Κάποτε συνάντησα μια μάγισσα. Ακούγεται τραβηγμένο αλλά είναι αλήθεια. Την γνώρισα με σάρκα και οστά σε μια απόμερη πάμπ του δυτικού Λονδίνου. Ένας ξεθωριασμένος μεσήλικας ένα βήμα πριν την κίρρωση του ήπατος χτυπούσε τα μπλουζ σε μια κιθάρα κι εκείνη χόρευε στη μέση της πίστας λες και δεν υπήρχε κανένας γύρω της περιστρέφοντας τα κατάμαυρα ίσια μαλλιά της.
Δεν ξέρω πως και που με εντόπισε εκεί που καθόμουν στην άκρη του μαγαζιού. Με πλεύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Μου κράτησε τα χέρια σφιχτά. Ήταν γριά, σίγουρα πάνω από 50 κι εγώ το πολύ 20. Κι ύστερα ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό μου. 'Αγάπη μου' μου είπε 'τι σκατά φοβάσαι στη ζωή σου;'.
Σε λίγο χορέυαμε μαζί στο κέντρο της πίστας κι ένιωθα κι εγώ πως ήμασταν μόνοι μας στον κόσμο. Γυρνούσαμε γύρω γύρω κι ο τύπος με την κιθάρα συνέχιζε να παίζει τα μπλουζ με τα δυο κατακόκκινα πρησμένα μάγουλα του να στάζουνε ιδρώτα.
Αργότερα στο σπίτι της στρίψαμε τσιγάρα. Είχε μια ολόκληρη σακούλα γεμάτη χόρτο. 'Το πήρα απ' τους αράπηδες' μου είπε 'είναι πρώτο πράγμα'. Κι ύστερα μου έδειξε τα άλμπουμ της με τις φωτογραφίες της κόρης της και της εγγονής της. Και μετά χορέψαμε και πάλι και γυρίσαμε γύρω γύρω όπως ο δίσκος στο πικάπ της.
Δεν είχε ούτε ψηλό καπέλο, ούτε μαύρο πανωφόρι, ούτε μακριά γαμψά νύχια...κι όμως ήταν μάγισσα. Μια αληθινή μάγισσα.
Το πρωί όταν ξύπνησα την βρήκα να ψαχουλεύει το σώμα μου με τα ζαρωμένα χέρια της. Κάτω από τα ρούχα, στο στήθος μου, ανάμεσα στα πόδια μου... Κι εκείνη γυμνή από την μέση και πάνω με τα δυο μαραμένα στήθη της, γεμάτα σημάδια.
Έφυγα τρέχοντας. Για πότε πετάχτηκα στο διάδρομο της πολυκατοικίας κι ύστερα στο δρόμο, στο βροχερό Λονδίνο. Τα γέλια της αντηχούσαν εφιαλτικά στο κεφάλι μου. Κι εκείνη η ερώτηση...'αγάπη μου τι σκατά φοβάσαι στη ζωή σου;΄. Θυμάμαι να κατεβαίνω πανικόβλητος τα σκαλιά του ηλεκτρικού, μέσα στο πλήθος, και να προσεύχομαι κάποια μέρα να την κάψουν στην πυρά.
Δεν ξέρω πως και που με εντόπισε εκεί που καθόμουν στην άκρη του μαγαζιού. Με πλεύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Μου κράτησε τα χέρια σφιχτά. Ήταν γριά, σίγουρα πάνω από 50 κι εγώ το πολύ 20. Κι ύστερα ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό μου. 'Αγάπη μου' μου είπε 'τι σκατά φοβάσαι στη ζωή σου;'.
Σε λίγο χορέυαμε μαζί στο κέντρο της πίστας κι ένιωθα κι εγώ πως ήμασταν μόνοι μας στον κόσμο. Γυρνούσαμε γύρω γύρω κι ο τύπος με την κιθάρα συνέχιζε να παίζει τα μπλουζ με τα δυο κατακόκκινα πρησμένα μάγουλα του να στάζουνε ιδρώτα.
Αργότερα στο σπίτι της στρίψαμε τσιγάρα. Είχε μια ολόκληρη σακούλα γεμάτη χόρτο. 'Το πήρα απ' τους αράπηδες' μου είπε 'είναι πρώτο πράγμα'. Κι ύστερα μου έδειξε τα άλμπουμ της με τις φωτογραφίες της κόρης της και της εγγονής της. Και μετά χορέψαμε και πάλι και γυρίσαμε γύρω γύρω όπως ο δίσκος στο πικάπ της.
Δεν είχε ούτε ψηλό καπέλο, ούτε μαύρο πανωφόρι, ούτε μακριά γαμψά νύχια...κι όμως ήταν μάγισσα. Μια αληθινή μάγισσα.
Το πρωί όταν ξύπνησα την βρήκα να ψαχουλεύει το σώμα μου με τα ζαρωμένα χέρια της. Κάτω από τα ρούχα, στο στήθος μου, ανάμεσα στα πόδια μου... Κι εκείνη γυμνή από την μέση και πάνω με τα δυο μαραμένα στήθη της, γεμάτα σημάδια.
Έφυγα τρέχοντας. Για πότε πετάχτηκα στο διάδρομο της πολυκατοικίας κι ύστερα στο δρόμο, στο βροχερό Λονδίνο. Τα γέλια της αντηχούσαν εφιαλτικά στο κεφάλι μου. Κι εκείνη η ερώτηση...'αγάπη μου τι σκατά φοβάσαι στη ζωή σου;΄. Θυμάμαι να κατεβαίνω πανικόβλητος τα σκαλιά του ηλεκτρικού, μέσα στο πλήθος, και να προσεύχομαι κάποια μέρα να την κάψουν στην πυρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου