Η αρχική ιδέα ήταν να γίνω δικηγόρος. Το γραφείο του πατέρα ήταν εκεί. Το ίδιο και οι πελάτες του και κάποια στιγμή θα τους κληρονομούσα. Μου άρεσε η ιδέα. Ήθελα κι εγώ να κλείνομαι μόνος μου σε ένα γραφείο και να μιλάω εμπιστευτικά με γέρους ξενοδόχους ή κυρίες που ήθελαν επειγόντως διαζύγιο...
Αυτή ήταν η αρχική ιδέα. Δυο εβδομάδες στη σχολή και είχα βαρεθεί τόσο πολύ που θα μπορούσα να κρεμαστώ. Μπορεί και απλά να ήμουν και ηλίθιος. Δεν ξέρω. Πάντως δεν καταλάβαινα τίποτα από νομολογίες ή trust. Είδα την μικρή ταμπέλα staff needed for the kitchen, μπήκα μέσα κι έκανα αίτηση.
Ήταν ένα χαριτωμένο μαγαζάκι, με μικρά ξύλινα τραπέζια. Άνηκε σε έναν κοντό μεξικανό γύρω στα τριάντα που μιλούσε σπαστά αγγλικά και φορούσε μονίμως τζιν με πουκάμισο και γραβάτα. 'I do tis for m famili my friend'. Αυτή ήταν η ατάκα του.
Ποτέ μου δεν τον συμπάθησα. Ήταν ένας κακός και μικρόψυχος άνθρωπος. Για κάποιο λόγο όμως συμπάθησε αυτός εμένα. Κανονικά είχαμε δικαίωμα μόνο για ένα απλό μπέργκερ για κολατσιό όμως εμένα με έπαιρνε κρυφά στο γραφείο και μου έδινε έξτρα εντσιλάδας και σφηνάκια τεκίλα. Έτρωγα τις εντσιλάδας και ρουφούσα τα σφηνάκια και του ξερνούσα όλα τα μυστικά και τα κουτσομπολιά για τους υπόλοιπους στο μαγαζί.
mate i don trust d british. they re iδiots. they do it for the drugs and the sex i do it for m famili, μου έλεγε και συμφωνούσα.
Για κάποιο λόγο η μεγάλη αντιπάθεια του κοντού ήταν ο Τζόναθαν. Ένα ψηλό παιδί, με φακίδες που σπούδαζε ηθοποιός. Εντάξει δεν μπορώ να πω πως ήταν και ο πιο εργατικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Εφτά στις δέκα ήταν λιώμα στα τσιγαριλίκια και συνήθως του έπαιρνε διπλή ώρα να τελειώσει το πλύσιμο από ότι τους υπόλοιπους. Μερικές φορές έπαιζε και ποδόσφαιρο με τα καραμελωμένα κρεμμύδια. Τα έριχνε στο πάτωμα και τα έσερνε με τα αθλητικά του παπούτσια. Ας πούμε πως ο Τζόναθαν ήταν κάπως ηλίθιος. Όμως είχε χρυσή καρδιά.
Η δουλειά ήταν εξοντωτική. Θυμάμαι τα Σαββατοκύριακα να τελειώνουμε την βάρδια μας μετά τις 3. Μια τεράστια στοίβα από μεταλλικά πιάτα για τορτίγιες στράγγιζε δίπλα στον πάγκο. Κλείναμε τα φώτα και βγαίναμε στο κρύο. Το αφεντικό έμπαινε στο Βόλβο του κι εμείς πηγαίναμε σπίτι με τα πόδια.
Μου άρεσαν εκείνες οι νύχτες. Δεν είχα καμιά επιθυμία για το οτιδήποτε. Μου αρκούσε να περπατώ και να ακούω τους άλλους να μιλάνε αγγλικά. Άκουγα και έβλεπα την ανάσα μου στο κρύο και πολλές φορές άναβα κι ένα τσιγάρο και το ξεφυσούσα για να μην έχω απολύτως τίποτα να πω.
Ήταν κάπου εκείνη την εποχή όταν ο Τζόναθαν τα φτιαξε με την εκθαμβωτική μπαργούμαν από το εστιατόριο. Μια Σουηδέζα με σκουλαρίκι στη γλώσσα. Ήταν μια πολύ συμπαθητική κοπέλα και αρκετά έξυπνη και όλοι συμφωνήσαμε πως ήταν κάπως αταίριαστοι με τον Τζόναθαν. Θα ερωτεύτηκε την χρυσή του την καρδιά, λέγαμε. Κι ήμασταν χαρούμενοι με αυτή την ρομαντική ιστορία. Όλοι μας εκτός από τον κοντό.
-Wat is this chick doin wit d idiot? με ρωτούσε
-I donno sir
Είχε λυσσάξει. Έμπαινε στο μπαρ και χτυπούσε τα ντουλάπια. Ερχόταν στην κουζίνα τις πιο απίστευτες ώρες κι έκανε επιθεώρηση καθαριότητας. Έσερνε το δάχτυλο κάτω από τους πάγκους και τσίριζε. Dis is not clean mate. NOT CLEAN. Κι ύστερα φορούσε μια παρδαλή μπαντάνα στο κεφάλι κι έπλυνε κι αυτός μαζί μας ή βοηθούσε τους ψήστες στη σχάρα.
I do this for mi famili mate έλεγε και σκούπιζε τα πιάτα.
Η κατάσταση ήταν εκνευριστική. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Τα πόδια μου είχαν παραλύσει από την κούραση και τα χέρια μου είχαν παραμορφωθεί από το πολύ πλύσιμο . Είχα αρχίσει να έχω δεύτερες σκέψεις για την καριέρα μου στη λάντζα. Όχι πως ήθελα να γίνω δικηγόρος. Αλλά...
Όλα τα ρεπό μου τα περνούσα στη δημόσια βιβλιοθήκη. Διάβαζα αχόρταγα και φιλοσοφούσα για τα βάσανα της εργατικής τάξης από την οποία θεωρούσα πως ήμουν περαστικός όπως και από εκείνη την γκρίζα μουλιασμένη κωλοχώρα. Φιλοσοφούσα και τα ρούχα μου μύριζαν τηγανιτές φαχίτες. Ευτυχώς δεν ήμουν σαν κι αυτούς σκεφτόμουν. Ο φαλακρός μεσογειακός μπαμπάς μου, την τελευταία στιγμή, θα με ξελάσπωνε απ' το βούρκο. Σε μερικά χρόνια θα οδηγούσα την BMW του και θα φορούσα μαύρα γυαλιά και θα πηδούσα μία από αυτές τις πελάτισσες του που θέλουν επειγόντως διαζύγιο. Ή τις κόρες τους τέλος πάντων.
Μια μέρα με πήρε ο Τζόναθαν εμπιστευτικά στην άκρη. Φίλε μου λέει δεν αντέχω άλλο, ο Μεξικανός έχει κανονίσει τις βάρδιες έτσι ώστε να μην βρισκόμαστε ποτέ με την Λίζα. Θα μπορούσες να έρθεις στην βάρδια μου κι εγώ μετά στην δική σου; Θα μπορούσα.
Λίγες μέρες μετά σαπούνιζα με μισή καρδιά τα πιάτα στη θέση του Τζόναθαν όταν μπήκε ο Μεξικανός μέσα στην κουζίνα.
Mate we gotta talk.
Τα μάτια του είχαν γυρίσει ανάποδα. Στο γραφείο μου ζήτησε ευγενικά να καθίσω κι έβγαλε δυο σφηνοπότηρα από το συρτάρι. Τα γέμισε με τεκίλα.
mate why are YOU here today?
Προσπάθησα να του εξηγήσω. Πως τα παιδιά είναι ζευγάρι, πως εγώ δεν είχα τίποτα να χάσω, πως είναι γιορτινές μέρες και κάτι τέτοια. Ρούφηξα την τεκίλα μου.
The bastard is taking advantage of you, don't you see. I call him NOW τσίριξε και σήκωσε το τηλέφωνο.
Με τα χίλια ζόρια τον βρήκε και του είπε να τσακιστεί να έρθει στο μαγαζί και να κάνει την βάρδια του όπως του την είχε κανονίσει εξαρχής. Σηκώθηκα κι έφυγα από το γραφείο.
Ήταν η τελευταία φορά που τους είδα. Ότι λεφτά είχα μαζέψει τα ξόδεψα για να πάω στο Λονδίνο. Είδα του κόσμου τα μιούζικαλ, περπάτησα ασταμάτητα στους δρόμους. Α! Ήταν τα Χριστούγεννα των ονείρων μου. Μόνος μου μέσα σε αυτούς τους ατελείωτους γιορτινούς δρόμους να σκέφτομαι και να φιλοσοφώ για την ζωή και τα βάσανα της εργατικής τάξης.
Να φιλοσοφώ ... για την BMW του μπαμπά μου και τις γυναίκες που ήθελαν απεγνωσμένα διαζύγιο... ενόσω ο Τζόναθαν θα έπλενε τα πιάτα της δικής μου βάρδιας.
Αυτή ήταν η αρχική ιδέα. Δυο εβδομάδες στη σχολή και είχα βαρεθεί τόσο πολύ που θα μπορούσα να κρεμαστώ. Μπορεί και απλά να ήμουν και ηλίθιος. Δεν ξέρω. Πάντως δεν καταλάβαινα τίποτα από νομολογίες ή trust. Είδα την μικρή ταμπέλα staff needed for the kitchen, μπήκα μέσα κι έκανα αίτηση.
Ήταν ένα χαριτωμένο μαγαζάκι, με μικρά ξύλινα τραπέζια. Άνηκε σε έναν κοντό μεξικανό γύρω στα τριάντα που μιλούσε σπαστά αγγλικά και φορούσε μονίμως τζιν με πουκάμισο και γραβάτα. 'I do tis for m famili my friend'. Αυτή ήταν η ατάκα του.
Ποτέ μου δεν τον συμπάθησα. Ήταν ένας κακός και μικρόψυχος άνθρωπος. Για κάποιο λόγο όμως συμπάθησε αυτός εμένα. Κανονικά είχαμε δικαίωμα μόνο για ένα απλό μπέργκερ για κολατσιό όμως εμένα με έπαιρνε κρυφά στο γραφείο και μου έδινε έξτρα εντσιλάδας και σφηνάκια τεκίλα. Έτρωγα τις εντσιλάδας και ρουφούσα τα σφηνάκια και του ξερνούσα όλα τα μυστικά και τα κουτσομπολιά για τους υπόλοιπους στο μαγαζί.
mate i don trust d british. they re iδiots. they do it for the drugs and the sex i do it for m famili, μου έλεγε και συμφωνούσα.
Για κάποιο λόγο η μεγάλη αντιπάθεια του κοντού ήταν ο Τζόναθαν. Ένα ψηλό παιδί, με φακίδες που σπούδαζε ηθοποιός. Εντάξει δεν μπορώ να πω πως ήταν και ο πιο εργατικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Εφτά στις δέκα ήταν λιώμα στα τσιγαριλίκια και συνήθως του έπαιρνε διπλή ώρα να τελειώσει το πλύσιμο από ότι τους υπόλοιπους. Μερικές φορές έπαιζε και ποδόσφαιρο με τα καραμελωμένα κρεμμύδια. Τα έριχνε στο πάτωμα και τα έσερνε με τα αθλητικά του παπούτσια. Ας πούμε πως ο Τζόναθαν ήταν κάπως ηλίθιος. Όμως είχε χρυσή καρδιά.
Η δουλειά ήταν εξοντωτική. Θυμάμαι τα Σαββατοκύριακα να τελειώνουμε την βάρδια μας μετά τις 3. Μια τεράστια στοίβα από μεταλλικά πιάτα για τορτίγιες στράγγιζε δίπλα στον πάγκο. Κλείναμε τα φώτα και βγαίναμε στο κρύο. Το αφεντικό έμπαινε στο Βόλβο του κι εμείς πηγαίναμε σπίτι με τα πόδια.
Μου άρεσαν εκείνες οι νύχτες. Δεν είχα καμιά επιθυμία για το οτιδήποτε. Μου αρκούσε να περπατώ και να ακούω τους άλλους να μιλάνε αγγλικά. Άκουγα και έβλεπα την ανάσα μου στο κρύο και πολλές φορές άναβα κι ένα τσιγάρο και το ξεφυσούσα για να μην έχω απολύτως τίποτα να πω.
Ήταν κάπου εκείνη την εποχή όταν ο Τζόναθαν τα φτιαξε με την εκθαμβωτική μπαργούμαν από το εστιατόριο. Μια Σουηδέζα με σκουλαρίκι στη γλώσσα. Ήταν μια πολύ συμπαθητική κοπέλα και αρκετά έξυπνη και όλοι συμφωνήσαμε πως ήταν κάπως αταίριαστοι με τον Τζόναθαν. Θα ερωτεύτηκε την χρυσή του την καρδιά, λέγαμε. Κι ήμασταν χαρούμενοι με αυτή την ρομαντική ιστορία. Όλοι μας εκτός από τον κοντό.
-Wat is this chick doin wit d idiot? με ρωτούσε
-I donno sir
Είχε λυσσάξει. Έμπαινε στο μπαρ και χτυπούσε τα ντουλάπια. Ερχόταν στην κουζίνα τις πιο απίστευτες ώρες κι έκανε επιθεώρηση καθαριότητας. Έσερνε το δάχτυλο κάτω από τους πάγκους και τσίριζε. Dis is not clean mate. NOT CLEAN. Κι ύστερα φορούσε μια παρδαλή μπαντάνα στο κεφάλι κι έπλυνε κι αυτός μαζί μας ή βοηθούσε τους ψήστες στη σχάρα.
I do this for mi famili mate έλεγε και σκούπιζε τα πιάτα.
Η κατάσταση ήταν εκνευριστική. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Τα πόδια μου είχαν παραλύσει από την κούραση και τα χέρια μου είχαν παραμορφωθεί από το πολύ πλύσιμο . Είχα αρχίσει να έχω δεύτερες σκέψεις για την καριέρα μου στη λάντζα. Όχι πως ήθελα να γίνω δικηγόρος. Αλλά...
Όλα τα ρεπό μου τα περνούσα στη δημόσια βιβλιοθήκη. Διάβαζα αχόρταγα και φιλοσοφούσα για τα βάσανα της εργατικής τάξης από την οποία θεωρούσα πως ήμουν περαστικός όπως και από εκείνη την γκρίζα μουλιασμένη κωλοχώρα. Φιλοσοφούσα και τα ρούχα μου μύριζαν τηγανιτές φαχίτες. Ευτυχώς δεν ήμουν σαν κι αυτούς σκεφτόμουν. Ο φαλακρός μεσογειακός μπαμπάς μου, την τελευταία στιγμή, θα με ξελάσπωνε απ' το βούρκο. Σε μερικά χρόνια θα οδηγούσα την BMW του και θα φορούσα μαύρα γυαλιά και θα πηδούσα μία από αυτές τις πελάτισσες του που θέλουν επειγόντως διαζύγιο. Ή τις κόρες τους τέλος πάντων.
Μια μέρα με πήρε ο Τζόναθαν εμπιστευτικά στην άκρη. Φίλε μου λέει δεν αντέχω άλλο, ο Μεξικανός έχει κανονίσει τις βάρδιες έτσι ώστε να μην βρισκόμαστε ποτέ με την Λίζα. Θα μπορούσες να έρθεις στην βάρδια μου κι εγώ μετά στην δική σου; Θα μπορούσα.
Λίγες μέρες μετά σαπούνιζα με μισή καρδιά τα πιάτα στη θέση του Τζόναθαν όταν μπήκε ο Μεξικανός μέσα στην κουζίνα.
Mate we gotta talk.
Τα μάτια του είχαν γυρίσει ανάποδα. Στο γραφείο μου ζήτησε ευγενικά να καθίσω κι έβγαλε δυο σφηνοπότηρα από το συρτάρι. Τα γέμισε με τεκίλα.
mate why are YOU here today?
Προσπάθησα να του εξηγήσω. Πως τα παιδιά είναι ζευγάρι, πως εγώ δεν είχα τίποτα να χάσω, πως είναι γιορτινές μέρες και κάτι τέτοια. Ρούφηξα την τεκίλα μου.
The bastard is taking advantage of you, don't you see. I call him NOW τσίριξε και σήκωσε το τηλέφωνο.
Με τα χίλια ζόρια τον βρήκε και του είπε να τσακιστεί να έρθει στο μαγαζί και να κάνει την βάρδια του όπως του την είχε κανονίσει εξαρχής. Σηκώθηκα κι έφυγα από το γραφείο.
Ήταν η τελευταία φορά που τους είδα. Ότι λεφτά είχα μαζέψει τα ξόδεψα για να πάω στο Λονδίνο. Είδα του κόσμου τα μιούζικαλ, περπάτησα ασταμάτητα στους δρόμους. Α! Ήταν τα Χριστούγεννα των ονείρων μου. Μόνος μου μέσα σε αυτούς τους ατελείωτους γιορτινούς δρόμους να σκέφτομαι και να φιλοσοφώ για την ζωή και τα βάσανα της εργατικής τάξης.
Να φιλοσοφώ ... για την BMW του μπαμπά μου και τις γυναίκες που ήθελαν απεγνωσμένα διαζύγιο... ενόσω ο Τζόναθαν θα έπλενε τα πιάτα της δικής μου βάρδιας.
Πάρα πολυ όμορφο :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ όμορφο!
ΑπάντησηΔιαγραφή