Θυμάμαι
τα κυριακάτικα δείπνα πολύ καλά διότι
ήταν ίσως από τα πιο έντονα γεγονότα
της παιδικής μου ζωής. Πέραν τούτου
βέβαια εκείνα τα δείπνα λάμβαναν χώρα
πάντοτε στο σπίτι της γιαγιάς ένα
αρχοντικό στριμωγμένο κάτω από
μια πελώρια γέρικη μουριά που στην
αυλή της είχε κάνει το λημέρι του ένας φουντωτός γάτος. Τις ώρες που
οι άλλοι συζητούσαν ή παρακολουθούσαν
το κυριακάτικο ματς στην τηλεόραση εγώ
περίμενα στην αυλή ξαπλωμένος σε ένα
πάνινο ανάκλιντρο με τον γάτο στην
αγκαλιά μου να γουργουρίζει και το
πελώριο δέντρο να αφήνει με μαγικό τρόπο
τον ήλιο να ακτινοβολεί γύρω μου μέσα
από τα φύλλα.
Το
φαγητό ήταν βέβαια πάντοτε σχεδόν το
ίδιο. Ελάχιστες ήταν οι παραλλαγές.
Κάποιο κομμάτι κρέας ψητό στο φούρνο
μαζί με πατάτες. Και για επιδόρπιο θα
τρώγαμε το παγωτό της γιαγιάς το οποίο
έφτιαχνε μέσα σε μια παράξενη μηχανή η
οποία έμπαινε μαζί με το καλώδιο στον
καταψύκτη. Το παγωτό εκείνο είχε ένα
πολύ απαλό άρωμα λεμονιού και την έντονη
μυρωδιά του γάλατος. Καμιά φορά θα το
έφτιαχνε και με κακάο. Τρώγαμε τις
περισσότερες φορές σιωπηλά όχι επειδή
ακολουθούσαμε κάποιο πρωτόκολλο καλής
συμπεριφοράς αλλά περισσότερο γιατί
για τον ένα ή τον άλλο λόγο ήμασταν είτε
θυμωμένοι ή απλά παγερά ψυχροί ο ένας
απέναντι στον άλλο.
Μιλάμε
βέβαια για την προϊστορία της οικογένειας.
Γιατί αυτή η παράδοση του κυριακάτικου
δείπνου είναι κάτι που έχει πια παρέλθει.
Χάθηκε με την έλευση της ιδιωτικής
τηλεόρασης και την επικράτηση των
μοντέρνων ηθών. Τότε όμως τα πράγματα
ήταν διαφορετικά. Το κυριακάτικο δείπνο
ήταν λίγο έως πολύ υποχρεωτικό. Αυτό
σήμαινε πως θα έπρεπε να μάθεις να
παίρνεις την μπουκιά σου κάτω είτε είχες
είτε δεν είχες όρεξη να φας. Σαν μια
κουταλιά με δηλητήριο.
Λίγο
έως πολύ όλοι μας είχαμε γερό στομάχι.
Με μισά χαμόγελα, με μπόλικο νερό ή κρασί
για τους μεγαλύτερους το φαγητό θα το τρώγαμε. Μόνο ο θείος Δημήτρης είχε πρόβλημα
να φάει το δικό του. Για αυτό και είχα
βγάλει το συμπέρασμα πως ήταν από όλους
μας ο πιο ευαίσθητος. Άλλωστε δεν άνηκε
στο δικό μας σόι. Ήταν ο σύζυγος της
θείας, επαγγελματίας ζωγράφος, τον οποίον
από όσο μπορούσα να θυμηθώ δεν είχα δει
ποτέ να ζωγραφίζει ή να έχει έναν πίνακα
να δείξει πέρα από το τρομαχτικό πορτρέτο
της θείας το οποίο είχαν στολισμένο
στον προθάλαμο του σπιτιού τους. Σε
εκείνο το πορτρέτο το πρόσωπο της θείας
ήταν πιο λευκό από το αληθινό, τα μάτια
πιο μικρά, μοχθηρά, η δε μύτη λίγο
πιο μεγάλη και σουβλερή. Μέχρι σήμερα
μου είναι αδύνατο να βγάλω ένα ασφαλές
συμπέρασμα για τους λόγους που το
πορτρέτο της θείας απείχε τόσο από την
πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν αυτό οφειλόταν
στην κακοτεχνία του θείου ή αν
αυτή η ανομοιότητα ήταν σκόπιμη.
Σε
κάθε περίπτωση ο θείος κρατούσε
τα χαρτιά του κλειστά. Δεν μιλούσε σχεδόν
ποτέ και ακουμπούσε με δυσκολία το
φαγητό στο πιάτο. Δεν τον αδικώ. Άραγε
μπορούσε να κάνει και αλλιώς; Ήταν ξένος.
Δεν γνώριζε τα δικά μας έθιμα και τις
συνήθειες. Εμείς είχαμε γεννηθεί στο μίσος
και την ίντριγκα. Είχαμε μεγαλώσει με τις
τρομαχτικές απειλές, με τα χτυπήματα
των χεριών στο τραπέζι, με απόπειρες
αυτοκτονίας, με ανεξήγητους θανάτους
που σχετίζονταν με κληρονομικά ζητήματα.
Τι γνώριζε αυτός για όλα αυτά; Αυτός
ήταν ένα απλό παιδί του χωριού. Μέχρι να παντρευτεί ζούσε στον αγρό μαζί με την χοντρή μητέρα του η οποία τον είχε
κανακέψει σαν μονάκριβος που ήταν.
Άλλωστε από μικρός της έλεγαν πως το
παιδί ήταν πιο έξυπνο από το φυσιολογικό.
Ζωγράφιζε μάλιστα από την παιδική ηλικία
σαν μεγάλος. Ίσως υπό μίαν έννοια ο θείος Δημήτρης ήταν ένας πρίγκηπας.
Τον
πρώτο καιρό του γάμου με την θεία τον
θυμάμαι να κρατάει το ποτήρι με το κρασί
και να πίνει χαμογελώντας επιτηδευμένα.
Ήταν ο τρόπος του να αντέχει. Τον είχαμε
θεωρήσει τότε 'έξω καρδιά' άνθρωπο και
του την επικροτούσαμε αυτή την συνήθεια.
Δεν είχαμε εμείς τέτοιους στην οικογένεια
μας. Θυμάμαι με τι αρχοντιά το κρατούσε
το ποτήρι. Πάντοτε κόκκινο σαν το αίμα. Όμως η ευαισθησία του δεν
το άντεχε να τον θεωρούμε πότη. Ίσως να
ερμήνευσε και κάποια αστεία του πατέρα
με λάθος τρόπο.
Μία φορά ο θείος σήκωσε το χέρι απαγορευτικά
στην μητέρα που πήγε να τον σερβίρει.
Δεν ήπιε ούτε γουλιά. Μα 'οίνος ευφραίνει
καρδίαν' του είπε ο πατέρας. Όμως εκείνος
ήταν ανένδοτος. Ύστερα άρχισε να απέχει
και από το φαγητό. Παλαιότερα θα έτρωγε
-έστω μετρημένα- δυο τρεις μπουκιές.
Όμως μια μέρα μας είπε πως έχει δύσκολο
στομάχι και πως δεν αντέχει τα κρεατικά.
Ο δυστυχής ίσως να πίστευε πως όλα αυτά
θα είχαν κάποια συνέπεια στην δική μας
όρεξη. Αλίμονο. Τρώγαμε πάντα με την ίδια
διάθεση αγνοώντας τις παραξενιές
του θείου.
Στο τέλος πια μην έχοντας
άλλο όπλο, μας είπε πως το φαγητό μας
του φέρνει αναγούλα. Ήταν από τις
τελευταίες φορές που εμφανίστηκε στα
κυριακάτικα μας δείπνα. Από τότε σταμάτησε
να έρχεται κι άφησε την θεία να ψάχνει
εξηγήσεις για να τον δικαιολογήσει.
Ουδόλως βέβαια επηρεαστήκαμε από την
απουσία του.
Ο
θείος. Ο πρίγκηπας! Τι ανάποδος
άνθρωπος. Θυμάμαι μια φορά που με είδε
να κάθομαι με τον γάτο στην
αυλή. Τον είχα σφίξει στην αγκαλιά μου
και γουργούριζε δυνατά σαν μεθυσμένος.
'Στην αυλή της μητέρας μου' μου είπε τότε
ο θείος με πολύ σκοτεινό ύφος 'είχα κι
εγώ ένα γάτο που τον φρόντιζα και τον
τάιζα. Του είχα αδυναμία. Μια μέρα ήρθε κρατώντας ένα νεκρό καναρίνι
στο στόμα. Το άφησε στα πόδια
μου. Κι από τότε τους σιχάθηκα.' Δεν του
απάντησα. Μόνο συνέχισα να χαϊδεύω το
κεφάλι του ζώου που τώρα με κοιτούσε κατάματα. Μέχρι τότε το αγαπούσα μόνο για την φουντωτή γούνα
και το γλυκό γουργούρισμα. Όμως
ύστερα από εκείνη την κουβέντα του θείου τον είδα με άλλο μάτι. Τον θαύμασα, για την κακή του, την αρπαχτική του
καρδιά που δεν θα λυπόταν το μικρό
ανυπεράσπιστο καναρίνι. Όπως και η δική
μου.