν.' Καταλάβαινα που το πήγαινε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μου χάριζε το τελευταίο αντίο προτού με παρατήσει και συνεχίσει την ζωή της με κάποιον άλλο, ίσως λιγότερο δυσλειτουργικό. Το βιολί συνεχίστηκε το ίδιο για πολύ καιρό. Αργούσε συστηματικά να επιστρέψει από την δουλειά προφασιζόμενη συναντήσεις και ευθύνες για deadline που την έπνιγαν... και μετά μου μιλούσε με μια κατανόηση και κάτι χλιαρά γλυκόλογα που σέρνονταν γύρω μου σαν φίδια.

Έκλεισα τα εισιτήρια για την Αθήνα περισσότερο από πανικό παρά ύστερα από λογική σκέψη. Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω. Μιάμιση ώρα πτήση και η τάση φυγής είχε μετατραπεί σε ένα θυμό που δεν μπορούσα ούτε να τον εξηγήσω, ούτε να τον διαχειριστώ. Λίγο αργότερα μέσα στη φασαρία της κίνησης της πλατείας Ομονοίας ένιωθα πως θέλω να σκοτώσω κάποιον. Έφτασα στην οδό Κλεισούρας χτυπώντας με δύναμη πίσω μου την πόρτα του ταξί και όρμηξα στα σκαλιά της πολυκατοικίας. Σκεφτόμουν πως ίσως να αντιμετώπιζα ανθρώπους του υποκόσμου. Ο Ροζάκος από τον στρατό είχε μια ροπή να συναναστρέφεται με τέτοιους. Ή τουλάχιστον απατεώνες με πολλά περισσότερα κότσια από τα δικά μου. Είχα όρεξη να το παίξω ήρωας. Είχα όρεξη να φάω τα μούτρα μου.

Τώρα βρισκόμουν στο γραφείο απέναντι από τον Αυγερινό Πανόπουλο. Ανάσαινα ακόμα βαριά και προσπαθούσα να κρατήσω το κουράγιο μου ακέραιο. Ο θυμός μου είχε βρει την τελική του κατάληξη σε μια ντροπιαστική ιδέα πως όπως είχα ιδρώσει και έκανα τον ντέτεκτιβ που θα ξεδιαλύνει το μυστήριο ήμουνα γελοίος. Ο άνθρωπος, από την άλλη, που είχα μπροστά μου ήταν απολύτως φυσιολογικός. Η ευγένεια και η ομιλία του πρόδιδαν μια καλή μόρφωση. Είχε δυο απαλά λευκά χέρια που έμοιαζαν να μην έχουν δουλέψει ποτέ. Το μόνο περίεργο ήταν το μακρύ του πρόσωπο. Ήταν κάπως δυσανάλογο και παρά το λίπος είχε πολλά κόκαλα. Τα σμιχτά μάτια του ήταν πολύ μικρά, δυο τρύπες ίσα ίσα στο μέγεθος μιας βίδας. Σκέφτηκα πως ήταν πιο πονηρός και πιο έξυπνος από μένα. Ήμουνα χαμένος.

'Κύριε Πανόπουλε πήρα την κάρτα σας από τον φίλο μου Δημήτρη Ροζάκο...' ξεκίνησα το ποίημα. Είχα σκεφτεί ακριβώς τι θα έλεγα. Με άκουσε προσεχτικά χωρίς να μιλάει. Του είπα τα πάντα από την αρχή όπως είχαν συμβεί. Του είπα για την εξαφάνιση του Δημήτρη Ροζάκου, τον θάνατο, την άγνοια που είχαν κοινοί γνωστοί μας για την ύπαρξη του. Με άκουσε με το ύφος του ανθρώπου που καταλαβαίνει, εκπλήσσεται μεν αλλά έχει και κάθε καλή πρόθεση να πιστέψει. Κι ύστερα μου το πέταξε. 'Ακούστε όλα όσα λέτε είναι πολύ λογικό να σας φαίνονται περίεργα, όμως εμείς δεν είμαστε μια απλή εμπορική εταιρεία.' Πήγα να απαντήσω όμως το ύφος του με έκοψε. Άρχισε λοιπόν να μου λέει, όλα αυτά που εκείνη την πρώτη φορά μου ακούστηκαν τα πιο απίθανα και αστεία πράγματα που θα μπορούσε να ξεστομίσει ένας τύπος πίσω από ένα κατάλευκο γραφείο με διακοσμητικά αγαλματίδια και χαρτοκόπτες. Μου είπε για την εκκλησία του Σατανά και πως μπροστά μου είχα τον αρχιερέα και πρώτο τη τάξει εκπρόσωπο της. Μου έδειξε πίσω του στην μικρή βιβλιοθήκη έναν μικρό θυρεό πάνω σε μια ξύλινη βάση που παρίστανε ένα σύμβολο που από όσο εγώ μπορούσα να καταλάβω θα μπορούσε να είναι και το σήμα μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Σηκώθηκα έχοντας κλείσει τα αυτιά μου στις ανοησίες του κι έτρεξα να φύγω. Κατέβηκα τις σκάλες βιαστικά.

Το τελευταίο που συγκράτησα ήταν η παράκληση του να τον ακούσω προσεχτικά και πως ο λόγος που μου τα εμπιστευόταν όλα αυτά ήταν πως ήταν σίγουρος πως μια μέρα θα γινόμουν μέλος της εκκλησίας τους και μάλιστα πολύ αφοσιωμένο. Ο άνθρωπος με δούλευε ψιλό γαζί, σκεφτόμουν. Βγήκα στο φως του δρόμου αφυπνισμένος σαν από ένα αιώνιο ύπνο. Το μόνο που είχα ανάγκη ήταν λίγη κοινή λογική κι ένα ελεύθερο ταξί ...

Γύρισα στο νησί κι αποφάσισα πως επιτέλους είχε φτάσει η ώρα να καθίσω στα αυγά μου. Ίσως η Ευαγγελία να είχε δίκιο. Ίσως να είχα κλειστεί υπερβολικά στον εαυτό μου. Ίσως ήμουν ακόμα ένας θλιβερός ανθρωπάκος -όπως τόσοι και τόσοι- που είχε αποτύχει να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που είχε αλλάξει ραγδαία. Κουβαλούσα πτώματα από την περασμένη δεκαετία. Ο Κουρτ Κομπέιν ήταν νεκρός. Κι ο Μικ Τζάγκερ είχε κάνει λίφτινγκ στους όρχεις του. Το ροκ εν ρολ δεν ήταν απλά νεκρό, είχε γίνει μνημείο σε δημόσια θέα για να αφοδεύουν τα περιστέρια και να φωτογραφίζονται οι τουρίστες.

Αφοσιώθηκα στη δουλειά μου χωρίς βέβαια να κάνω τίποτα το ιδιαίτερο και φρόντισα να κάνω μερικές καινούριες παρέες που να είναι στα μέτρα μου. Ως εκ τούτου στοίχειωσα τα μπαρ της πόλης μαζί με άλλους δυο καλόκαρδους μικροαστούς με μέτριο εισόδημα και μικρά γιαπωνέζικα οικονομικά αμάξια... Μιλούσαμε για σινεφίλ ταινίες -που δεν βλέπονταν- και εναλλακτική μουσική -που δεν ακουγόταν-. Ήταν μια παρηγοριά. Επίσης κατεβάζαμε μεγάλες ποσότητες μπύρας και όταν υπήρχε κέφι κάναμε αστεία σαν αληθινοί άντρες για την μία ή την άλλη γκόμενα που το ζητούσε ο οργανισμός της. Γυρνούσα σπίτι αργά, πρησμένος και ήρεμος. Στο κρεβάτι δεν άπλωνα ούτε εγώ το χέρι μου, ούτε η Ευαγγελία.

Δεν χρειάστηκαν ούτε δυο μήνες για να χτυπήσω και πάλι το θυροτηλέφωνο στον αριθμό 9 της οδού Κλεισούρας. Κι αυτή την φορά δεν ζητούσα απαντήσεις. Ήμουν έτοιμος να παραδοθώ.

Όλα ξεκίνησαν όταν μου καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα πως η Ευαγγελία με απατά. Είχα βάλει στο μάτι ένα συνάδελφο της για τον οποίο μιλούσε συνέχεια με θαυμασμό. Ήταν ένα τρομερό δείγμα του είδους. Χοντρός ... αδέξιος και με μια γκαρνταρόμπα από σακάκια και εμπριμέ γραβάτες που δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει βεστιάριο επιθεώρησης. Όμως ήταν ήρεμος άνθρωπος κι είχε και μια μαλακή εύπλαστη καρδιά που αν δεν ήσουν υποψιασμένος θα μπορούσες να την πεις και καλοσύνη.

Σε μια εξωφρενική απόπειρα τους ακολούθησα μετά την δουλειά σε μια καφετέρια όπου σύχναζαν καθηγητές. Στάθηκα μπροστά τους και βρόντηξα συντετριμμένος για το πόσο με είχε εξαπατήσει. Σε λίγο στεκόταν πλάι μου μια κοντή γυναίκα με φουντωτά μαλλιά. Μου συστήθηκε ως η σύζυγος του καθηγητή. Έμοιαζαν τόσο ταιριαστοί η αλήθεια οι δυο τους ... Στο σπίτι η Ευαγγελία με έβαλε κάτω, θριαμβευτής πια των πολύχρονων μαχών μας, και μου είπε πως αυτό πια πήγαινε πολύ. Την είχα ρεζιλέψει, την είχα εξουθενώσει. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως η μόνη αιτία αυτής της συμπεριφοράς μου ήταν ο αβάσταχτος έρωτας που ένιωθα για αυτή. Μου απάντησε 'μπα...έρωτα το λες αυτό;' κι ύστερα μάζεψε τα πράγματα της και έκλεισε την πόρτα φεύγοντας για πάντα.

Θυμάμαι ο ταλαίπωρος ψυχολόγος που ζήτησα να ακουμπήσω το υπαρξιακό μου βάρος μετά από το χωρισμό τα βρήκε σκούρα προσπαθώντας να πει -ή να πουλήσει- δυο τρεις κουβέντες παρηγοριάς. Μου έγραψε μια χούφτα αντικαταθλιπτικά. Τα καταβρόχθιζα πρωί βράδυ πνίγοντας το μυαλό μου σε έναν παράξενο ίλιγγο. Ένιωθα ηλίθιος και ανήμπορος σαν μικρό παιδί. Του ζήτησα να αλλάξουμε θεραπεία και δέχτηκε να δοκιμάσουμε ψυχοθεραπεία με κουβέντα. Ύστερα από ατελείωτες συζητήσεις στο δερμάτινο καναπέ του σήκωσε τα χέρια ψηλά. 'Ξέρεις θα είναι δύσκολο να λειτουργήσει αυτό αν δεν πιστέψεις πως μπορείς' μου είπε. Ύστερα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο ράφι με τα βιβλία κι έπιασε ένα παράξενο ξύλινο αντικείμενο τυλιγμένο με σελοφάν. Ήταν η εικόνα της Παναγίας. Έπιασα το κεφάλι μου με απελπισία. 'Τότε κάνε κάτι πιο απλό, υπoστήριξε ας πούμε μια ποδοσφαιρική ομάδα, βοηθάει να ανήκουμε κάπου' μου είπε. Του είπα πως είμαι ΑΕΚ και πως μόλις είχε υποβιβαστεί στην Γ εθνική...

Αυτή την φορά ο Αυγερινός Πανόπουλος μου φαινόταν πιο αληθινός, πιο οικείος. Δέχτηκα τις παλάβρες του χωρίς αντιρρήσεις. Η Γενική Εμπορίου ήταν η εκκλησία του Σατανά. Μάλιστα. Ο Δημήτρης Ροζάκος -όπως και όλα τα μέλη της εκκλησίας- είχε πουλήσει την ψυχή και το σώμα του στο διάβολο τη νύχτα που πήδηξε στο κενό από ένα βράχο της Μεσσηνίας. Μάλιστα. Η ταυτότητα του, η ύπαρξη του είχαν διαγραφεί από τις αναμνήσεις των άπιστων με διαδικασίες εξπρές. Δεν ήταν μεταφυσικό, δεν ήταν αστυνομικό, ήταν απλά μια τεχνική, ένα modus operandi όλων των κολασμένων. Μάλιστα. Η εκκλησία του Σατανά παρείχε κάλυψη -ιατροφαρμακευτική πρόνοια, συνταξιοδότηση κτλ- σε όλα τα μέλη της τα οποία υποχρεούνταν να δουλεύουν αποκλειστικά και μόνο για αυτήν υπό την επωνυμία της Γενικής Εμπορίου Αυγερινός Πανόπουλος ΑΕ. Οι απολαβές ήταν πέρα ως πέρα ικανοποιητικές. Σε πολλές περιπτώσεις αστρονομικές. Μάλιστα. Οι μοναδικές υποχρεώσεις που βαραίνουν τα μέλη της εκκλησίας είναι μια ασήμαντη μηνιαία συνδρομή, όπως επίσης και η δέσμευση για μια αλύγιστη θέληση για χλευασμό και βέβαια αποφυγή του οτιδήποτε δεν συνάδει με την σατανική αρχή που συνοψίζεται στο λατινικό ρητό magister artis ingeniique largitor venter.*

Δεν πρόλαβε καν να τελειώσει κι είχα απλώσει τα χέρια στο γραφείο του φωνάζοντας πως θέλω να γίνω μέλος. Ήμουν έτοιμος να πέσω στα πόδια του και να τον παρακαλέσω. 'Εντάξει' μου είπε 'δεκτόν, όμως πρώτα πρέπει να βρεις την κλίση σου, πρέπει να βρεις τι θα πουλάς'. Το οτιδήποτε του απάντησα. Απορρυπαντικά, σερβιέτες, κονσέρβες, προφυλακτικά ... πίτσες.

Because of him...

'Ήρεμα' μου είπε 'δεν είναι τόσο απλό, θέλω να βρεις κάτι που να σου αρέσει. Τι σου αρέσει να κάνεις;'. Του εξήγησα πως μου αρέσει να διαβάζω ηλίθια βιβλία. 'Αυτό σπούδασα' του είπα. 'Είμαι διαβαστής βιβλίων'. Στράβωσε το στόμα κι έμεινε σιωπηλός. Τον είχα μπερδέψει.

Γύρισα στη Ρόδο πιο παλαβός από ποτέ. Υποθέτω πως το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει. Το καλούπι μου είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Πάνω από όλα είχα το σπίτι πια όλο δικό μου. Είχα τον προσωπικό μου χώρο να εκδηλωθώ. Το κρεβάτι μου έπαψε πια να είναι η αρένα των στημένων αγώνων με την Ευαγγελία. Κανείς δεν είχε λόγο να προσποιηθεί, ούτε τον νταή, ούτε τον κουρασμένο, ούτε οργασμό. Γέμισε τώρα βρώμικα εσώρουχα, συσκευασίες junk food, σταχτοδοχεία γεμάτα αποτσίγαρα. Και βέβαια βιβλία....

Τους επόμενους έξι μήνες μέσα στο τριάρι που κληρονόμησα από τον πατέρα έδωσα όλο μου το είναι. Το ξέρω πως δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Αυνανισμός, κατάθλιψη, οκνηρία, ξεσπάσματα μεγαλομανίας. Όμως αυτό ήμουν. Καλώς ή κακώς. Ήταν πια ξεκάθαρο στο μυαλό μου. Αναμμένο και ευανάγνωστο σαν φωτεινή επιγραφή. Όπως οι περισσότεροι της γενιάς μου, όπως ο καλός μου φίλος Δημήτρης Ροζάκος ... είχα ποντάρει στο μέλλον μου με ενθουσιασμό. Τα στοιχήματα είχαν πέσει, η μπίλια είχε κάτσει. Κι είχα χάσει. Ήταν τότε που έπιασα πρώτη φορά να γράφω τα ημερολόγια μου. Σκόρπιες σκέψεις στην αρχή. Ύστερα πιο συγκροτημένα. Σκαρφίστηκα ένα βιβλίο με κάποιον ταλαίπωρο που είχε μια ανιαρή δουλειά γραφείου...μια άνοστη σχέση...ένα μικρό οικονομικό γιαπωνέζικο αμάξι...

Το έγραψα με πάθος. Με αληθινό οίστρο. Ήθελα να δώσω ελπίδα σε όποιον το διαβάσει. Να του δώσω κουράγιο να μην τα παρατά. Μα πιο πολύ ήθελα να γελάσω. Το τελείωσα, το εκτύπωσα και το έστειλα μέσα σε ένα φάκελο στα γραφεία της Γενικής Εμπορίου Αυγερινός Πανόπουλος. Δεν περίμενα βέβαια τίποτα καλό να βγει από αυτό. Τον καιρό που απόμεινε μέχρι το τέλος τον πέρασα ακόμα πιο στεγνά. Στο τουριστικό γραφείο πια είχα γίνει ανυπόφορος. Σχολίαζα τα πάντα ειρωνικά. Το αφεντικό έβγαζε καπνούς όποτε με έβλεπε να κάθομαι στο γραφείο με τα χέρια στο κεφάλι και να κοιτάζω στο πουθενά. Τον έστελνα από μέσα μου στο διάολο.

Ώσπου μια νύχτα γυρνώντας σπίτι σταμάτησα στους φωτεινούς σηματοδότες της κεντρικής οδού. Ήταν μια βροχερή ανοιξιάτικη νύχτα. Το νερό έσταζε αργά στο παρμπρίζ παραμορφώνοντας τα φώτα του δρόμου. Στην αρχή το βλέμμα μου προσπέρασε χωρίς να δώσει σημασία. Και μετά την είδα. Περπατούσε κρατώντας το χέρι του τρυφερά. Σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα προτού τρέξει στο υπόστεγο να καλυφθεί από την βροχή. Ήταν η Ευαγγελία και εκείνος ο μπόζο από τη σχολή. Δεν πρόλαβα να το χαρώ. Πάντα το χαίρομαι όταν αποδεικνύεται πως είχα δίκιο. Άναψε το πράσινο. Πάτησα το γκάζι τέρμα κι άκουσα την μηχανή να γκρινιάζει σαν σκυλί.

Για λίγο, όσο κράτησε η απότομη επιτάχυνση είδα τις ψηλόλιγνες σημύδες της κεντρικής οδού να εξαφανίζονται σα μια στήλη καπνού πίσω μου. Ύστερα άκουσα τα ελαστικά να στριγγλίζουν στην υγρή άσφαλτο. Θυμάμαι τον κορμό ενός δέντρου να φωτίζεται στιγμιαία με τους προβολείς. Θυμάμαι το κεφάλι μου να χτυπάει με ορμή στο τιμόνι. Και μετά μαύρο.

Την εικοστή εβδόμη Απριλίου άνοιξα τα μάτια στο διαμέρισμα μου με το ξυπνητήρι να ξεφωνίζει πως πρέπει να βιαστώ για την δουλειά. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Οι κουρτίνες φούσκωναν με τον αέρα κι από μέσα περνούσε καθαρό φως. Σηκώθηκα από το κρεβάτι με τα χίλια ζόρια και κατευθύνθηκα στην κουζίνα να φτιάξω ένα φλιτζάνι δυνατό καφέ. 'Χριστέ μου' σκέφτηκα 'κάποιος πρέπει να με χτύπησε με ένα σφυρί στο κεφάλι.' Κι ύστερα σκέφτηκα πως ίσως θα πρέπει να βάλω ένα μέτρο στο ποτό. Ρούφηξα τον καφέ, άναψα τσιγάρο. Βρήκα μια μπαγιάτικη εφημερίδα στο τραπέζι κι άρχισα να διαβάζω μήπως και συνέλθω. Από ότι φαίνεται κάποιος υπουργός είχε βάλει το χέρι του πάλι στο βάζο με την μαρμελάδα. 'Οι συκοφάντες θα τιμωρηθούν' δήλωνε. Πέταξα την εφημερίδα αηδιασμένος και κατευθύνθηκα στο μπάνιο. Άνοιξα την βρύση να τρέξει παγωμένο νερό και σαπούνισα τα μούτρα μου. Το θέαμα στο καθρέφτη ήταν αποκαρδιωτικό. 

Και τότε μου πέρασε μια τρελή ιδέα από το μυαλό. Θυμήθηκα τα λόγια του Ροζάκου.

ξύπνησα σε ένα δωμάτιο με αφόρητη ζέστη. Δίπλα μου στο κομοδίνο βρήκα μια εφημερίδα ...

Έτρεξα στην κουζίνα. Έπιασα την εφημερίδα κι άρχισα να ψάχνω στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Ανάμεσα σε άλλες ειδήσεις ένα μικρό μονόστηλο ήταν κυκλωμένο με μαρκαδόρο. 'Νεαρός άντρας σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο κέντρο της πόλης...'

Δεν ξέρω πως παίρνουν οι περισσότεροι το θάνατο τους. Γενικά είμαι κάπως υστερικός. Το λογικό για μένα θα ήταν να τρέξω στους δρόμους γυμνός και να τσιρίξω. Όμως αυτή την φορά έβαλα τα δυνατά μου να συγκρατηθώ. Και παραδόξως τα πήγα πολύ καλά. Ίσως να έφταιγε που εκείνη τη μέρα ο ήλιος έκαιγε δυνατά χωρίς να δίνει δεκάρα για το ποιος ζει ή πεθαίνει εδώ κάτω. Ίσως πάλι να ήταν κι ο χρόνος που είχε κυλήσει. Μπορεί και να είχα ωριμάσει. Διάολε πόσο πιο ώριμος να γίνει κάποιος από νεκρός; Φόρεσα το μπλουτζην μου και ένα μπλουζάκι και ετοιμάστηκα να βγω. Σκέφτηκα πως όπως είχαν έρθει τα πράγματα είχα άφθονο χρόνο μπροστά μου. Κι ήμουνα ελεύθερος να κάνω ότι θέλω όπως θέλω. Αν ο Πανόπουλος ήταν σωστός τότε σε αυτή την πόλη δεν θα με θυμόταν πια κανείς.




* Η μητέρα όλων των τεχνών, αυτή που μοιράζει ιδιοφυΐα, η κοιλιά. 


Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Το μυστήριο του Δημήτρη Ροζάκου (μέρος τρίτο)

Ο άνθρωπος αλλάζει. Ή πιο σωστά εκδηλώνεται, ξεφορτώνεται με τον καιρό σιγά σιγά το κέλυφος από πάνω του και δείχνει στην ουσία τι είναι ... αυτό είναι κάτι που κανένας μας δεν μπορεί να το αποφύγει. Κανένας δεν μπορεί να γλιτώσει από την αποκαλυπτική φθορά του χρόνου. Έχω δει πολλές απόπειρες ρετουσαρίσματος, αναπαλαίωσης, απόκρυψης των ελαττωματικών μερών ή προώθησης ενός καινούριου εαυτού, όμως ήταν όλες τους αποτυχημένες και πέρα ως πέρα για γέλια.

Πάρε για παράδειγμα τον ομοφυλόφιλο της διπλανής πόρτας. Μάλλον όχι, καλύτερα πάρε για παράδειγμα εμένα. Στα 27 μου ήμουν ένας νέος γεμάτος προσδοκίες. Όχι απλά γεμάτος, κυριολεχτικά μπουκωμένος με ότι σαχλό μπορεί να βρει ο άνθρωπος μέσα στα φτηνότερα και τα πιο κοινότοπα εγχειρίδια για προσωπική ολοκλήρωση. Ήμουνα νέος, ωραίος, είχα σχεδόν όλα τα δόντια μου γερά και σε στιγμές μεγάλης διαύγειας ή μέθης είχα το γούστο μου. Όμως όσο ηλίθιος και άβγαλτος κι αν ήμουν δεν μπορούσα να μην διακρίνω τα σημάδια μιας αναπόφευκτης μετάλλαξης προς το χειρότερο. Ο καιρός περνούσε κι εγώ έπρεπε να μελετήσω την άμυνα μου απέναντι του, να φτιάξω αναχώματα.

Πρακτικά αυτό σήμαινε πως δυο χρόνια αργότερα στα 29 μου βρήκα τον εαυτό μου σε μια επικίνδυνα συναρπαστική δουλειά σε ένα τουριστικό πρακτορείο.

Στα 29 μου επίσης απέκτησα μια επικίνδυνα συναρπαστική αλλά και πολύ σοβαρή σχέση με μια γυναίκα που όπως η ίδια συνήθιζε να λέει 'δεν έφταιγε σε τίποτα'. Κάτω από την επικτακτική ανάγκη για οριστικές λύσεις όλες οι επιλογές μου έπρεπε να έχουν την σφραγίδα του μόνιμου και του οριστικού. Όσο για τα όνειρα και τις προσδοκίες μου τις άφησα να ξεφουσκώσουν αργά και βασανιστικά ώσπου να απομείνουν στο τέλος δυο τρεις ξεγυρισμένες νευρώσεις τις οποίες δεν βαριόμουν να τις διαφημίζω στους γύρω μου ως 'χαρακτήρα' ή 'ιδιαιτερότητα'. Μπορεί η ζωή μου να ήταν λίγο σκατά αλλά ήμουν ξεχωριστός ... σκεφτόμουν.

Καταλαβαίνω πως όποιος το διαβάζει αυτό θα έχει τις αντιρρήσεις του. Κατανοώ πως θα υπάρχουν ενστάσεις. 'Δεν είναι έτσι τα πράγματα' θα πουν μερικοί. 'Είσαι πολύ απόλυτος φίλε, τα βλέπεις πολύ μαύρα'. Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι και κανένα αστέρι στη θετική σκέψη, όμως πιστέψτε με το έχω δει παντού και δεν υπάρχει εξαίρεση για κανένα. Όσο μεθοδικά, όσο έξυπνα, όσο προνοητικά κι αν έπραξε κανείς ... είτε επέλεξε να ξοδέψει τα χρόνια του αργά, συνετά, καίγοντας τις μέρες του με το σταγονόμετρο μέσα σε εστίες πανεπιστημίων ή επαγγελματικούς συλλόγους είτε τα έδωσε όλα για όλα σαν να μην υπάρχει αύριο -ελπίζοντας προφανώς πως μην πιστεύοντας σε αυτό θα το ξορκίσει- ο χρόνος ήρθε και τον βρήκε και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λίγο ή περισσότερο, τον έκανε κορόιδο.

Φημολογείται πως ο Τέρης Χρυσός υπήρξε εραστής της Ντόρας Μπακογιάννης. Καρπός του θυελλώδους αυτού έρωτα ήταν ο υπουργός Δ.Μ. & Η.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης. 

Speak of the devil ... εδώ με τον παππού του ...

Ίσως ο μόνος που είδα να ξεφεύγει από αυτό το θλιβερό συμβόλαιο ήταν ο Δημήτρης Ροζάκος. Αυτός και το παλιό μοντέλο της Ford Taurus που έμοιαζε ολοκαίνουρια κι αστραφτερή σαν να είχε μόλις τσουλίσει στο δρόμο κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 90. Όμως ο Ροζάκος, όπως και να το κάνουμε, μας είχε συνηθίσει στα θαύματα.

Βλέποντας τον τώρα να μου κάνει νοήματα να τον πλησιάσω αποφάσισα πως θα ήταν καλύτερα να κάνω πως δεν τον είδα και να συνεχίσω στο δρόμο μου σφίγγοντας τον φάκελο με τα χαρτιά κάτω απ' τα χέρια. Πέρασα βιαστικά ανάμεσα από την κίνηση και επέστρεψα στο γραφείο.

Λίγο αργότερα όταν γύρισα σπίτι άνοιξα την πόρτα για να έρθω αντιμέτωπος με μια απόλυτη ησυχία που δεν ήταν συνηθισμένη τέτοιες ώρες. Στο τραπέζι της κουζίνας βρήκα ένα αυτοκόλλητο σημείωμα. 'Έκτακτη συνέλευση στη σχολή θα αργήσω. Το φαί είναι στο ψυγείο. Αν δεν σου αρέσει μπορείς να πεθάνεις από την πείνα !'. Να και κάτι που δεν μπορούσα με τίποτα να καταλάβω ... το χιούμορ της Ευαγγελίας. Στην αρχή όταν την πρωτογνώρισα πίστεψα πως απλά δεν υπάρχει. Μετά κατάλαβα πως απλά ήταν αλλιώτικο από τα άλλα, ήθελε γνώση για να το εντοπίσεις. Ήταν ένα ψυχρό, μονότονο, παγωμένο χιούμορ περίπου το ίδιο με το κυριακάτικο σεξ που είχαμε καθιερώσει.

Κάθισα στο καναπέ κι έβαλα την τηλεόραση να παίζει με ένα πιάτο μπροστά μου. Είδα μερικά αμερικάνικα αστυνομικά καταβροχθίζοντας. Ύστερα κατέβασα μερικές μπύρες και μέσα σε μερικά λεπτά είχα αποκοιμηθεί σαν πουλάκι με τους αμερικάνους να κραδαίνουν τα σιδερένια μαραφέτια τους στην οθόνη. Όταν ξύπνησα η ώρα είχε πάει οχτώ κι η Ευαγγελία δεν είχε ακόμα φανεί. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη. Άρχισα να αναρωτιέμαι αν τελικά είχε μπει σε εφαρμογή το δεύτερο ή τρίτο τελεσίγραφο που μου είχε δώσει. Εκείνο το 'αν δεν αλλάξεις τελειώσαμε.' Πήγα στο δωμάτιο να δω αν είχε μαζέψει τα πράγματα της όμως τα πάντα ήταν εκεί.

Ήταν κάπου τότε που άκουσα την φασαρία από το δρόμο. Ξεκίνησε με την διαπεραστική φωνή μιας ηλικιωμένης γυναίκας που έμοιαζε να μιλάει σέρνοντας το σώμα της. Αγκομαχούσε. Βγήκα στο μπαλκόνι και την είδα να χειρονομεί πολύ ζωηρά μπροστά σε ένα νέο άνδρα, τον οποίο αναγνώρισα για τον Ροζάκο μπροστά στη σταθμευμένη Φορντ. Το καπό ήταν ανοιχτό και μπορούσα να διακρίνω ένα σωρό λευκές συσκευασίες όπως αυτές των απορρυπαντικών στο σούπερμαρκετ. Η γριά φορούσε μια νυχτικιά και τσόκαρα.

-νεαρέ ΔΕΝ ΤΟ ΘΕΛΩ το σαπούνι να το πάρεις πίσω, του είπε.

-μα κυρία μου το αγοράσατε ...

-θα με μαλώσει ο άντρας μου σου λέω παρτο πίσω. Η φίλη μου που πήρε το ίδιο μου είπε πως δεν είναι καλό.

Σε λίγο μαζεύτηκαν κι άλλοι από την γειτονιά, οι περισσότεροι γέροι και περικύκλωσαν το αμάξι.

-Τι συμβαίνει εδώ, ρώτησε ένας κύριος με μια μεγάλη γαλάζια βαμβακερή φανέλα και ένα κεφάλι που έμοιαζε με τριχωτό πεπόνι. Γιατί φωνάζεις κυρία;

-ο νεαρός πήγε να με εξαπατήσει.

Έβλεπα τον δύστυχο τον Δημήτρη εν μέσω όλων αυτών των γέρων που αλάλιαζαν γύρω του. Οι περισσότεροι ήταν αρκετά πιο κοντοί του κι είχαν επιθετική συμπεριφορά εκτός από έναν κοτσονάτο παππού με σορτς που είχε ακουμπήσει με τον αγκώνα στο μπροστινό καπό της φορντ κι έκανε κέφι με την κατάσταση. Αναρωτιόμουν πότε θα ακουγόταν η γνωστή φράση για το κράτος...

Ακούστηκε κάτι παρεμφερές.

-Ε δεν υπάρχει έλεος. Δεν υπάρχει έλεος σε αυτή την χώρα, είπε ένας με γυαλιά, που τουλάχιστον από όσο έδειχνε το ύφος του με τα πυκνά φρύδια και τα μάτια να καίγονται από κάτω, είχε θυμώσει

Δεν ξέρω πως μου την βίδωσε κι αποφάσισα να κάνω τον ήρωα. Έβαλα το μπουφάν μου και κατέβηκα κάτω. Μόλις είχε αρχίσει να βραδιάζει κι είχε πια, μέσα Οκτωβρίου, μια ψύχρα τέτοια ώρα. Παραμέρισα το πλήθος με τα χέρια κι έφτασα κοντά στο φίλο μου. Έκανα βέβαια σαν να μην το ξέρω. Ύστερα έριξα μια ματιά στις συσκευασίες με τα απορρυπαντικά και τα σαπούνια μέσα στο καπό να δω τι λένε.

Οικολογικά Προϊόντα – Φιλικά στο Περιβάλλον – 100% Αντιαλλεργικά

-Με συγχωρείτε πουλάτε το οικολογικό σαπούνι, αυτό στη τηλεόραση;

Ο Ροζάκος με κοίταξε με πονηρό βλέμμα. Τον πρόσεξα καλά από κοντά τώρα. Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από πάνω του. Ήταν ο ίδιος και ίσως και καλύτερος από παλιά. Δεν ήταν μόνο το σώμα του που είχε δέσει και είχαν ανοίξει οι πλάτες αλλά και το δέρμα του που ήταν λαμπερό και ολοκάθαρο σαν καινούριο νοβοπάν. Όσο για τους δυο μαύρους κύκλους που θυμόμουν γύρω από τα κατακόκκινα μάτια του είχαν τώρα εξαφανιστεί εντελώς και την θέση τους είχε πάρει ένα υγιέστατο βλέμμα ενός ανοιχτόκαρδου ανθρώπου. Το μόνο παράξενο απάνω του ήταν τα ρούχα του τα οποία έμοιαζε να τα έχει ξεθάψει από κάποια αμερικάνικη ταινία της περασμένης δεκαετίας. Για κάποιο λόγο ένιωθα το ίδιο οικεία μαζί του όπως και παλιά.Έβγαλα από το πορτοφόλι μου ένα πενηντάευρω και του είπα να μου δώσει ένα πεντάκιλο σκόνη για το πλυντήριο και σαπούνι για τα πιάτα... 

Σε λίγη ώρα ήμασταν μόνοι μπροστά στο καπό που είχε αδειάσει κι οι γέροι έφευγαν πίσω στα σπίτια τους κουβαλώντας τις τσάντες γεμάτες με πράγματα.

-Ροζάκο έχεις πολλά να μου εξηγήσεις, του είπα έτοιμος να ορμήξω πάνω του. 

Με κοίταξε σαν κουτάβι χωρίς να πει τίποτα. Τον λυπήθηκα. 

-...αλλά πρώτα πες μου πως διάολο κατέληξες με όλο αυτό το σαπούνι. 

Πήγαμε σε ένα συνοικιακό μπαρ και καθίσαμε να τα πούμε. Ήταν ένα στριμοκώλικο μαγαζί κι ο μπάρμαν ένας μορφονιός της κακιάς ώρας με κοτσίδα δεν σταματούσε να μας ρίχνει στραβές ματιές όσο σκούπιζε τα ποτήρια. Όμως κρατήσαμε τον τόνο της φωνής μας χαμηλό να μην ακούει.

-Είναι πολλά που πρέπει να σου εξηγήσω, μου είπε, δεν ξέρω από που να αρχίσω. 

-Ξεκίνα από τον θάνατο σου. 

Έτριψε το παγωμένο ποτήρι με τα δάχτυλα του και με κοίταξε.

-Δεν ξέρω πως έγινε. Ειλικρινά. Πάντως έγινε. Ήμουνα λιώμα. Ειλικρινά δεν θυμόμουν τίποτα. Μόνο να πετάω τα ρούχα μου πάνω σε ένα βράχο μέσα στο σκοτάδι κι ύστερα να βουτάω στο κενό τσιρίζοντας. Ύστερα από μερικές μέρες ξύπνησα σε ένα δωμάτιο με αφόρητη ζέστη. Δίπλα μου στο κομοδίνο βρήκα μια εφημερίδα. Ήταν ανοιχτή και κάποιος είχε σημειώσει με ένα μαρκαδόρο το άρθρο που μιλούσε για τον θάνατο μου. Μην με πιέσεις να σου πω παραπάνω, δεν ξέρω αν μπορώ αυτή τη στιγμή. 

Έμεινα να τον κοιτάζω έκπληκτος. Για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό ένιωσα να επιστρέφει μια γαλήνη μέσα μου την οποία πίστευα πως είχα χάσει για πάντα. Το θέμα σκεφτόμουν ήταν αστυνομικό κι όχι μεταφυσικό. Κάποιος είχε εκμεταλλευτεί ένα τυχαίο κορμί που είχε ξεβράσει η θάλασσα στο Αιγαίο για τους δικούς του σκοπούς. Ίσως ο Ροζάκος που ήταν θαμμένος στο κοιμητήριο της Καλαμάτας να ήταν ένας άλλος άγνωστος άνδρας τον οποίο οι αρχές μπέρδεψαν με αυτόν. Κι ύστερα θυμήθηκα το άλλο μυστήριο, το γεγονός πως κανείς από τους κοινούς μας γνωστούς δεν τον θυμόταν. Ο Ροζάκος ήταν ένα ανύπαρκτο πρόσωπο. Τον ρώτησα για αυτό.

-Υπάρχουν εξηγήσεις για όλα. Απλά δεν ξέρω αν θα σε ικανοποιήσει καμιά από αυτές, μου είπε.  Όπως και να 'χει με συγχωρείς που χάθηκα αλλά δεν γινόταν αλλιώς. 

Η γαλήνη έγινε καπνός. Μια κουβέντα του και το κλουβί με τους τρελούς ήταν πάλι ανοιχτό. Ζήτησα ακόμα ένα ποτό κι ήπια σιωπηλός για λίγη ώρα. Ύστερα πήγα να συνεχίσω την ανάκριση μα δεν πρόλαβα να ανοίξω το στόμα μου και με σταμάτησε.

-Ας κάνουμε μια συμφωνία, μου είπε. Ας τα αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι κι ας υποσχεθούμε πως θα μιλήσουμε για το θέμα ξανά σε άλλο μέρος χωρίς ενοχλητικά πρόσωπα γύρω, είπε και έριξε μια ματιά προς τον μπάρμαν. Σου υπόσχομαι να στα εξηγήσω όλα.

Συμφώνησα και τότε αυτός μου ζήτησε να του πω τα νέα μου, όπως και έκανα. Γέλασε ελάχιστα με την ιλαροτραγωδία της προσωπικής μου ζωής και ύστερα τον ρώτησα ξανά να μου πει πως και ασχολήθηκε με τα απορρυπαντικά, μια ερώτηση που τον έστειλε στην άκρη του μπαρ να χτυπιέται γελώντας σαν ηλίθιος. Μου είπε πως τώρα ήταν απορρυπαντικά, αύριο θα είναι ρούχα, μεθαύριο τρόφιμα, είδη αυτοκινήτου. 'Γενικά ασχολούμαι με το εμπόριο' μου είπε. Κι ύστερα με χτύπησε στην πλάτη και μου είπε πως πριν ήμουνα καταπληκτικός και πως μια μέρα ίσως να συνεργαζόμασταν ...

Επέστρεψα στο σπίτι αρκετά μεθυσμένος χαϊδεύοντας στη τσέπη μου μια κάρτα που μου είχε δώσει με την διεύθυνση της επιχείρησης που δούλευε. Ξεκλείδωσα και βρήκα το σπίτι άδειο όπως και πριν. Είχαν περάσει πάνω από 9 ώρες. Το ποτό, μαζί με την κάρτα του πεθαμένου στη τσέπη μου, και η απουσία της Ευαγγελίας μου έλεγαν πως τα πράγματα δεν ήταν και πολύ σπουδαία. Έβγαλα την κάρτα από την τσέπη και την διάβασα ξανά.

Γενική εμπορίου Αυγερινός Πανόπουλος
Κλεισούρας 9, Παγκράτι
Αθήνα

Αυγερινός Πανόπουλος. Αυτός ήταν το αφεντικό όπως μου είπε ο Ροζάκος. Λες πίσω από όλα να κρύβεται αυτός, σκέφτηκα. Κι ύστερα μου φάνηκε πως είδα τα γράμματα στην κάρτα να γυαλίζουν. Μια χρυσή λάμψη πέρασε στιγμιαία από πάνω τους σαν φλόγα. 

Άκουσα την πόρτα να ξεκλειδώνει. Ανοίγοντας εμφανίστηκε η Ευαγγελία με τα μαλλιά ανακατεμένα και τα ρούχα σε άσχημη κατάσταση. Έμοιαζε να γυρνούσε στους δρόμους όλη μέρα χωρίς να ξέρει που πηγαίνει.  

to be continued...

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Το μυστήριο του Δημήτρη Ροζάκου (μέρος δεύτερο)

Την γνώρισα σε ένα γάμο την ώρα της λειτουργίας. Φορούσε ένα λεπτό φόρεμα και όπως όλες οι φίλες της νύφης της είχαν δέσει δυο λευκά λουλούδια στα μαλλιά. Είχε αφόρητη ζέστη την ώρα του γάμου. Ήμουνα μούσκεμα και κόκκινος κι ένιωθα γελοίος. Το πουκάμισο μου είχε χάσει την ισιάδα του τελείως. Και το πρόσωπο μου έσταζε ασταμάτητα, όπως το πρόσωπο ενός ανθρώπου που δουλεύει στο χωράφι κάτω από τον ήλιο ενώ το μόνο που έκανα ήταν να στέκομαι ακίνητος και να ακούω τους ψαλτάδες. 'Θέλεις ένα μαντηλάκι να σκουπιστείς;' με ρώτησε. Την κοίταξα χωρίς να απαντήσω και πηρα το χαρτί από τα χέρια της.

Μερικές μέρες αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο μου κι ήταν εκείνη που το είχε ζητήσει από έναν κοινό γνωστό. Με είχε συμπαθήσει, της είχα φανεί χαριτωμένος. Βγήκαμε ραντεβού. Ομολογώ πως σε αντίθεση με αυτή, στην εκκλησία δεν την είχα προσέξει και τόσο. Ίσως να φταίει που μέσα στους ναούς βρίσκομαι πάντοτε σε κατάσταση συναγερμού με όλες αυτές τις αναμμένες φωτιές και τον καπνό και τους πιστούς που σπρώχνουν γύρω μου. Τώρα όμως στον ουδέτερο χώρο την ερωτεύτηκα κι εγώ.

Σύντομα μετακόμισε στο σπίτι μου. Ο πατέρας μόλις είχε βγει στην σύνταξη και αποφάσισε να αφοσιωθεί στα αγροτικά και να μείνει στο χωριό. Καταλάβαινα τότε πως με κάποιο τρόπο περνούσα το κατώφλι της νεανικής μου ζωής. Ωρίμαζα. Τα επίπεδα αυτοταπείνωσης βρίσκονταν σε ιστορικό χαμηλό. Είχα σταματήσει τις δουλειές του ποδαριού και δούλευα σε ένα τουριστικό γραφείο. Δεν ήμουν κι επιμελητής στην Arden όμως τουλάχιστον έκανα εξάσκηση στα αγγλικά...

Όσο για τον Δημήτρη Ροζάκο και το μυστήριο του θανάτου του και το ακόμα μεγαλύτερο μυστήριο της ύπαρξης του φρόντιζα να το φυλλάξω μέσα μου και να μην αναφερθώ ποτέ ξανά σε αυτό. Μυστήρια πράγματα, όπως είπα, συμβαίνουν σε όσους πίνουν. Εγώ όμως δεν έπινα πια.

Ήμουν φυσικά βέβαιος πως δεν ήμουν τρελός. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να πιστέψω  πως είχε στηθεί εις βάρος μου κάποια φοβερή πλεκτάνη από τους συναδέλφους της μονάδας. Από την άλλη και τα γεγονότα ήταν εκεί. Αποφάσισα πως όπως είπε  κι ο Άμλετ στον Οράτιο 'γεμάτος είναι ο ουρανός κι η γη από πράματα που η φιλοσοφία σου, ούτε στο όνειρο της μπορεί να δει'.

Το είδα το όλο πράγμα σαν ένα παιχνίδι της μοίρας και των συμπτώσεων, ένα τρελό κι απίστευτο blackjack πάνω σε πρόσωπα και καταστάσεις. Και εν πάσει περιπτώσει είχα βρει την ησυχία μου. Ποιός ο λόγος να τα ανακατεύω τώρα που ήμουνα καλά;

Ουδόλως θα ασχολιόμουν με το θέμα ξανά. Παρά τις νεανικές μου παρεκκλίσεις ουδέποτε υπήρξα άνθρωπος που να έλκεται από παραδοξότητες και μεταφυσικά γεγονότα. Όμως με το πέρασμα του χρόνου κι ενώ εγώ κι η Ε. είχαμε μια πολύ ισορροπημένη σχέση και η ζωή μου είχε μπει σε απόλυτη τάξη, έκαναν την εμφάνιση τους μερικά πολύ ενοχλητικά γεγονότα.

Στην αρχή ήταν το τηλέφωνο που χτυπούσε σε ακατάλληλες ώρες και παραδόξως μόνο όταν ήμουν μόνος μου στο σπίτι. Ακόμα και πριν σηκώσω το ακουστικό είχα ένα κακό προαίσθημα. Μα και ο ήχος του κουδουνίσματος ήταν κάπως διαφορετικός. Υπερβολικά καθαρός και σίγουρα ειρωνικός στον τόνο του. Τις λίγες φορές που πρόλαβα να το σηκώσω φυσικά δεν μου απάντησε κανείς.

Κι ύστερα ήρθαν οι τρίχες. Εμείς στο σπίτι δεν είχαμε κατοικίδια. Ούτε βέβαια ήμασταν από την φύση μας καθόλου τριχωτοί. Όμως οι τρίχες φύτρωναν σαν από το πουθενά. Πρώτα είδαμε το σιφόνι του ντους να φράζει. Παρακάλεσα την Ευαγγελία να προσέχει στο λούσιμο όμως εκείνη μου είπε πως δεν είχε ποτέ της πρόβλημα τριχόπτωσης και πως εν πάσει περιπτώσει όλο αυτό ήταν πολύ προσβλητικό για εκείνη. 'Άλλωστε αυτές οι τρίχες είναι κόκκινες, δεν είναι δικές μου' μου είπε χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι.

Ύστερα άρχισαν να εμφανίζονται και σε άλλα σημεία, όπως στο πιάτο με το φαγητό ή ακόμα και πάνω στο δέρμα μας ... κόκκινες, σκληρές τρίχες σαν από βούρτσα ή από κάποιο ζώο που δεν είχαμε γνωρίσει ποτέ.

Το χειρότερο βέβαια ήταν πως έβλεπα αλλαγές στην συμπεριφορά μου που με ξένιζαν. Γινόμουν ολοένα και πιο ευέξαπτος και ήμουν ακραία συναισθηματικός. Έκλαιγα με το παραμικρό και αρκούσε η θέα ενός μικρού παιδιού στο δρόμο ή ενός όμορφου τοπίου για να με ρίξει ψυχολογικά και να με κάνει να σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα.

Σε ένα τραπέζι με συναδέλφους της Ευαγγελίας -μια περίεργη φάρα παχύσαρκων ανθρωποειδών- άφησα τα μαχαιροπήρουνα στο πιάτο κι άρχισα να κλαίω γοερά γιατί είχε πανσέληνο και ήταν Αύγουστος  και ο κόσμος, όπως τους είπα, μου φαινόταν 'απελπιστικά κακός'.

 Οι πρώτες συνέπειες της κυκλοθυμίας μου εμφανίστηκαν και στο κρεβάτι. Υπήρχαν φορές που έδινα ρέστα με τις σεξουαλικές μου επιδόσεις οδηγώντας την Ευαγγελία σε πολλαπλούς οργασμούς για τους οποίους με ευχαριστούσε αποκαλώντας με τον καλύτερο εραστή που είχε γνωρίσει ποτέ. Όσο κι αν επέμενα πως δεν είχα κάνει τίποτα διαφορετικό εκείνη γελούσε πονηρά και μου έλεγε πως δεν χρειάζεται να είμαι τόσο σεμνός.



Τις περισσότερες φορές όμως μου φαινόταν πως το σεξ ήταν κάτι που ήταν πολύ δύσκολο να το διαχειριστώ. Μια κατάσταση μη φυσιολογική στην οποία συμμετείχα κάνοντας αδέξιες νευρικές κινήσεις. Γυμνός ένιωθα ένας κλόοουν. Όταν η Ευαγγελία άπλωνε το χέρι να με αγγίξει γυρνούσα πλευρό και υποκρινόμουν πως κοιμάμαι. Και κάπως έτσι φτάσαμε στο πρώτο τελεσίγραφο. 'Αρκετά' μου είπε. 'Θέλω έναν αληθινό άνδρα. Ή τέλος πάντων κάποιον που να μπορεί να με @#$@'.

Η απειλή του να χάσω την Ευαγγελία δεν βοήθησε καθόλου στην βελτίωση της διάθεσης μου. Πήγαινα στη δουλειά έχοντας μούτρα. Μιλούσα στο τηλέφωνο με τους πελάτες χωρίς κέφι ... μια συμπεριφορά που θεωρήθηκε από το αφεντικό μου ένα καλό σημάδι. Έβαλες πια επιτέλους μυαλό' μου έλεγε και με χτυπούσε γελώντας τρανταχτά στην πλάτη. Ουδόλως γνώριζε πως το μυαλό μου σύντομα επρόκειτο να χαθεί για τα καλά.

Θυμάμαι ήταν μια υπέροχη φθινοπωρινή μέρα. Ένας δροσερός άνεμος σουλατσάριζε στο δρόμο όμως είχε μείνει και κάτι από τον πυρετό του καλοκαιριού. Έβγαινα κατηφής μόλις από την τράπεζα κρατώντας έναν πελώριο φάκελο γεμάτο χαρτιά όταν άκουσα κάποιον να μου σφυρίζει. Έψαξα γύρω μου στον πανικό των διερχόμενων αυτοκινήτων αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω από που ερχόταν. Και τότε τον είδα. Ήταν ο Δημήτρης Ροζάκος που με κοιτούσε μέσα από μια παλιά Ford Taurus. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως είχε σταθμεύσει παράνομα. Είχε καβαλήσει την ράμπα μπροστά στο πεζοδρόμιο κλείνοντας την διέλευση και των πεζών και των αυτοκινήτων. Όμως αυτό δεν έμοιαζε να τον νοιάζει. Ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε με το χαμόγελο του.

to be continued

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Το μυστήριο του Δημήτρη Ροζάκου (μέρος πρώτο)

Μετά το πρώτο τσιγάρο είμαι σε μια κατάσταση ήπιας ηλιθιότητας. Στις καλές μου θα μπορούσα να την πω παιδική περιέργεια. Όταν είμαι στις μαύρες μου είναι απλά ένα κενό. Σαν ένας αδιάφορος λογιστής που χτυπάει πράξεις μέχρι αργά το πρωί. Στο τρίτο ή τέταρτο τσιγάρο μπορώ να αντιληφθώ κατά που πάει το πράγμα γενικά. Κατεβάζω τους διακόπτες και βυθίζομαι σαν κήτος μέσα στον εαυτό μου. Γενικά οφείλω να ομολογήσω πως πολλά περίεργα πράγματα συμβαίνουν όταν πίνεις τσιγάρα. 'Ξύπνησα στις τρεις να πάω για σκοπιά και την είδα να ανεβαίνει στο κρεβάτι σου. Έκατσε πάνω σου κι άρχισε να σε ρουφά. Ήταν σχετικά νέα αλλά φορούσε μαύρα που την έκαναν να φαίνεται μέσα στο σκοτάδι σαν μια χοντρή γυναίκα. Ήθελα να σου φωνάξω να σε βοηθήσω αλλά είχα κοκαλώσει. Σου ρουφούσε την ζωή φίλε'.

Ο Δημήτρης ήταν συστηματικός πότης και ήταν και απόφοιτος του οικονομικού του Πειραιά. Στις εξόδους φορούσε πάντα τα ίδια μακό μπλουζάκια και χοντρό μπλουτζήν. Είχε πολύ ζέστη τους τελευταίους μήνες της θητείας. Θυμάμαι πως κάναμε μπάνιο, ντυνόμασταν και μέχρι να φτάσουμε στην πύλη τα ρούχα μας είχαν ξεχειλώσει από τον ιδρώτα. Όμως αυτός επέμενε να ντύνεται με τον ίδιο τρόπο που ντυνόταν πάντα. Ήταν Καλαματιανός. Είναι πολύ περήφανοι οι Καλαματιανοί με το προσωπικό τους στυλ.

Όταν μου έλεγε για τις γυναίκες που είχε καταφέρει έμενα με το στόμα ανοιχτό. Όχι μόνο γιατί ήταν απίθανες οι ιστορίες του -που ήταν ... Θεέ μου ούτε μία στο εκατομμύριο- αλλά γιατί έβλεπα τα μούτρα του με τους δυο μαύρους κρίκους γύρω από τα μάτια και εκείνο το χαμόγελο του χέστη και σκεφτόμουν πως απλά ήταν παθολογικός ψεύτης και πως ίσως του είχε στρίψει από τα πολλά τσιγάρα. Γενικά δεν ήθελα να έχω και πολλά μαζί του εκτός που πίναμε καμιά φορά μαζί. Όταν όμως μου είπε πως είδε την μορφή της γυναίκας να μου επιτίθεται στον ύπνο μου τον έβαλα στην καρδιά μου. Τα είχα τότε με μία μαθηματικό πολύ μεγαλύτερη μου, καταθλιπτική. Ντυνόταν πάντα στα μαύρα κι όταν κάναμε έρωτα την ένιωθα να κουνιέται πάνω στο σώμα μου σαν δίνη από ταινία θρίλερ. Εκείνες τις μέρες της είχα πει να χωρίσουμε γιατί αρνιόταν να μου ικανοποιήσει κάποιες πολύ συγκεκριμένες -και στο δικό μου μυαλό πολύ απαραίτητες- ερωτικές απαιτήσεις.

Τον πίστεψα. Δεν έλεγε ψέματα. Η κάργια είχε επιστρέψει από την κόλαση να με εκδικηθεί ...

Από τότε κάναμε πολύ παρέα. Ούτε που καταλάβαινα τι μου έλεγε. Το μυαλό του ήταν ένα συνονθύλευμα από new age κοινοτοπίες και σαχλαμάρες που αναπαράγουν οι χασικλήδες μεταξύ τους. Όμως τα βρίσκαμε στα υπόλοιπα. Του άρεσαν κι αυτού οι αμφεταμίνες και προτιμούσε να σβήνει την θολούρα με ένα παγωμένο ποτήρι Baileys.

Όταν απολυθήκαμε αποφασίσαμε να πάμε μια εκδρομή μαζί στα μέρη του. Είχε ένα σαράβαλο άσπρο φίατ και ήρθε και με πήρε από τον σταθμό του ΚΤΕΛ. Οι κύκλοι γύρω από τα μάτια του είχαν μια καφετιά απόχρωση τώρα. 'Ξεκούραστο σε βλέπω' του είπα. 'Ναι' μου είπε 'είναι που έκοψα το γερμανικό'. Ώρες ώρες ήταν ευχάριστος.

Σαν πρώτο δείγμα της φιλοξενίας του είχε οργανώσει ένα μικρό reunion όλων των συναδέλφων που έμεναν εκεί κοντά από την μονάδα μας. Ήπιαμε φραπέ κάτω από τον δυνατό ήλιο κι ύστερα εγώ αυτός κι ένας πατρινός κάπως ευτραφής που έλεγε αστεία σε μια διάλεκτο την οποία αδυνατούσα να καταλάβω πήγαμε στις τουαλέτες και ρουφήξαμε γραμμές. Ένιωσα τον ήλιο επικίνδυνα χαμηλά όταν βγήκαμε έξω.

Στο αμάξι έπειτα ήταν αμίλητος κι εγώ προσπαθούσα να φέρω το κεφάλι μου στα ίσια. Υποθέτω πως πηγαίναμε γρήγορα γιατί σταματήσαμε φρενάροντας απότομα στην άκρη της εθνικής οδού. Τον είδα να βγαίνει έξω. Σήκωσε τα χέρια ψηλά. 'Πεινάω' είπε και περπάτησε μέσα στη σκόνη.

Σε λίγο στεκόμουν πλάι του με τα χέρια ακουμπισμένα στον πάγκο μιας καντίνας. Μια νέα κοπέλα με παράξενα χρυσά μάτια και τα μαλλιά δεμένα πίσω έσπρωχνε λουκάνικα μέσα σε ψωμάκια. 'Τι να σου φτιάξω μωρό μου;' του είπε. Την κοιτούσε χωρίς να μιλάει. Έγλυφε τα χείλη του και την κοιτούσε. 

'Ένα λουκάνικο με μουστάρδα θέλω. Εσύ θα πάρεις τίποτα;' γύρισε προς το μέρος μου. Φάγαμε στα όρθια. Θυμάμαι την μουστάρδα να κυλάει πάνω στο τ-σερτ του όσο μασούσε.

Περάσαμε το υπόλοιπο του μεσημεριού σε μια θυελλώδη παραλία της Μεσσηνίας όπου το νερό ήταν θολό και γεμάτο πράσινα φύκια. Βουτούσαμε από τους βράχους. Ύστερα καθόμασταν κάτω το δέντρο να καπνίσουμε. Κι έπειτα ξανά βουτιές.

 Με τους μαύρους κύκλους και τα κόκκινα μάτια -και το μυαλό σε καταστολή- είχαμε γίνει όπως τα υπόλοιπα φρικιά του βυθού. Καθίσαμε στα βότσαλα και πιάσαμε να ξεκολλάμε τις ταινίες από τα φύκια από τα πόδια μας. 

Ξαναβγήκαμε στο δρόμο ακούγοντας ράδιο. Έπαιζε το simple man των Lynyrd Skynyrd. Κάπνιζα ένα τσιγάρο με τα πόδια πάνω στο μπαρμπρίζ κι έβλεπα μπροστά τις γραμμές του δρόμου να γίνονται μια ενιαία λωρίδα που αναβόσβηνε σαν καρτούν. Baby be a simple man, be something you love and understand. Το τραγουδούσα με όλη την δύναμη της φωνής μου. 

Ο προορισμός ήταν η Κυπαρισσία όπου σύμφωνα με τα λεγόμενα του Δημήτρη θα γινόταν το μεγαλύτερο beach party της Πελοποννήσου. Θα έπαιζε trance όπως στο σχολείο όταν χορεύαμε στα στενά μπαρ με παπούτσια με μεγάλους πάτους και μπλούζες με φωσφορούχες στάμπες. Και κρατούσαμε και το τσιγάρο με το ένα χέρι και κάναμε κύκλους. Έτσι ...



Ύστερα από ατελείωτες ώρες στο δρόμο, βλέποντας σιγά σιγά τον ήλιο να εξαφανίζεται  φτάσαμε σε μια αμμουδερή έκταση. Τα αυτοκίνητα ήταν παρατημένα όπως όπως ανάμεσα στους θάμνους και κάτω από τα ασθενικά πεύκα.

Από το βάθος σε μια σκηνή τα φωτορυθμικά ήδη περιστρέφονταν στέλνοντας το φως πάνω από το πλήθος. Κάθε beach party που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να σου προσφέρει μια δυο καλές κινηματογραφικές σεκάνς. Οι ντόπιοι φορώντας λευκά πουκάμισα μοίραζαν μπύρες και βότκα πίσω από δυο πλαστικά τραπέζια. 

Πήραμε κι οι δύο βότκα. Αρχίσαμε να βαδίζουμε πάνω στην άμμο. Περπατούσαμε αργά σαν προσκυνητές γεμίζοντας τα παπούτσια μας με χώμα. Όταν φτάσαμε κοντά στη σκηνή ο Δημήτρης έβγαλε δυο χαπάκια και τα κατάπιαμε. Η σκηνή τώρα είχε ένα κόκκινο πορφυρό χρώμα. 

Αρχίσαμε να χορεύουμε παίρνοντας μικρές γουλιές από τα ποτήρια μας. Σηκώσαμε το κεφάλι ψηλά προς τα φωτορυθμικά και αφεθήκαμε χαμογελώντας σαν ηλίθιοι, περιμένοντας την φωτιά να εξαπλωθεί.

Πρέπει να χόρευα για ώρα όταν ένιωσα πως ανάβω ολόκληρος.  Έβγαλα το μπλουζάκι μου και συνέχισα να κουνιέμαι. Δεν έβλεπα κύκλους. Είχα τελειώσει το στρατιωτικό μου, ήμουν κυριλέ.    

Το επόμενο που θυμάμαι είναι να γυρνάω το ξημέρωμα με ένα κορίτσι πλάι μου πατώντας ανάμεσα σε άδεια πλαστικά ποτήρια. Κάποιος μου είχε φορέσει ένα γελοίο τρύπιο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι. Σκεφτόμουν εκείνο τον γάιδαρο από τις παλιές αφίσες που φορούσε το ίδιο. Επίσης δεν είχα ιδέα που ήταν η μπλούζα μου. Το κορίτσι με κρατούσε από το χέρι σφιχτά. Φορούσε ένα βραχιόλι στο λαιμό και είχε όμορφα χείλη.

 'Που είναι ο Δημήτρης' την ρώτησα. 'Ποιος Δημήτρης;' μου είπε. Της ζήτησα αν έχει ένα τσιγάρο και έβγαλε ένα πακέτο Μάρλμπορο και μου έδωσε. Ύστερα καθίσαμε σε κάτι πλαστικές καρέκλες και κοιτάξαμε γύρω. Η απόλυτη καταστροφή. Το κορίτσι άναψε τσιγάρο και ρούφηξε κρατώντας μου ακόμα σφιχτά το χέρι. Σκέφτηκα πως ίσως να είχα πάει στην κόλαση. 

Όσο κι αν έψαξα για τον Δημήτρη δεν τον βρήκα πουθενά. Επέστρεψα στην Αθήνα όπως είχα έρθει με το ΚΤΕΛ και ύστερα από μερικές μέρες ανασύνταξης πήρα το αεροπλάνο για το νησί. Την Κυριακή βρισκόμουν στην αυλή πίνοντας καφέ μαζί με τον πατέρα και συζητούσαμε ήρεμα για το μέλλον μου μετά το στρατό και για το τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Στην εφημερίδα διάβασα αυτό.

Μοιραίο αποδείχθηκε το πάθος του νεαρού για την μουσική και την έκσταση.

Νεκρός εντοπίστηκε εχθές ανοιχτά της Κυπαρισσίας από άνδρες του λιμενικού νεαρός άνδρας. Σύμφωνα με την γνωμάτευση του Ιατροδικαστή ο θάνατος προήλθε από ανακοπή καρδιάς η οποία πιθανώς οφείλεται σε εκτεταμένη χρήση χαπιών ecstasy καθώς και άλλων παρεμφερών ψυχοτρόπων ναρκωτικών ουσιών. Ο νεαρός διακομίστηκε στο Γενικό νοσοκομείο Κυπαρισσίας όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατος του. Ο δήμαρχος Καλαμάτας εξέφρασε τα συλλυπητήρια του στην οικογένεια του άτυχου νεαρού και δήλωσε πως θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Η κηδεία θα τελεστεί αύριο το πρωί στο Δημοτικό Κοιμητήριο Καλαμάτας.


Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Έβαλα τον πατέρα μου να πάρει τηλέφωνο στην εφημερίδα και να ρωτήσει το όνομα. Από την εφημερίδα αρνήθηκαν να δώσουν προσωπικά στοιχεία. Πήραμε στην νομαρχία. Με τα πολλά καταφέραμε να το μάθουμε. Δημήτρης Ροζάκος. Ήταν ο φίλος μου.

Ίσως ήταν αυτό το γεγονός, αν εξαιρέσουμε ένα παρολίγον μοιραίο αυτοκινητιστικό που είχα οδηγώντας μεθυσμένος στην επιστροφή μου από κάποιο στριπτιτζάδικο έξω από την πόλη, που συνέβαλε στο να αλλάξω τις συνήθειες μου. Ήταν τότε που αποφάσισα να βάλω φρένο στις καταχρήσεις και να κοιτάξω να δω τι θα κάνω με το μέλλον μου. Υποθέτω πως μια πρώτη παρενέργεια αυτής της απόφασης μου ήταν ένα ισχυρό συναίσθημα αυτοταπείνωσης που με κατέβαλε.

Έπιασα τότε δουλειά σε ένα μικρό μαγαζί σαν σερβιτόρος. Το αφεντικό μου -ένας χοντρός με στραβά δόντια- και η γυναίκα του κάθονταν στο μπαρ και έπιναν κρασί όσο εγώ ανεβοκατέβαινα τις σκάλες ιδρωμένος φέρνοντας παραγγελίες. Σκεφτόμουν πως αυτό κάνει καλό στην διάπλαση του χαρακτήρα μου κι ανέβαινα δυο δυο τα σκαλιά.

Ήταν σε εκείνο το μαγαζί που συνάντησα και μια παρέα από συναδέλφους της μονάδας που είχαν έρθει για διακοπές στην πόλη. 'Πέθανε ο Ροζάκος' τους είπα και κράτησα το δίσκο με τους μεζέδες με θλιμμένο ύφος. Δεν είχαν ιδέα ποιος ήταν ο Ροζάκος. 'Ο Ροζάκος, ο Δημήτρης ... ο Καλαματιανός με τα χέβυ μέταλ μπλουζάκια' επέμεινα. Τίποτα. Πρώτη φορά άκουγαν αυτό το όνομα. Θεώρησα πως απλά δεν είχαν πάρε δώσε μαζί του. Όταν όμως μερικές μέρες αργότερα μίλησα στο τηλέφωνο με τον ιατρό μονάδος Ιωάννη Παχνή τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται. 'Βρε μήπως τα έχεις μπερδέψει' μου είπε. 'Είκοσι άτομα ήμασταν όλοι και όλοι στο θάλαμο. Δεν υπήρχε Ροζάκος. Είμαι βέβαιος'. Ο Παχνής ήταν πολύ συνετός άνθρωπος. Δεν θα μιλούσε αν δεν ήταν σίγουρος. Τον ρώτησα αν θα έπαιρνε ειδικότητα ψυχιάτρου. 'Όχι ορθοπεδικού' μου είπε. 

to be continued

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Tru

Αυτό το καλοκαίρι ήπια πολύ. Δεν ξέρω πως συμβαίνει αλλά που με χάνεις που με βρίσκεις μονίμως είμαι πάνω από ένα ποτήρι με τζιν και τονικ. Στην αρχή είμαι χαρούμενος, στα πρώτα ποτήρια, μετά όταν αρχίσω και ζαλίζομαι, θυμώνω. Υπάρχει κάτι ατσάλινο στα νέυρα μου και μπορώ να είμαι θυμωμένος για πολλές ώρες όταν πίνω.

Είμαι στη τσίτα που λέμε, έχω όρεξη για μπελάδες ή όπως λένε πιο σωστά οι Άγγλοι truculent από το λατινικό trux που σημαίνει βάναυσος, βάρβαρος. Είναι μια λέξη όπως μας ενημερώνει το wictionary που κατάγεται από την πρωτο- ινδοευρωπαϊκή ρίζα tru που την βρίσκουμε και στα αρχαία ιρλανδικά να σημαίνει o καταραμμένος, o καταδικασμένος να πεθάνει.

Αυτό το καλοκαίρι επίσης είδα πολύ κόσμο να πίνει που παλιότερα έκανε κράτει. Κάτι σαν να έσπασε πάλι στην ατμόσφαιρα και έπεσαν οι αντιστάσεις. Ίσως να φταίει εκείνο το κύμα του χρόνου, το κύμα των καιρών ... των ανόδων και των καθόδων στους οικονομικούς δείχτες που ανεβάζει και κατεβάζει τις γενιές ώσπου να τις σκάσει πάνω στα βράχια.

Κάποιοι λοιπόν το ρίξαμε στο ποτό. Κάποιοι άλλοι πάλι κρύφτηκαν στο σπίτι ... παντρέυτηκαν τις τύπισες που δεν είχαν τίποτα να πούν μαζι τους ... βολεύτηκαν με την δουλειά που δεν τους ικανοποιούσε τις δημιουργικές τους τάσεις -ποιές;-. Διάολε η ανεργία στους νέους είναι στο 50%, μας φορολογούν ακόμα και το παλιοχώραφο με τις δυο ελιές στο χωριό ... σε καιρό πολέμου όλα δικαιολογούνται. Και το ποτό και η κωλοτούμπα.

Φετός το καλοκαίρι εκτός από το πολύ ποτό έκανα και κάπως ανατρεπτικές διακοπές. Πήγα στον μαγευτικό Ταϋγετο, στην υπέροχη Μεσσηνία. Πήρα τα βουνά. Είχα μια τάση, την οποία ούτε θέλω, ούτε έχω την διάθεση να ψυχαναλύσω, να απομακρυνθώ από τους ανθρώπους. Ομολογώ ότι κι εγώ ο ίδιος εντυπωσιάστηκα με τις ικανότητες μου στο trekking. Μια μαγική δύναμη έσπρωχνε τα πόδια μου μέσα στα μονοπάτια.

Όχι δεν ήταν απλά η ανάγκη μου να απομακρυνθώ από το ανθρώπινο είδος. Ήταν κάτι περισσότερο. Κάτι πιο βαθύ. Φτάνοντας στο χείλος ενός φαραγγιού, κατάκοπος, με το αίμα να μου έχει ανέβει στο κεφάλι από τα ποτά της προηγούμενης νύχτας πρόσεξα ένα μεγάλο αρπαχτικό πουλί που έκανε κύκλους ψηλά. Είχε επιβλητικά φτερά και η σκιά του ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή όπως έπεφτε στους βράχους. Το παρατηρούσα εκστασιασμένος. Γυρνούσε στον αέρα και βουτούσε μετά στην άκρη του φαραγκιού με απίστευτη ταχύτητα. Θυμήθηκα τον στίχο του Παυλίδη από τα Ξύλινα Σπαθιά...

Θα θελα να μουν σαν εσένα 

Tο βράδυ βρήκα πάλι τον εαυτό μου πάνω από ένα ποτήρι με τζιν και τόνικ. Στα πρώτα ποτήρια ήμουν εντάξει. Σχεδόν ευχάριστος. Μετά άρχισα να πικάρομαι. Ήθελα να σκοτώσω άνθρωπο, να κάνω κάτι βάρβαρο. Με έτρωγε το άδικο. Είχα δει μια συνέντευξη του Hunter S. Thompson κι έλεγε πως η μεγαλύτερη χαρά της ζωής του είναι να παίρνει εκδίκηση. Να βρίσκει το δίκιο του με κάθε τρόπο έστω και αρνητικό. Έτσι ένιωθα κι εγώ. Πως κάπου είχα εξαπατηθεί. Δεν ήμουν σίγουρος ακριβώς που και πως. Δεν είχα ιδέα που να πρωτοστείλω τα εξώδικα.

Ήμουνα tru. Ήμουνα truculent. Μέσα στη σούρα μου γυρνούσα όπως εκείνο το αρπαχτικό γύρω γύρω από τα πρόσωπα στο μπαρ και τις σκέψεις μου.








Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Keep Walking

Προσπαθώ να βάλω όλα τα κομμάτια σε σειρά
όλα τα λάθη μου, τις εμμονές μου, αυτά που μου αρέσουν
αυτά που με κάνουν και χάνω το κουράγιο μου.

Είναι τόσο σημαντικό να αρχειοθετείς, να έχεις ένα σύστημα
να φτιάχνεις την αλφάβητο σου, για να μπορείς έπειτα
να μιλήσεις, να εξηγήσεις στους γύρω σου τι είναι αυτό που ζητάς.

Κι ας είναι μάταιο.
Γιατί το ξέρεις ... πως μια μέρα όλα όλα όσα έφτιαξες θα σκορπίσουν.
Είτε θα τα παρασύρει η συνήθεια ... είτε θα τα σκοτώσει ο καιρός ...

Υπάρχουν εκατοντάδες τρόποι να καταστραφούν αυτά που δημιούργησες.
Όμως κάθε καταστροφή θα έχει το σπέρμα μιας καινούριας μέρας μέσα της ...

Κάθε καταστροφή, κάθε λόξα που θα σε
οδηγεί σε λάθος δρόμο
θα σου προσφέρει καινούριες ιδέες, θα ανοίγει νέα
ενδεχόμενα που δεν είχες ποτέ σου
φανταστεί.

Προσπάθησε να κλείσεις τα αυτιά σου στις σειρήνες. Το ξέρω
είναι δύσκολο. Όμως αξίζει.
Μην παρασύρεσαι από τον λούστρο των γκλος
περιοδικών.
Δεν είναι διαφήμιση η ζωή.

Δεν ξέρω πως θα το καταφέρεις. Δεν ξέρω αν είσαι από τους
τύπους που σφίγγουν τα δόντια ή αν απλά
σ' αρέσει να γελάς με τα καμώματα σου.
Όπως και να 'χει βάλε τα δυνατά σου.

Κι αν συμβαίνει να περνάς, τώρα που το διαβάζεις αυτό,
μερικές δύσκολες ώρες.
Αν ακούς τους μπελάδες  να σου χτυπούν την πόρτα
για μια ακόμα φορά, θυμήσου
πως αυτή είναι η πιο μεγάλη σου ευκαιρία.

Βάλτο καλά στο μυαλό σου. Οι πιο τρομαχτικές δυνάμεις
εκεί έξω μπορούν να γίνουν οι πιο πιστοί σου υπηρέτες.
Όλα είναι δυνατά.
Αρκεί να ανοίξεις την πόρτα και να βγεις έξω για να συναντήσεις αυτό που σε τρομάζει.

Θα καταλάβεις ίσως τότε πως η ευτυχία είναι όπως και ο έρωτας   - ένας μονόδρομος που αρκεί μονάχα
να τον περπατήσεις.


Keep Walking













Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Η Μητέρα


Είχανε μαζέψει τα πράγματα τους από πολύ νωρίς και τώρα περίμεναν τον πατέρα να επιστρέψει από τη δουλειά. Ο χώρος ήταν άριστα τακτοποιημένος. Το τραπέζι του σαλονιού με τα δύο διακοσμητικά, οι φωτογραφίες του μεγαλύτερου αδελφού από την τελετή αποφοίτησης και το έπιπλο της τηλεόρασης με τις ταινίες...όλα στη θέση τους. Η διακόσμηση δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο αλλά κι από την άλλη δεν ήταν και πέρα ως πέρα μικροαστική. Κάποιος προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να διακρίνει ένα ιδιαίτερο, προσωπικό γούστο πίσω από τα αντικείμενα που ωστόσο είχε μείνει ανολοκλήρωτο, εγκλωβισμένο μέσα σε μια παρατεταμένη παιδικότητα. Όπως για παράδειγμα εκείνες οι πάνινες κούκλες στη βιτρίνα του σύνθετου ή μια φανταχτερή μεταξοτυπία του Μαρκ Ρόθκο στον τοίχο.

Ήταν μια υπέροχη καλοκαιρινή μέρα όμως οι κουρτίνες ήταν όλες κλειστές. Το μόνο φως στο σαλόνι ήταν αυτό της τηλεόρασης που έπεφτε δυνατό πάνω στα πρόσωπα τους. Μητέρα και γιος. Εκείνη με ένα κοντό φόρεμα και κόκκινο κραγιόν. -Το φούξια μαγιό της ίσα ίσα να φαίνεται κάτω από τις τιράντες.- Κι εκείνος με ένα κοντό παντελονάκι, τις πλαστικές του σαγιονάρες και ένα καπέλο θαλάσσης.

Είπε πως θα είναι εδώ στις δέκα κι έχει πάει δεκάμισι. Ίσως να τον καθυστέρησαν πάλι στη δουλειά. Μπορεί και να ξεχάστηκε. Άλλωστε ποτέ δεν δίνει και πολύ σημασία στις βόλτες μας. Το μόνο που μοιάζει να τον νοιάζει είναι η δουλειά. Κι ίσως έχει δίκιο η μαμά που λέει πως έχει γκόμενα. Ίσως κάποια κάπως μεγαλύτερη από τη μαμά, ίσως και πιο έξυπνη. Πιο έξυπνη και πιο άσχημη. Κι αν όχι πιο έξυπνη σίγουρα πιο κακιά. Ίσως να έχει κι εκείνη ένα μεγάλο γραφείο όπως ο μπαμπάς, με χρυσό χαρτοκόπτη και άπειρους μαρκαδόρους και σφραγίδες στο συρτάρι.

Κι εκείνο το προφυλακτικό που είχα βρει στο κλειδωμένο συρτάρι. Εκείνο το γυαλιστερό αηδιαστικό πράγμα. Άλλο ένα από τα ένοχα μυστικά του...που βέβαια ποτέ δεν θα παραδεχθεί κρύβοντας τα πίσω από ψεύτικα χαμόγελα και ακριβά δώρα.

- Μαμά, γιατί αργεί ο μπαμπάς;

-Δεν ξέρω. Κάνε υπομονή.

Το αγόρι σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να πιει ένα ποτήρι νερό. Αφήνοντας το ποτήρι στον πάγκο πρόσεξε το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα. Ο νους του πήγε σε εκείνα τα μεγάλα γιαπωνέζικα μαχαίρια που είχαν αγοράσει μερικούς μήνες πριν από την διαφήμιση στη τηλεόραση. Στην αρχή του φάνηκε κάτι σπουδαίο. Να δει τέτοια μαχαίρια από κοντά, με τόσο γυαλιστερή κι αιχμηρή λάμα, όπως των αληθινών σεφ. Στη διαφήμιση ένας σαμουράι πιστοποιούσε πως η λεπίδα των μαχαιριών είναι ακριβώς η ίδια με αυτή στο κατάνα του.

Κι έπειτα θυμήθηκε ποια πραγματικά ήταν η οικογένεια του. Τα κλειστά παράθυρα και τις τραβηγμένες κουρτίνες τους που δεν έλεγαν να ανοίξουν ποτέ. Την σιωπηλή ώρα του γεύματος όταν περίμενε χωρίς όρεξη πάνω από ένα πιάτο φαΐ ώσπου η μητέρα του να σπάσει την σιωπή λέγοντας κάτι αληθινά άσχημο και να τα αφήσουν όλα στη μέση. Ήταν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Το καταλάβαινε όταν επισκεπτόταν τα σπίτια των φίλων του. Από τα αστεία, από τις συζητήσεις, από τον τρόπο που οι άνθρωποι κοιτούσαν ο ένας τον άλλο. Πουθενά δεν είχε συναντήσει μια οικογένεια σαν τη δική τους .

Κι ήταν κι εκείνη η νύχτα που δεν άφηνε καθόλου περιθώριο για αμφιβολίες. Όταν είχε ξυπνήσει χαράματα από τις φωνές και τον ήχο του ασθενοφόρου. Βγήκε από το δωμάτιο κι είδε τη μαμά του να την σηκώνουν δύο άντρες, τυλιγμένη μέσα σε ένα λευκό ύφασμα. Το πρόσωπο της γυρνούσε με σπασμούς ενώ βογκούσε σαν από κάποιον αφόρητο πόνο. Προτού καν καλά καλά δει τι συμβαίνει ο πατέρας του τον τράβηξε από το χέρι κλείνοντας την πόρτα στη νύχτα που άναβε με το φως του ασθενοφόρου. Κι όμως είχε δει αρκετά.

Μάζεψαν τα ρούχα τους βιαστικά σε μια βαλίτσα γιατί έπρεπε να περάσουν το βράδυ στο εξοχικό. Το πρόσωπο του πατέρα έσταζε ιδρώτα. Η μαμά ήταν άρρωστη του εξήγησε. Θα έπρεπε να μείνει για μερικές μέρες στο γιατρό. Στο αμάξι οδηγούσε γρήγορα αποφεύγοντας να μιλήσει ψάχνοντας τον δρόμο κάτω από τους προβολείς. Έτρεχαν σαν κυνηγημένοι. Στο πίσω παράθυρο ξετυλίγονταν ένας δρόμος γεμάτος λάσπη και μεγάλες σκιές από δέντρα που θύμιζαν ψηλούς ανθρώπους. Σκηνές που τις είχε αγαπήσει στις ταινίες όμως στην αληθινή ζωή δεν ήταν τίποτα παραπάνω από φόβος κι ένας αφόρητος πόνος στο στομάχι.

Επέστρεψε τώρα στο σαλόνι μασουλώντας μια σοκολάτα. Η μητέρα του είχε ανάψει ένα τσιγάρο και ξεφυσούσε τον καπνό ψηλά στηρίζοντας τα μακριά της πόδια στο τραπέζι.

-Μαμά που είναι ο μπαμπάς;

-Δεν ξέρω. Να τον ρωτήσεις όταν έρθει, απάντησε εκείνη τινάζοντας το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο.

Υπάρχουνε στιγμές που ακούω έναν παράξενο ήχο. Έναν επαναλαμβανόμενο χτυπητό ήχο. Μοιάζει ίσως κάπως με τον ήχο ενός τρένου που πλησιάζει...μόνο που δεν είναι τόσο ξεκάθαρος...όπως όταν σκεπάζεις κάτι με ένα χοντρό ύφασμα. Βγαίνει μέσα από τους τοίχους, ψηλά από το ταβάνι και τις κουρτίνες -ένα χαλασμένο σήμα- που προαναγγέλλει κάτι κακό. Το σκέφτομαι συνέχεια. Κάτι κακό θα συμβεί. Έχω ρωτήσει την μαμά αν τον ακούει κι αυτή και μου έχει πει πως ναι αλλά να μην το πω σε κανένα. Όμως εγώ ξέρω. Ξέρω. Αυτός είναι ο ήχος ενός ΚΑΚΟΥ πνεύματος, όχι ενός ξένου πνεύματος ή ενός φαντάσματος όπως αυτών στα βιβλία αλλά ενός πνεύματος δικού μας. Της δικής μας αρρώστιας. Κάτι που στους φυσιολογικούς ανθρώπους είναι αθόρυβο και βρίσκεται κάτω από το σώμα τους, πίσω από την αναπνοή τους, όμως εμάς είναι εκεί έξω και φωνάζει.

Τίποτα δεν είναι φυσιολογικό στην οικογένεια μου. Ακόμα και τα κοστούμια του μπαμπά μου είναι αφύσικα τετράγωνα. Και το πρόσωπο του το ίδιο. Η κολόνια του θυμίζει τη μυρωδιά ενός θηρίου. Κάθε πρωί κρατώντας το χαρτοφύλακα κλείνει ανέκφραστος την πόρτα και μπαίνει στο τεράστιο αμάξι του για να πάει να βρει εκείνη την γυναίκα στο γραφείο. Και η μαμά αγουροξυπνημένη θα έρθει στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ και θα χτυπήσει με δύναμη τα συρτάρια με τα γυαλιστερά μαχαίρια...και τότε ο ήχος θα γίνει πιο δυνατός, πιο απειλητικός και θα προσπαθεί να με τρελάνει, να με αρρωστήσει όπως αυτούς. Με κυνηγάει σε κάθε μου κίνηση, από τη στιγμή που θα ντυθώ μέχρι που θα ανοίξω την εξώπορτα του σπιτιού και θα πάω στο σχολείο. Ένας πανικός που πλησιάζει.... ΝΤΟΥΚ ΝΤΟΥΚ ΝΤΟΥΚ... συνέχεια ώσπου επιτέλους να χτυπήσει το κουδούνι και να βρω τον εαυτό μου να κάθεται στο θρανίο στη τάξη.

Έπιασε το ακουστικό του τηλεφώνου. Είχε περάσει σχεδόν μια ώρα από τις έντεκα και αυτός δεν είχε δώσει ούτε ένα σημείο ζωής μόνο τους άφηνε να περιμένουν σαν ηλίθιοι. Πέρασε το χέρι της από τα μαλλιά της νευρικά και περίμενε να απαντήσει. Τίποτα. Και δεύτερη και τρίτη φορά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό. Το έκανε συνέχεια. Την αγνοούσε επιδεικτικά αργώντας αδικαιολόγητα από το γραφείο...ξεχνώντας τα ραντεβού τους, αποφεύγοντας να σηκώσει το τηλέφωνο. Κι αν τολμούσε να του πει τίποτα την είχε έτοιμη την απάντηση. Τι μιλάς τώρα εσύ. ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΗ. Και μάλιστα με χαρτί, υπονοώντας τη νύχτα που έσπασαν τα νεύρα της. Όχι στα ίσια. Αλλά με τις συνηθισμένες δικηγορίστικες ειρωνείες του. Με μισά χαμόγελα, και με εκείνη την κατευναστική χειρονομία του χεριού. 'ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΗ. Τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Απλά έτυχε να μπλέξω στη δουλειά.'

Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο και κάθισε στον καναπέ προσπαθώντας να ηρεμήσει. Σίγουρα το έκανε επίτηδες. Προσπαθούσε να την τρελάνει... Ήθελε να τσιρίξει, να ξεσπάσει, να πάει στην κουζίνα και να πιάσει ένα από εκείνα τα μαχαίρια και να ... Τι θα ωφελούσε όμως. Θα ήταν άδικο για το παιδί. Τι έφταιγε κι αυτό το έρμο...ΚΙ ΟΜΩΣ ΗΤΑΝ ΤΟ ΙΔΙΟ. Τα ίδια μάτια, τα ίδια χείλη, το ίδιο ειρωνικό ύφος όπως του πατέρα του. ΤΟΥ ΜΠΑΣΤΑΡΔΟΥ. Έκλεισε τα πόδια της σταυροπόδι και έπιασε ένα περιοδικό από τη στοίβα να διαβάσει.

-Μαμά πότε θα έρθει ο μπαμπάς;

-Δεν ξέρω..

-Ναι αλλά έχει αργήσει πολύ, δεν θα προλάβουμε να κάτσουμε αρκετά στη θάλασσα.

-Εντάξει αλλά τώρα βγάλε τον σκασμό, είπε και συνέχισε να γυρίζει τις σελίδες του περιοδικού εκνευρισμένη.

-μα...

-ΒΓΑΛΕ ΤΟΝ ΣΚΑΣΜΟ ΕΙΠΑ.


Είχαν περάσει αρκετές ώρες όταν το αμάξι του σταμάτησε στο γκαράζ. Μια ανθισμένη βουκαμβίλια κάλυπτε την πέργκολα ραίνοντας με μικρά ροζ λουλούδια το μικρό μονοπάτι της εισόδου. Ο άντρας βγήκε από το αμάξι βιαστικά κι άρχισε αμέσως να ισιώνει το ζαρωμένο παντελόνι του τινάζοντας και πατικώνοντας με τα χέρια το ύφασμα. Άραγε είχε κλείσει το φερμουάρ σκέφτηκε κι έψαξε στον κάβαλο. Η γραβάτα του κρέμονταν λυτή από το γιακά. Την έκανε ένα κουβάρι και την έχωσε στη τσέπη.

Άνοιξε την πόρτα χωρίς όρεξη και μπήκε στο σπίτι. Το απόλυτο σκοτάδι του θύμισε πως η γυναίκα του δεν ανοίγει ποτέ τις κουρτίνες. Πέταξε τα κλειδιά πάνω στο έπιπλο του χωλ εκνευρισμένος και προχώρησε μέσα προσπαθώντας να προσαρμόσει τα μάτια του στο λιγοστό φως. Βρήκε μάνα και γιο να κοιμούνται στον καναπέ και την τηλεόραση να παίζει μόνη της...μια παλιομοδίτικη ροκ μουσική ξεφώνιζε στα ηχεία και τεράστιες φιγούρες από σούπερ ήρωες χόρευαν στους τοίχους.

Ο μικρός έβαλε να δει κινούμενα σχέδια και τον πήρε ο ύπνος σκέφτηκε στραβώνοντας τα χείλη του...όπως πάντα. Και η μάνα του είχε φροντίσει να τελειώσει ένα ολόκληρο πακέτο τσιγάρα πριν καλά καλά μεσημεριάσει. Καλά τα πάμε. Και τότε πρόσεξε το μαγιό της μέσα από το φόρεμα. 'Να πάρει' σκέφτηκε, σήμερα ήταν που είχαν κανονίσει να πάνε στη θάλασσα. Πισωπάτησε να φύγει και σκόνταψε πάνω στις σαγιονάρες και τον αναπνευστήρα του μικρού. Τον σήκωσε σιχτιρίζοντας...ήταν σπασμένος.

Καμιά φορά απλά δεν θέλω να υπάρχω. Έτσι απλά. Ή έστω να φύγω. Θα ήθελα να είμαι όπως εκείνο το παιδί με τα λαγουδίσια δόντια στην τηλεόραση και να ταξιδεύω στο διάστημα. Χωρίς γονείς. Χωρίς ανθρώπους γύρω μου. Και μετά ξέρω πως αυτό δεν θα γίνει ποτέ και μου έρχεται να κλάψω. Και καμιά φορά το κάνω. Κλαίω στο κρεβάτι μόνος μου. Ασταμάτητα. Κλαίω τόσο πολύ και τόσο δυνατά μέχρι η καρδιά μου να σπάσει. Πεισμώνω και βάζω τα δυνατά μου να σπάσει.

Κι ύστερα σκέφτομαι τη μαμά μου. Με τα μαλλιά ανακατεμένα...το στόμα της ανοιγμένο στραβά, γεμάτο σάλιο... Και κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει τα βήματά της. Πλησιάζει, πλησιάζει, κρατώντας εκείνο το αστραφτερό μαχαίρι. Αργά αδέξια βήματα,...τα πόδια της πέφτουνε μπροστά, χωρίς συντονισμό καθώς πλησιάζει σε εκείνη την κλειστή πόρτα. Κι ακόμα και το σπαραχτικό κλάμα μου δεν το ακούει, παρότι φωνάζω με όλη μου την δύναμη. Μα ακόμα κι αν το ακούει δεν μοιάζει να έχει σημασία για αυτήν. Έχει αφοσιωθεί στη μία και μοναδική σκέψη της. Την έχει καταπιεί σαν ρουφήχτρα, της έχει αρπάξει το πρόσωπο και το δέρμα και το έχει στραγκίξει σε μια ζαρωμένη μάσκα. ΘΑΝΑΤΟΣ. ΘΑΝΑΤΟΣ. Μόνο αυτό μπορεί να σκεφτεί.


Δεν καταδέχτηκε να του κάνει σκηνή. Δεν υπήρχε και λόγος. Ήταν μια από αυτές τις στιγμές που ένιωθε αρκετά δυνατή για να έχει τις σκέψεις της σε τάξη. Θα το κανε για το παιδί. Είχανε τόσο καιρό να πάνε όλοι μαζί στην παραλία σαν φυσιολογική οικογένεια... Με ένα τρυφερό χάδι στα μαλλιά του προσπαθούσε τώρα να τον ξυπνήσει. 'Έλα αγγελούδι μου σήκω, θα πάμε με τον μπαμπά στη θάλασσα'. Τα βαμμένα νύχια της μέσα στα μαλλιά του κατέληγαν σε μια μισοφαγωμένη άκρη που θύμιζε την κοπέλα του γυμνασίου που ήταν κάποτε.

Κατά ένα περίεργο τρόπο παρέμενε η ηρωίδα που ήταν και τότε, μια μοιραία στάρλετ νεανικής σαπουνόπερας. Ίσως λίγο πιο δυστυχισμένη βέβαια. Δεν μπορούσε να βολέψει τα πόδια στο λίγο χώρο που άφηνε το σώμα του μικρού στον καναπέ. Σηκώθηκε κι έψαξε τα τσιγάρα της.

- Αντρέα, έχεις ένα τσιγάρο φώναξε προς την κρεβατοκάμαρα.

-Δεν νομίζεις πως κάπνισες αρκετά αγάπη μου.

-ΡΕ ΔΕΝ ΠΑΣ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΛΕΩ ΓΩ, φώναξε και το πρόσωπο της ζάρωσε.

Έβαλε την ψάθινη τσάντα με τις πετσέτες στον ώμο και τράβηξε κακήν κακώς τον μικρό απ το μπράτσο. 'ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΘΑ ΠΑΜΕ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΜΗΝ ΜΟΥ ΜΟΥΡΜΟΥΡΑΣ ΜΕΤΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΣΕ ΞΥΠΝΗΣΑ, ΑΚΟΥΣ; Στράβωσε τα φρύδια της πάνω του. ΔΕ ΘΑ ΜΕ ΤΡΕΛΑΝΕΤΕ ΟΥΤΕ ΕΣΥ, ΟΥΤΕ ΑΥΤΟΣ, είπε κι έδειξε τον πατέρα που περίμενε τώρα με μια μεγάλη πετσέτα θαλάσσης διπλωμένη στο χέρι στο χωλ.

Η παραλία από το σπίτι τους ήταν μισή ώρα με σαρανταπέντε λεπτά οδήγηση μέσω της παλιάς εθνικής οδού. Μια σειρά από ατελείωτα πεύκα και μερικές απαίσιες βλάχικες ταβέρνες πλαίσιωναν τις άκρες του δρόμου. 'Καλησπέραααα αγαπημένοι μου ακροατέεεες. Τι μου κάνετε;' ρώτησε η εκφωνήτρια γλυκανάλατα από το ηχείο. 'Για τις επόμενες δύο ωρούλες θα σας κρατήσω συντροφιά με τα πιο καυτά hit του καλοκαιριού!!! RELAX...φώναξε. RELAX AND LAY BACK. Ξεκινάμε με D JJJJJey Brit Di'. Το δυνατό beat άρχισε να χτυπάει στο ηχείο. Ο άντρας έβγαλε το χέρι απ' το παράθυρο και τίναξε το αναμμένο του τσιγάρο πατώντας το γκάζι. Για κάποιο λόγο αυτή η πιτσιρίκα στο ραδιόφωνο -την φανταζόταν να κάνει σπικάζ με τα πόδια ανοιχτά και το χέρι της πάνω στην κλειτορίδα- του είχε φτιάξει την διάθεση.

Ίσως να μην ήταν και πολύ ο εαυτός της τον τελευταίο καιρό σκέφτηκε στρέφοντας το πρόσωπο στο πλάι. Έπρεπε να βρει μια άκρη, να βάλει την λογική πάνω από το συναίσθημα. Της είχε μείνει λογική το ήξερε, απλά είχε κουραστει. Ξανασκέφτηκε πάλι πόσο πολύ έμοιαζε με την ελεεινή έφηβη που ήταν κάποτε. Ασταμάτητο κάπνισμα, φαγωμένα νύχια... Για όλα έφταιγε εκείνη η καταραμμένη νύχτα. Κάτι μέσα της τότε έσπασε. Απλά. Τόσο απλά. Δεν είχε τρελαθεί. Ήταν κάτι σαν καιρικό φαινόμενο. Μια δυνατή βροχή που ήρθε και τα έκανε όλα σκατά. Έφερε τα πάνω κάτω. Και μετά από αυτό ΔΕΝ ΓΙΝΟΤΑΝ πια να είναι αυτή που ήταν. Δεν γίνοταν να μην την νοιάζει.

Δεν μπορούσε να προσποιείται πια όπως παλιά πως ο άντρας της δεν είναι ο μαλάκας που είναι, πως οι φίλες της δεν είναι τα φίδια που είναι και πως αυτή η πόλη δεν ειναι το τριτοκοσμικό χανείο που είναι αλλά κάτι σαν τη Νέα Υόρκη επειδή έχει ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟΥΣ ΚΑΙ ΑΔΕΡΦΕΣ..ήταν γελοίο. Την έπιασαν τα γέλια. 'Μαρία είσαι στα καλά σου γιατί γελάς μόνη σου'. Όσο για αυτό το μαλακισμένο, -συνέχισε τις σκέψεις της αδιαφορώντας-, αυτό το μαλακισμένο με το αθώο γλυκό του προσωπάκι υπήρχανε στιγμές που...ναι...υπήρχανε στιγμές που θα προτιμούσε να μην τον είχε γεννήσει ποτέ. Και υπήρχαν κι άλλες στιγμές, όταν καταλάβαινε πως ότι έγινε έγινε πια, που είχε μια διάθεση σαδισμού απέναντι του, μια όρεξη να τον βασανίσει, να τον κάνει να ξεπληρώσει για τα χρόνια που της στέρησε.

Τα παιδιά είναι ευτυχία λένε, η μεγαλύτερη χαρά της ζωής. Πως μπορείς να πεις όχι σε ένα παιδί. Σκέφτηκε όλες εκείνες τις φωτογραφίες με τις λεχώνες στα περιοδικά, τις διαφημίσεις που τα παιδιά τρέχουν ευτυχισμένα στον κήπο επειδή πλένονται με το σωστό απορρυπαντικό ή επειδή η μάνα τους φόρεσε πιο απορροφητική σερβιέτα. ΧΑΧΑΧΑ. Πόσο ψυχοπαθείς Θέε μου. Όχι πως τον μισούσε τον γιο της. Το αντίθετο. Θα μπορούσε να ορκιστεί, θα έδινε το αίμα της. Τον λάτρευε. Όμως στο τέλος της ημέρας δεν έπαυε κι αυτός να είναι ένα κομμάτι -και μάλιστα πολύ μεγάλο- του ίδιου συρφετού, της ίδιας ανοησίας.

-Αντρέα σταμάτα.

-τι;

-σταμάτα το αμάξι εδώ, θέλω να κατέβω.

-είσαι σοβαρή;

-ΑΚΟΥΣΕΣ ΤΙ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ Ε;

-Μαμά τι έπαθες; ρώτησε ο μικρός κλαίγοντας

-ΣΤΑΜΑΤΑ ΚΙ ΕΣΥ. ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΚΛΑΙΣ. ΑΝΤΡΕΑ ΕΙΠΑ ΣΤΑΜΑΤΑ.

-άιντε παράτα μας.

-ΣΤΑΜΑΤΑ ΡΕ. ΘΑ ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΣΩ ΟΛΟΥΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ

-μαμά μου σε παρακαλώ, σε παρακαλώ

Το πρόσωπο του είχε γεμίσει δάκρυα.

-μαμά μου σε παρακαλώ

-ΣΚΑΣΕ. ΣΚΑΣΕ. ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ.

Άρχισε να τραβάει το χερούλι της πόρτας όμως την είχε προλάβει. Οι ασφάλειες ήταν κλειδωμένες.

-ΣΤΑΜΑΤΑ ΣΟΥ ΛΕΩ ΤΩΡΑ. ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΦΥΓΩ.

Οι λέξεις έγδερναν μέσα της, ξεφώνιζαν σαν σειρήνες.

-ΑΝΟΙΞΕΕΕ

Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έκανε στην άκρη και άναψε τα αλάρμ.

-Μαρία.

-Αντρέα σε παρακαλώ, άνοιξε να μου φύγω

-Μην φεύγεις μαμά, σε αγαπώ.

Έβαζε όλη την δύναμη της να ανοίξει το χερούλι. Ο άντρας καταλάβαινε πως δεν θα βγαζε άκρη. Δεν γινόταν αλλιώς. Ανέβασε τις ασφάλειες και η πόρτα τινάχτηκε στο δρόμο. Έφυγε, έξαλλη, όσο πιο γρήγορα μπορούσε χωρίς να πει ούτε λέξη, ακολουθώντας το ρείθρο της εθνικής οδού.

Επέστρεψαν στο σπίτι ώρες μετά όταν πιο το φως της ημέρας είχε πέσει εντελώς. Ένα ένα είδαν τα φώτα των δρόμων να ανάβουν και τους εαυτούς τους να ακολουθούνε μια ατελείωτη σειρά από αμάξια στην εθνική μέχρι την πόλη. Στο σπίτι προσπάθησαν να τσιμπήσουν κάτι όμως δεν κατέβαινε τίποτα. Και γιος και πατέρας παρέμεναν σιωπηλοί μην βρίσκοντας καμιά λύση στο πρόβλημα. Ανησυχούσαν. Δεν ήξεραν που μπορεί να είχε πάει. Σε όσες φίλες της κι αν τηλεφώνησαν είπαν πως δεν την είχαν δει και παρότι γύρισαν αρκετές ώρες με το αμάξι στους δρόμους ήταν παντού άφαντη.

Ο πατέρας έδεσε τα χέρια πίσω στο σβέρκο και προσπάθησε να συμμαζέψει τις σκέψεις του. Ίσως τα πράγματα να μην ήταν και τόσο τραγικά. Ίσως αυτή τη στιγμή να ήταν μέσα σε κάποιο ταξί και να κοίταζε έξω ταξιδεύοντας στον κόσμο της όπως πάντα. Ίσως να είχε κανονίσει να πάει σε κάποια θεατρική παράσταση ή στο σινεμά. Την φαντάστηκε στο σταθμό του τρένου. Και τότε σκέφτηκε κάποιον να την έχει βάλει στο μάτι και να πηγαίνει ξωπίσω της. Και αυτή τι θα κανε; Την είχε ικανή για όλα, ιδίως τον τελευταίο καιρό. Ίσως τώρα που αυτοί περίμεναν εκεί κοντεύοντας να σκάσουν αυτή να βρισκ'όταν σε κάποιο θλιβερό φτηνό ξενοδοχείο. Με εκείνο το βαθύ κάθισμα με τα μακριά πόδια της πάνω σε ένα πέος. Ακόμα κι έτσι όμως δεν ζήλευε. Δεν τον ένοιαζε. Ούτε στο απειροελάχιστο. Όμως κάπου εκεί μέσα του, βαθιά, φοβόταν πως με αυτά και με αυτά είχε αρχίσει να την ερωτεύεται ξανά. Έτσι φαινόταν. Κι ήταν τόσο γέρος για τέτοιες ανοησίες. Θα τον σκότωνε...κι αν δεν τον σκότωνε θα του στερούσε την μοναδική χαρά που του είχε απομείνει στη ζωή. Να πηδάει εκείνη την βρωμίτσα απ' το γραφείο. Χωρίς πολλά πολλά.

Έβαλε το παιδί για ύπνο κι έκλεισε τα φώτα παριστάνοντας πως όλα θα είναι εντάξει. Και μετά στο δωμάτιο ξεντύθηκε και δίπλωσε τα ρούχα του όπως κάθε φορά...φόρεσε τις πιτζάμες...έσβησε το πορτατίφ. Κι ύστερα τράβηξε το σεντόνι πάνω του με την συνηθισμένη δυσθυμία που είχε πάντα όταν έπεφτε στο κρεβάτι. Και τότε του καρφώθηκε στο μυαλό. Ίσως η Μαρία να παθε κάτι. Την είχε απωθήσει αυτή την σκέψη με νύχια και με δόντια όμως τώρα που δεν ήταν ο γιος του εκεί εμφανιζόταν ξανά πιο επιτακτική. Φοβόταν. Φοβόταν πολύ και την αγαπούσε. Το τετράγωνο πρόσωπο του άρχισε να σπάει.

Προσπάθησε να ηρεμήσει. Έπρεπε να ηρεμήσει. Παραλογιζόταν. Έπιασε μια εφημερίδα να διαβάσει. Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙ ΝΕΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ. Κι άπο κάτω κάποιος γελοίος αρθρογράφος να τον λιβανίζει. Ούτε το μισό δεν κατάφερε να τελειώσει. Σκέφτηκε πάλι την γυναίκα του μ' εκείνο τον άγνωστο. Κι ύστερα τη σκέφτηκε σκοτωμένη κάτω από μια γέφυρα ή σε ένα συρμό να έχει κάνει αυτό που του ορκίστηκε αμέτρητες φορές πάνω στους καβγάδες τους. Ένα ρυάκι αίμα να κυλάει στο στόμα της. 'Η Μαρία να μην υπάρχει. Τέλος. Να μην την ξαναδώ, να μην την ξανανιώσω ποτέ' σκέφτηκε με τρόμο. Γύρισε στο μαξιλάρι. Του είχε σωθεί η αναπνοή.

Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να αλλάζω μυαλά. Μην με ρωτήσεις γιατί, πως, απλά το νιώθω. Δεν είμαι αυτός που ήμουν. Ίσως να μεγαλώνω αν και δεν νομίζω πως είναι αυτό. Είναι κάτι πιο δυνατό. Είναι μια σκέψη που καιρό τώρα γυρνούσε στο μυαλό μου όμως εχθές το βράδυ πήρε σάρκα και οστά. Κατάφερα πια με το ατελείωτο πεισματικό μου κλάμα να μου σπάσω την καρδιά. Και ξαφνικά όλα έδεσαν μεταξύ τους, απέκτησαν νόημα.

Αυτό που ονόμαζα ΚΑΚΟ δεν το φοβάμαι πια. Ούτε το θάνατο. Μάλιστα όσο αφορά το δεύτερο νομίζω πως είναι μια ευλογία για τους ανθρώπους. Δεν μιλάω με συναισθηματισμό. Δεν προσπαθώ να κάνω κανένα να με λυπηθεί ή να θεωρήσει πως ότι συμβαίνει στη ζωή μου με έχει επηρεάσει αρνητικά. Ναι, η οικογένεια μου είναι διαφορετική. Ναι, η μαμά μου είναι ένας αληθινός τρόμος και μια συμφορά. Όμως τίποτα από αυτά δεν βάρυνε στην απόφαση μου. Το μόνο που έκανα ήταν να ακολουθήσω επιτέλους εκείνο τον ήχο...εκείνο τον φοβερό γδούπο κάτω από το δέρμα του κόσμου που εμένα μου αποκαλύφθηκε, από μικρό παιδί. Καιρό προσπάθησα να τον αποφύγω. Είναι αλήθεια πως με τρόμαζε. Δεν ήθελα να δω τη μοίρα μου κατάματα. Ήθελα να είμαι ένας από τους πολλούς με μια ευχάριστη ζωή χωρίς μπελάδες με μια ευτυχισμένη οικογένεια που τρώει δημητριακά και πάει εκδρομές με τον σκύλο. Με εμπόδιζε η ευαίσθητη καρδιά...

Τώρα όμως την έσπασα! Κλαίγοντας υπομονετικά και δυνατά την έσπασα σε χίλια κομμάτια. Και δεν με κρατά τίποτα πια. Οι πολλοί και οι συνήθειες τους είναι απέναντι μου. Και οι ζωές τους μοιάζουν πια θλιβερές κι ασήμαντες. Το πνεύμα, το ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΚΟ πνεύμα διάλεξε εμένα για να εκπληρώσω τους σκοπούς του. ΧΑ!

Όλα επιτέλους μπήκανε στη θέση τους. Το σκοτάδι, οι βρισιές, τα μαχαίρια. Αααα...ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΓΥΑΛΙΣΤΕΡΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ. Άλλοτε όλα αυτά τα θεωρούσα τρομαχτικά ή έστω...μικρές θλιβερές όψεις της πραγματικότητας... τώρα όμως ξέρω. Τα πάντα με προετοίμαζαν για αυτό τον προορισμό. Για αυτό τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσω κι είναι αποκλειστικά και μόνο φτιαγμένος για μένα. Τον δικό μου, καταδικό μου δρόμο από ΑΙΜΑ.

Έφτασε στο σπίτι πολύ αργά, τα ξημερώματα. Καθόλου κουράγιο δεν της είχε μείνει. Τόσο περπάτημα, τόση περιπλάνηση. Τα πόδια της υποφέραν, τα ρούχα της μύριζαν. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα χωρίς να δώσει πολύ σημασία στο μεγάλο φεγγάρι που έφεγγε πίσω της. Έφεγγε δυνατά πάνω στα ζουμπούλια και στα γιασεμιά και όταν άνοιξε την πόρτα το φως του πέρασε απρόσκλητο και μέσα στο σπίτι. Μια μεγάλη λουρίδα φως που ξεκινούσε από το χωλ στο διάδρομο μέχρι και το υπνοδωμάτιο του μικρού. Περπάτησε αργά, έσυρε τα βήματά της χωρίς συντονισμό από την κούραση πλησιάζοντας την κλειστή πόρτα του υπνοδωμάτιου.

Πήγε να χτυπήσει...όμως κοντοστάθηκε. Δεν ήθελε να τον ξυπνήσει. Ας του το κάνε σαν έκπληξη όπως όταν του βάζανε το βράδυ κρυφά τα δώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κατέβασε το πόμολο αργά, προσεχτικά να μην κάνει θόρυβο και πέρασε. Το παιδί κοιμόταν ήσυχο κάτω από το μόμπιλε με τα αεροπλανάκια του φωτιστικού. Ένα δροσερό αεράκι από το παράθυρο χτυπούσε πάνω στα φτερά τους και τους έδινε μια απόκοσμη ώθηση. Το κορμάκι του ίσα ίσα που έπιανε το μισό κρεβάτι. Άπλωσε το χέρι της να αγγίξει το πρόσωπο του... Ψυχή μου σκέφτηκε είσαι το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου.

Έσκυψε πάνω του αργά κι έφερε τα χείλη της στα δικά του. 'Σε λατρεύω να το ξέρεις, να το θυμάσαι πάντα' ψιθύρισε και πέρασε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά του...Σηκώθηκε κοιτάζοντας τον εκστασιασμένη και άφησε το δωμάτιο κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της. Η κούραση την είχε αποτελειώσει. Στην κρεβατοκάμαρα ξεντύθηκε γρήγορα. Δεν άντεχε άλλο. Είχαν συμβεί τόσα πολλά απόψε. Σήκωσε το σεντόνι και στριμώχτηκε κοντά στο σώμα του άντρα της.

'Αντρέα γύρισα' είπε ακουμπώντας το κεφάλι στο στήθος του. Κι ύστερα έσπρωξε το χέρι της τολμηρά ανάμεσα στα πόδια του. Ντρεπόταν για αυτό, ήταν σαν μια παραδοχή ήττας, αλλά της είχε λείψει.

Το πρωί ξύπνησε με πολύ καλύτερα κέφια από ότι συνήθως. Τεντώθηκε με ένα χασμουρητό ρίχνοντας το πρόσωπό της μέσα στο πρωινό φως. Ένιωθε υπέροχα. 'Αυτό μου έλειπε λοιπόν;' σκέφτηκε. Ο π... του; και την έπιασαν τα γέλια. Ο άντρας της δεν ήταν δίπλα της -κάτι που είχε συνηθίσει- αλλά δεν την ένοιαζε κιόλας. Έριξε την μεταξωτή ρόμπα πάνω της -αυτή που της είχε αγοράσει στο Παρίσι- και προχώρησε στην κουζίνα να φτιάξει έναν καφέ.

-Τι κάνεις εσύ εδώ; ρώτησε έκπληκτη βρίσκοντας τον στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν πήγες δουλειά;

-Όχι, μωρό μου, πήρα κι ακύρωσα όλα τα ραντεβού. Ήθελα να είμαστε μαζί. Σου έφτιαξα και καφέ, είπε καταβροχθίζοντας μια μεγάλη φέτα ψωμί με βούτυρο. Ξέρεις κάτι;

-Τι;

-Σε λατρεύω.

-Κι εγώ μωρό μου, του απάντησε αυτή και πλησίασε να ρουφήξει τα χείλη του που ήταν πασαλειμένα με βούτυρο.

-Πωπω. Πεθαίνω της πείνας. Άφησες τίποτα;

-Ναι έχει ψωμί στον πάγκο. Κόψε μόνη σου όμως βαριέμαι.

-Γουρούνι.

Έκανε μια γκριμάτσα προσποιητής κακίας δείχνοντας τα δόντια του κι ύστερα σηκώθηκε και πήρε θέση κοντά της στον πάγκο της κουζίνας. Στα χέρια του κρατούσε το φλυτζάνι του καφέ.

-Ο μικρός; ρώτησε εκείνη ανοίγοντας το ντουλάπι.

-Πήγε βόλτα με τους φίλους του...Μαρία;

-Τι;

-Μου είπε κάτι παλαβά πριν φύγει.

-Σαν τι;

-Πως από σήμερα λέει είναι άλλος άνθρωπος. Πως είναι πολύ ευτυχισμένος και πως είναι η σπουδαιότερη μέρα της ζωής του.

-Σου εξήγησε γιατί;

-Όχι πολλά. Μόνο πως βρίσκεται σε ειδική αποστολή. Κάτι τέτοιο. Μαλακίες που βλέπει στα καρτούν.

- Ίσως πρέπει να του τα κόψουμε. Θα βγει βλαμμένο. Ρε συ Αντρέα;.

-Τι;

-Θυμάσαι εκείνα τα μαχαίρια που είχαμε αγοράσει από την τηλεόραση;

-Ποια τα Σογκούν;

-Ναί.

- Με τη λάμα του Σαμουράι. Ε τι συμβαίνει με αυτά;

-Έχουν εξαφανιστεί.