Το πλαίσιο των μυθιστορημάτων του Γιάννη Μαρή είναι η Ελλάδα της δεκαετίας του '50. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα που προσπαθεί να φτιάξει την δημοκρατία της με απίστευτες πολιτικές ακροβασίες. Κομματικά υπολείμματα κάθε προέλευσης. Μεταξικοί, κεντρώοι, σοσιαλδημοκράτες, λαϊκοί δεξιοί αγωνίζονται να μοιράσουν την πίτα της νίκης του εμφυλίου, όχι τόσο από ιδεολογική πεποίθηση, αλλά περισσότερο για να βάλουν πρώτοι χέρι στα χρήματα του αμερικανικού πακέτου στήριξης Μάρσαλ.
Το αμερικάνικο χρήμα είναι πράγματι άφθονο. Η Ελλάδα ανοικοδομείται και η παλιά γερασμένη αστική τάξη ανανεώνεται και πληθαίνει με τους εργολάβους να τσιμεντοποιούν κακήν κακώς με την μέθοδο της αντιπαροχής την επικράτεια. Αστική τάξη...τέλος πάντων. Τα πάρτι στο Κολωνάκι δίνουν και παίρνουν και εθνικό μας ποτό γίνεται το ουίσκι. Εν τω μεταξύ ένα κομμάτι του κόσμου τα έχει χαμένα. Μεταναστεύει, δουλεύει σκληρά,ή απλά ριμάζει στα ξερονήσια.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γράφει ο Μαρής και δημιουργεί τον περίφημο αστυνόμο Μπέκα του. Τι υπέροχος ήρωας! Μικροαστός ως τα μπούνια. Κοντόχοντρος, με ένα υποδόριο μίσος για οτιδήποτε εξεζητημένο και μοντέρνο. Ο άνθρωπος που η διασκέδαση του αρχίζει και τελειώνει με ένα νόστιμο πιάτο από τα χέρια της γυναίκας του και κανένα φιλμ στο σινεμά. Ούτε γκαλερί, ούτε φιλοσοφίες και λογοτεχνίες...αλλά τον Βάρναλη, όπως περιγράφει ο Μαρής...τον έχει ακουστά. Να είναι άραγε τυχαία αυτή η αναφορά στον Βάρναλη;
Διαβάζεις τις ιστορίες του αστυνόμου Μπέκα και γαντζώνεσαι αρχικά από το μυστήριο του εγκλήματος. Θέλεις να βρεις κι εσύ τη λύση. Καθώς όμως οι σελίδες γυρίζουν πιάνεις τον εαυτό σου να παρασύρεται σε μια αριστουργηματική καταγραφή, κι εν πολλοίς κριτική των ηθών της αστικής τάξης της δεκαετίας του '50. Ο άχαρος αστυνομικός σαρώνει με τα κυνικά βλέμματα του και τις αιχμηρές ατάκες του όλους αυτούς τους ήρωες των σαλονιών. Λιμοκοντόροι με σμόκιν, κυρίες εκπάγλου καλλονής, τζιγκολό της κακιάς ώρας, αθλητές με τις πανάκριβες κούρσες τους...κανένας δεν του ξεφεύγει.
Δεν ξέρω αν αυτή η παραπομπή στον Βάρναλη έγινε συνειδητά. Πάντως σίγουρα ο Μπέκας τον έχει αυτό τον σαρκασμό που έχει κι ο Βάρναλης στα ποιήματά του. Ένας σαρκασμός που η βάση του είναι ηθολογική κι όχι πολιτική. Ένας σαρκασμός μικροαστικός. Σε πολλούς θα ξένιζε, ίσως και σε μένα. Δεν θα γλιτώσει από τον Μπέκα -ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα-, όπως και από τον Βάρναλη-διαβάστε τον μονόλογο του Μώμου- ούτε ο ομοφυλόφιλος, ούτε ο αγαπητικός μιας πόρνης. Μην νομίζετε δηλαδή πως τα γράφω αυτά για να πω πως ο Μπέκας είναι κανένα σύμβολο της επανάστασης. Τουναντίον.
Ο αστυνομικός αυτός είναι ένας άνθρωπος σαν κι εμάς. Κι η διασκέδαση που μας προσφέρει είναι κοινή. Για να περάσει η ώρα και να χαζέψουμε κάπως με φθόνο τις βρομιές και τα αίσχη των τότε πλουσίων. Άλλωστε εκείνη η εποχή της Ελλάδας της αβέβαιης πολιτικής κατάστασης, των διωγμών των αντιφρονούντων και του παρασιτισμού των ψευτοαστών που πλούτιζαν αναλαμβάνοντας δημόσια έργα και καταβροχθίζοντας τα δάνεια...έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Το αμερικάνικο χρήμα είναι πράγματι άφθονο. Η Ελλάδα ανοικοδομείται και η παλιά γερασμένη αστική τάξη ανανεώνεται και πληθαίνει με τους εργολάβους να τσιμεντοποιούν κακήν κακώς με την μέθοδο της αντιπαροχής την επικράτεια. Αστική τάξη...τέλος πάντων. Τα πάρτι στο Κολωνάκι δίνουν και παίρνουν και εθνικό μας ποτό γίνεται το ουίσκι. Εν τω μεταξύ ένα κομμάτι του κόσμου τα έχει χαμένα. Μεταναστεύει, δουλεύει σκληρά,ή απλά ριμάζει στα ξερονήσια.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γράφει ο Μαρής και δημιουργεί τον περίφημο αστυνόμο Μπέκα του. Τι υπέροχος ήρωας! Μικροαστός ως τα μπούνια. Κοντόχοντρος, με ένα υποδόριο μίσος για οτιδήποτε εξεζητημένο και μοντέρνο. Ο άνθρωπος που η διασκέδαση του αρχίζει και τελειώνει με ένα νόστιμο πιάτο από τα χέρια της γυναίκας του και κανένα φιλμ στο σινεμά. Ούτε γκαλερί, ούτε φιλοσοφίες και λογοτεχνίες...αλλά τον Βάρναλη, όπως περιγράφει ο Μαρής...τον έχει ακουστά. Να είναι άραγε τυχαία αυτή η αναφορά στον Βάρναλη;
Διαβάζεις τις ιστορίες του αστυνόμου Μπέκα και γαντζώνεσαι αρχικά από το μυστήριο του εγκλήματος. Θέλεις να βρεις κι εσύ τη λύση. Καθώς όμως οι σελίδες γυρίζουν πιάνεις τον εαυτό σου να παρασύρεται σε μια αριστουργηματική καταγραφή, κι εν πολλοίς κριτική των ηθών της αστικής τάξης της δεκαετίας του '50. Ο άχαρος αστυνομικός σαρώνει με τα κυνικά βλέμματα του και τις αιχμηρές ατάκες του όλους αυτούς τους ήρωες των σαλονιών. Λιμοκοντόροι με σμόκιν, κυρίες εκπάγλου καλλονής, τζιγκολό της κακιάς ώρας, αθλητές με τις πανάκριβες κούρσες τους...κανένας δεν του ξεφεύγει.
Δεν ξέρω αν αυτή η παραπομπή στον Βάρναλη έγινε συνειδητά. Πάντως σίγουρα ο Μπέκας τον έχει αυτό τον σαρκασμό που έχει κι ο Βάρναλης στα ποιήματά του. Ένας σαρκασμός που η βάση του είναι ηθολογική κι όχι πολιτική. Ένας σαρκασμός μικροαστικός. Σε πολλούς θα ξένιζε, ίσως και σε μένα. Δεν θα γλιτώσει από τον Μπέκα -ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα-, όπως και από τον Βάρναλη-διαβάστε τον μονόλογο του Μώμου- ούτε ο ομοφυλόφιλος, ούτε ο αγαπητικός μιας πόρνης. Μην νομίζετε δηλαδή πως τα γράφω αυτά για να πω πως ο Μπέκας είναι κανένα σύμβολο της επανάστασης. Τουναντίον.
Ο αστυνομικός αυτός είναι ένας άνθρωπος σαν κι εμάς. Κι η διασκέδαση που μας προσφέρει είναι κοινή. Για να περάσει η ώρα και να χαζέψουμε κάπως με φθόνο τις βρομιές και τα αίσχη των τότε πλουσίων. Άλλωστε εκείνη η εποχή της Ελλάδας της αβέβαιης πολιτικής κατάστασης, των διωγμών των αντιφρονούντων και του παρασιτισμού των ψευτοαστών που πλούτιζαν αναλαμβάνοντας δημόσια έργα και καταβροχθίζοντας τα δάνεια...έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου