Όπως με όλα τα σονέτα του Σέξπηρ με την πρώτη ανάγνωση δεν κατάλαβα πολλά. Πιο σωστά δεν τα κατάλαβα όλα. Όμως αισθάνθηκα την δύναμη του. Την αφοπλιστική ειλικρίνεια του που δεν ταίριαζε με κανενός ποιητή που είχα διαβάσει μέχρι τότε.
ίσως το πιο τρελό λογοπαίγνιο στην ιστορία της λογοτεχνίας. will = και william shakespeare και θέληση και πέος και βέβαια το γραμματικό 'θα'
My love swears that she is made of truth,
I do believe her, though i know she lies.
Αργότερα σε κάποια πανεπιστημιακή διάλεξη θα μάθαινα πια κι επίσημα πως ο Σέξπηρ ανέτρεψε όλες τις φόρμες του Σονέτου όπως τις είχε καθιερώσει ο Πετράρχης ο οποίος στόλιζε τη μούσα του με ένα σωρό υπερβολές και ψέμματα. Η Λάουρα του Πετράρχη ήταν αγνή, το δέρμα της ήταν αλαβάστρινο και στα μάτια της φώτιζε ο ήλιος.
Ο Σέξπηρ ήταν άνθρωπος της πιάτσας. Το ψωμί του δεν το έβγαζε αποκλειστικά και μόνο, όπως οι περισσότεροι διανοούμενοι ακόμα και στις μέρες μας, επαινώντας τους κώλους των ευγενών. Τα θέατρα του Λονδίνου ήταν κτισμένα ας πούμε στις κακόφημες γειτονιές της πόλης. Κοντά στα πορνεία και τα χαμαιτυπεία. Άσε που και οι θεατράνθρωποι ήταν οι περισσότεροι μπουμπούκια. Απατεώνες, παιδεραστές, και φτωχοδιάβολοι κάθε είδους. Η θεατρική τέχνη ήταν μια ημιπαράνομη κατάσταση, στις παρυφές της ηθικής και της ίδιας της πόλης.
Ο παραλληλισμός με το ρεμπέτικο δεν θα ήταν καθόλου άστοχος. Τις δεκαετίες του 50 και του 60 η αστυνομία έβγαζε απαγορευτικές εγκυκλίους για τα μπουζουκοτράγουδα και οι χρονικογράφοι των εφημερίδων ωρύονταν για την πρόστυχη μουσική των χασικλήδων που τόσο πολύ είχε λατρέψει το κολωνάκι.
Κάτι τέτοιο συνέβαινε και με το αναγεννησιακό αγγλικό θέατρο. Οι τοπικές αρχές εξέδιδαν το ένα μετά το άλλο τα απαγορευτικά διατάγματα -το επάγγελμα του ηθοποιού θεωρούνταν παράνομο όπως ας πούμε η αγυρτεία-, οι πουριτανοί pamphleteers -συγγραφείς ηθοπλαστικών φυλλαδίων- βροντούσαν για την ηθική κατάπτωση και την φιληδονία του θεάτρου, όμως όλοι οι ευγενείς συντηρούσαν και πατρονάριζαν ηθοποιούς.
Πρέπει όμως να σημειώσουμε πως μπορεί το θέατρο να είχε ανάγκη και να έχαιρε της εύνοιας της αριστοκρατίας, όμως το πολύ χρήμα έβγαινε από το φτηνό εισιτήριο, του πολύ κόσμου που γέμιζε την κάτω πλατεία και γιουχάιζε ή επευφημούσε τους ηθοποιούς περίπου όπως οι οπαδοί μιας ποδοσφαιρικής ομάδας.
Στα σονέτα του ο Σέξπηρ μας δίνει μια ωραία εικόνα αυτού του κόσμου της αγγλικής αναγέννησης και της 'βιομηχανίας' του θεάτρου. Σονέτα αφιερωμένα σε κάποιον νεαρό ευγενή με παραινέσεις να μπει στο σωστό δρόμο και να παντρευτεί. Ανταγωνισμοί με άλλους ποιητές και υπονοούμενα και τα τελευταία τριάντα περίπου σονέτα αφιερωμένα σε μια γυναίκα αμφιβόλου ηθικής που ο ποιητής δεν κουράζεται να μας θυμίζει πως πηγαίνει με τον ένα και με τον άλλο, πως πίνει, και πως τα μαλλιά της, σε αντίθεση με τα πρότυπα ομορφιάς της εποχής είναι κατάμαυρα σαν κόρδες. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από την Λάουρα του Πετράρχη. Α! και κάτι άλλο. Ο Σέξπηρ στα σονέτα του αυτά μιλάει για το πέος του και για πέη άλλων ανδρών. Όχι υπερρεαλιστικά ή κωμικά, ειλικρινώς. Ο William και ο will -πέος- του.
Μπείτε στη θέση μου λοιπόν, όταν εγώ μικρό παιδί ακόμα, αθώο, ήρθα σε επαφή με αυτό το πνεύμα, με αυτό το τόσο ελεύθερο πνεύμα που έλεγε τα πράγματα με το όνομα τους και η ποίηση του ήταν το αποκορύφωμα του αγγλικού wit σε συνδυασμό με ένα ακατέργαστο αντρικό πάθος. Πως να μην μαγευτώ, πως να μην παρασυρθώ. Ο καημένος ο Καβάφης όταν έλεγε πως ίσως μια μέρα οι άνθρωποι να μπορέσουν να πουν για πράγματα που η σεμνοτυφία της εποχής δεν του επέτρεπε να μιλήσει δεν είχε υπόψη του αυτά τα σονέτα, αφού τον 19ο αιώνα οι κριτικοί τα αποκήρυσσαν ως κάλπικα και έπρεπε να περάσουν αρκετές δεκαετίες, αν δεν κάνω λάθος μεταπολεμικά, για να μπούν στον σεξπηρικό κανόνα.
Will will fulfill the treasure of thy love,
Ay fill it full with wills, and my will one;
ίσως το πιο τρελό λογοπαίγνιο στην ιστορία της λογοτεχνίας. will = και william shakespeare και θέληση και πέος και βέβαια το γραμματικό 'θα'
Προσέξτε το θέμα δεν είναι πως μιλάει για το πέος του. Σιγά το πράγμα. Πορνογραφήματα υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Η ουσία είναι πως εντάσσει την σεξουαλικότητα του στην εξομολόγηση του. Η ποιητική του ειλικρίνεια, το ξεδίπλωμα της 'ψυχής' του είναι μια σχεδόν κυνική καταγραφή της ανθρώπινης συνθήκης και πως θα μπορούσε να λείπει το πέος από αυτήν. Ο Σέξπηρ είναι υλιστής όσο κανένας άλλος στον σύγχρονο κόσμο. Μόνο οι παγανιστές ποιητές του παλιού καιρού επέδειξαν την ίδια ειλικρίνεια. Και βέβαια αυτό δεν είναι τυχαίο. Η αγγλική αναγέννηση λάτρεψε την 'κλασσική' λατινική φιλολογία. Ο Μάρλοου είχε μεταφράσει τις πιπεράτες ελεγείες του Οβίδιου λίγα χρόνια πριν. Αλλά το θάρρος του Σέξπηρ, η τόλμη του να εμπλακεί προσωπικά σε αυτό το παιχνίδι, και να μείνει ανεπηρέαστος από κάθε λογοτεχνική ή ηθική εξιδανίκευση είναι απαράμιλλη.
Έτσι διαμόρφωσα το γούστο μου για μια αιχμηρή κι ευθαρσή γραφή. Για αυτό και δεν μπορώ ας πούμε να διαβάσω τα ερωτικά του Ελύτη. Δυσανασχετώ. Όλες αυτές οι υπερβολές και τα φτιασιδώματα και το μπίρι μπίρι για μια γκόμενα, όπως ο Πετράρχης...μου φαίνεται πως στη θέση της θρησκείας βάζει μια γυναίκα και στο τέλος τέλος προσκυνάει μόνος του και την γυναίκα την έχει ξεχάσει.
Οι άνθρωποι -και οι γυναίκες άνθρωποι είναι- είμαστε φτιαγμένοι κι από άσχημα πράγματα. Όχι μόνο από όμορφα. Η θνητότητα μας είναι αποκαρδιωτική. Το ξέρω. Το ότι το σώμα μας έχει ατέλειες, το ότι γερνάει, το ότι μυρίζει. Άσχημα πράγματα. Μας θυμίζουν πως είμαστε πεπερασμένοι. Θλιβερά. Κι όλοι οι εραστές θα πούμε ψέμματα και υπερβολές για να μην κακοκαρδίσουμε ο ένας τον άλλο.
Όταν όμως ξεγυμνώνεσαι όλα αυτά τα ψέμματα αποκαλύπτονται. Κι ο γέρος δε μπορεί να κρύψει την κατάντια του κι η βρωμίτσα η μικρή δύσκολα θα προσποιηθεί την τίμια. Όλοι εκεί είμαστε αυτό που είμαστε. Αυτή είναι η ομορφιά του σαρκικού έρωτα. Και σαν πλαγιάζουμε ενωμένοι στο κρεβάτι...αν βέβαια υπάρχει η καλή θέληση -good will- κι η όρεξη, όλα στο τέλος είναι εντάξει κι η ζωή μοιάζει υποφερτή, αν όχι όμορφη, για αυτό που είναι. Και μόνο.
Therefore Ι lie with her, and she with me,
And in our faults by lies we flattered be
lie = λέω ψέμματα και ξαπλώνω αλλά και το lies στο δεύτερο στίχο σημαίνει και τα δύο και ψέμματα και ξαπλώματα, δηλαδή ερωτικές συνευρέσεις.
lie = λέω ψέμματα και ξαπλώνω αλλά και το lies στο δεύτερο στίχο σημαίνει και τα δύο και ψέμματα και ξαπλώματα, δηλαδή ερωτικές συνευρέσεις.
SONNET 138
When my love swears that she is made of truth
I do believe her, though I know she lies,
That she might think me some untutor'd youth,
Unlearned in the world's false subtleties.
Thus vainly thinking that she thinks me young,
Although she knows my days are past the best,
Simply I credit her false speaking tongue:
On both sides thus is simple truth suppress'd.
But wherefore says she not she is unjust?
And wherefore say not I that I am old?
O, love's best habit is in seeming trust,
And age in love loves not to have years told:
Therefore I lie with her and she with me,
And in our faults by lies we flatter'd be.
I do believe her, though I know she lies,
That she might think me some untutor'd youth,
Unlearned in the world's false subtleties.
Thus vainly thinking that she thinks me young,
Although she knows my days are past the best,
Simply I credit her false speaking tongue:
On both sides thus is simple truth suppress'd.
But wherefore says she not she is unjust?
And wherefore say not I that I am old?
O, love's best habit is in seeming trust,
And age in love loves not to have years told:
Therefore I lie with her and she with me,
And in our faults by lies we flatter'd be.
SONNET 136
If thy soul cheque thee that I come so near,
Swear to thy blind soul that I was thy 'Will,'
And will, thy soul knows, is admitted there;
Thus far for love my love-suit, sweet, fulfil.
'Will' will fulfil the treasure of thy love,
Ay, fill it full with wills, and my will one.
In things of great receipt with ease we prove
Among a number one is reckon'd none:
Then in the number let me pass untold,
Though in thy stores' account I one must be;
For nothing hold me, so it please thee hold
That nothing me, a something sweet to thee:
Make but my name thy love, and love that still,
And then thou lovest me, for my name is 'Will.'
Swear to thy blind soul that I was thy 'Will,'
And will, thy soul knows, is admitted there;
Thus far for love my love-suit, sweet, fulfil.
'Will' will fulfil the treasure of thy love,
Ay, fill it full with wills, and my will one.
In things of great receipt with ease we prove
Among a number one is reckon'd none:
Then in the number let me pass untold,
Though in thy stores' account I one must be;
For nothing hold me, so it please thee hold
That nothing me, a something sweet to thee:
Make but my name thy love, and love that still,
And then thou lovest me, for my name is 'Will.'