Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Το μυστήριο του Δημήτρη Ροζάκου (μέρος δεύτερο)

Την γνώρισα σε ένα γάμο την ώρα της λειτουργίας. Φορούσε ένα λεπτό φόρεμα και όπως όλες οι φίλες της νύφης της είχαν δέσει δυο λευκά λουλούδια στα μαλλιά. Είχε αφόρητη ζέστη την ώρα του γάμου. Ήμουνα μούσκεμα και κόκκινος κι ένιωθα γελοίος. Το πουκάμισο μου είχε χάσει την ισιάδα του τελείως. Και το πρόσωπο μου έσταζε ασταμάτητα, όπως το πρόσωπο ενός ανθρώπου που δουλεύει στο χωράφι κάτω από τον ήλιο ενώ το μόνο που έκανα ήταν να στέκομαι ακίνητος και να ακούω τους ψαλτάδες. 'Θέλεις ένα μαντηλάκι να σκουπιστείς;' με ρώτησε. Την κοίταξα χωρίς να απαντήσω και πηρα το χαρτί από τα χέρια της.

Μερικές μέρες αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο μου κι ήταν εκείνη που το είχε ζητήσει από έναν κοινό γνωστό. Με είχε συμπαθήσει, της είχα φανεί χαριτωμένος. Βγήκαμε ραντεβού. Ομολογώ πως σε αντίθεση με αυτή, στην εκκλησία δεν την είχα προσέξει και τόσο. Ίσως να φταίει που μέσα στους ναούς βρίσκομαι πάντοτε σε κατάσταση συναγερμού με όλες αυτές τις αναμμένες φωτιές και τον καπνό και τους πιστούς που σπρώχνουν γύρω μου. Τώρα όμως στον ουδέτερο χώρο την ερωτεύτηκα κι εγώ.

Σύντομα μετακόμισε στο σπίτι μου. Ο πατέρας μόλις είχε βγει στην σύνταξη και αποφάσισε να αφοσιωθεί στα αγροτικά και να μείνει στο χωριό. Καταλάβαινα τότε πως με κάποιο τρόπο περνούσα το κατώφλι της νεανικής μου ζωής. Ωρίμαζα. Τα επίπεδα αυτοταπείνωσης βρίσκονταν σε ιστορικό χαμηλό. Είχα σταματήσει τις δουλειές του ποδαριού και δούλευα σε ένα τουριστικό γραφείο. Δεν ήμουν κι επιμελητής στην Arden όμως τουλάχιστον έκανα εξάσκηση στα αγγλικά...

Όσο για τον Δημήτρη Ροζάκο και το μυστήριο του θανάτου του και το ακόμα μεγαλύτερο μυστήριο της ύπαρξης του φρόντιζα να το φυλλάξω μέσα μου και να μην αναφερθώ ποτέ ξανά σε αυτό. Μυστήρια πράγματα, όπως είπα, συμβαίνουν σε όσους πίνουν. Εγώ όμως δεν έπινα πια.

Ήμουν φυσικά βέβαιος πως δεν ήμουν τρελός. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να πιστέψω  πως είχε στηθεί εις βάρος μου κάποια φοβερή πλεκτάνη από τους συναδέλφους της μονάδας. Από την άλλη και τα γεγονότα ήταν εκεί. Αποφάσισα πως όπως είπε  κι ο Άμλετ στον Οράτιο 'γεμάτος είναι ο ουρανός κι η γη από πράματα που η φιλοσοφία σου, ούτε στο όνειρο της μπορεί να δει'.

Το είδα το όλο πράγμα σαν ένα παιχνίδι της μοίρας και των συμπτώσεων, ένα τρελό κι απίστευτο blackjack πάνω σε πρόσωπα και καταστάσεις. Και εν πάσει περιπτώσει είχα βρει την ησυχία μου. Ποιός ο λόγος να τα ανακατεύω τώρα που ήμουνα καλά;

Ουδόλως θα ασχολιόμουν με το θέμα ξανά. Παρά τις νεανικές μου παρεκκλίσεις ουδέποτε υπήρξα άνθρωπος που να έλκεται από παραδοξότητες και μεταφυσικά γεγονότα. Όμως με το πέρασμα του χρόνου κι ενώ εγώ κι η Ε. είχαμε μια πολύ ισορροπημένη σχέση και η ζωή μου είχε μπει σε απόλυτη τάξη, έκαναν την εμφάνιση τους μερικά πολύ ενοχλητικά γεγονότα.

Στην αρχή ήταν το τηλέφωνο που χτυπούσε σε ακατάλληλες ώρες και παραδόξως μόνο όταν ήμουν μόνος μου στο σπίτι. Ακόμα και πριν σηκώσω το ακουστικό είχα ένα κακό προαίσθημα. Μα και ο ήχος του κουδουνίσματος ήταν κάπως διαφορετικός. Υπερβολικά καθαρός και σίγουρα ειρωνικός στον τόνο του. Τις λίγες φορές που πρόλαβα να το σηκώσω φυσικά δεν μου απάντησε κανείς.

Κι ύστερα ήρθαν οι τρίχες. Εμείς στο σπίτι δεν είχαμε κατοικίδια. Ούτε βέβαια ήμασταν από την φύση μας καθόλου τριχωτοί. Όμως οι τρίχες φύτρωναν σαν από το πουθενά. Πρώτα είδαμε το σιφόνι του ντους να φράζει. Παρακάλεσα την Ευαγγελία να προσέχει στο λούσιμο όμως εκείνη μου είπε πως δεν είχε ποτέ της πρόβλημα τριχόπτωσης και πως εν πάσει περιπτώσει όλο αυτό ήταν πολύ προσβλητικό για εκείνη. 'Άλλωστε αυτές οι τρίχες είναι κόκκινες, δεν είναι δικές μου' μου είπε χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι.

Ύστερα άρχισαν να εμφανίζονται και σε άλλα σημεία, όπως στο πιάτο με το φαγητό ή ακόμα και πάνω στο δέρμα μας ... κόκκινες, σκληρές τρίχες σαν από βούρτσα ή από κάποιο ζώο που δεν είχαμε γνωρίσει ποτέ.

Το χειρότερο βέβαια ήταν πως έβλεπα αλλαγές στην συμπεριφορά μου που με ξένιζαν. Γινόμουν ολοένα και πιο ευέξαπτος και ήμουν ακραία συναισθηματικός. Έκλαιγα με το παραμικρό και αρκούσε η θέα ενός μικρού παιδιού στο δρόμο ή ενός όμορφου τοπίου για να με ρίξει ψυχολογικά και να με κάνει να σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα.

Σε ένα τραπέζι με συναδέλφους της Ευαγγελίας -μια περίεργη φάρα παχύσαρκων ανθρωποειδών- άφησα τα μαχαιροπήρουνα στο πιάτο κι άρχισα να κλαίω γοερά γιατί είχε πανσέληνο και ήταν Αύγουστος  και ο κόσμος, όπως τους είπα, μου φαινόταν 'απελπιστικά κακός'.

 Οι πρώτες συνέπειες της κυκλοθυμίας μου εμφανίστηκαν και στο κρεβάτι. Υπήρχαν φορές που έδινα ρέστα με τις σεξουαλικές μου επιδόσεις οδηγώντας την Ευαγγελία σε πολλαπλούς οργασμούς για τους οποίους με ευχαριστούσε αποκαλώντας με τον καλύτερο εραστή που είχε γνωρίσει ποτέ. Όσο κι αν επέμενα πως δεν είχα κάνει τίποτα διαφορετικό εκείνη γελούσε πονηρά και μου έλεγε πως δεν χρειάζεται να είμαι τόσο σεμνός.



Τις περισσότερες φορές όμως μου φαινόταν πως το σεξ ήταν κάτι που ήταν πολύ δύσκολο να το διαχειριστώ. Μια κατάσταση μη φυσιολογική στην οποία συμμετείχα κάνοντας αδέξιες νευρικές κινήσεις. Γυμνός ένιωθα ένας κλόοουν. Όταν η Ευαγγελία άπλωνε το χέρι να με αγγίξει γυρνούσα πλευρό και υποκρινόμουν πως κοιμάμαι. Και κάπως έτσι φτάσαμε στο πρώτο τελεσίγραφο. 'Αρκετά' μου είπε. 'Θέλω έναν αληθινό άνδρα. Ή τέλος πάντων κάποιον που να μπορεί να με @#$@'.

Η απειλή του να χάσω την Ευαγγελία δεν βοήθησε καθόλου στην βελτίωση της διάθεσης μου. Πήγαινα στη δουλειά έχοντας μούτρα. Μιλούσα στο τηλέφωνο με τους πελάτες χωρίς κέφι ... μια συμπεριφορά που θεωρήθηκε από το αφεντικό μου ένα καλό σημάδι. Έβαλες πια επιτέλους μυαλό' μου έλεγε και με χτυπούσε γελώντας τρανταχτά στην πλάτη. Ουδόλως γνώριζε πως το μυαλό μου σύντομα επρόκειτο να χαθεί για τα καλά.

Θυμάμαι ήταν μια υπέροχη φθινοπωρινή μέρα. Ένας δροσερός άνεμος σουλατσάριζε στο δρόμο όμως είχε μείνει και κάτι από τον πυρετό του καλοκαιριού. Έβγαινα κατηφής μόλις από την τράπεζα κρατώντας έναν πελώριο φάκελο γεμάτο χαρτιά όταν άκουσα κάποιον να μου σφυρίζει. Έψαξα γύρω μου στον πανικό των διερχόμενων αυτοκινήτων αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω από που ερχόταν. Και τότε τον είδα. Ήταν ο Δημήτρης Ροζάκος που με κοιτούσε μέσα από μια παλιά Ford Taurus. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως είχε σταθμεύσει παράνομα. Είχε καβαλήσει την ράμπα μπροστά στο πεζοδρόμιο κλείνοντας την διέλευση και των πεζών και των αυτοκινήτων. Όμως αυτό δεν έμοιαζε να τον νοιάζει. Ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε με το χαμόγελο του.

to be continued

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου