Τα
τελευταία τρία χρόνια συνηθίζω να
διαβάζω τις σελίδες 20 και 21 του κυριακάτικου
φύλλου της Καθημερινής . Ξεκίνησε σαν
μια προσπάθεια να ωριμάσω σαν άντρας.
Ήταν εκείνη η εποχή που είχα κουραστεί
να προσπαθώ να βρίσκω διαφυγή από τους
καταραμένους έρωτες και τα ξενύχτια
του Σαββατόβραδου γράφοντας ποιήματα
για κιλότες και ακούγοντας κλασσική
μουσική. Και πράγματι η Κ. ήταν μια σωστή
επιλογή. Ιδίως εκείνοι οι τρεις
αρθρογράφοι ... ο Αλέξης (Παπαχελάς), ο
Πάσχος (Μανδραβέλης) κι ο Χρήστος
(Γιανναράς) ... με αγκαλιάσανε και με
καλμάρανε σαν δυνατό αντικαταθλιπτικό.
Όλες
αυτές οι ιστορίες τους για το
αναποτελεσματικό κράτος, για την διαφθορά
και τον νεποτισμό των δημόσιων λειτουργών
... για την απόσταση μας από την δύση...
Εκείνη η εμμονή του Χρήστου με την
Ελληνική σκέψη που έχει κοινωνική ή πιο
σωστά κοινοτική κι όχι ατομιστική βάση
σε αντίθεση με των κακών δυτικών και
τον τρισκατάρατο υλισμό τους. Τι ωραία
λόγια. Ή τα κείμενα του Αλέξη τον οποίο
βέβαια είχα δει ήδη στην τηλεόραση και
είχα διαπιστώσει πως έχει ένα εντυπωσιακό
-μεγάλο- κεφάλι, που ξεχωρίζει για το
λεπτό μειδίαμα στην άκρη των χειλιών.
Έμοιαζε τόσο γνωστικό και στιβαρό και
ασήκωτο, ξεφωνίζοντας τόσα πράγματα
για τις διεθνείς γεωπολιτικές σχέσεις
και τον ρεαλισμό της πολιτικής και για
το πως Ρώσοι και Αμερικάνοι και Ισραηλινοί
παίζουν παιχνίδια -πάντα- κάτω από το
τραπέζι. Και τι να πεις για τον Πάσχο,
τον οποίο δυστυχή πρόσφατα λοιδόρησαν
πάλι και του στραπατσάρησαν το αμάξι
κάτι ανόητοι θερμοκέφαλοι επειδή έχει
το θάρρος και την επιμονή να στηλιτεύει
και να υπογραμμίζει αιχμηρά τις
παθογένειες της νεοελληνικής νοοτροπίας.
Όπως
και οι περισσότεροι Έλληνες και σε ένα
βαθμό και οι περισσότεροι άνθρωποι στη
νεότητα μου αναζήτησα κι εγώ έναν
καλύτερο κόσμο. Συντέλεσαν βέβαια και
οι καταβολές μου. Μεγάλωσα μέσα στις
κεντρικές επιτροπές του Κ.Κ. που οι
διάφοροι σύντροφοι -που στα παιδικά μου
μάτια είχαν διαστάσεις γιγάντων-
ξεφυσούσαν αρειμανίως τα τσιγάρα τους
και μιλούσαν με ζεστές φωνές σαν μέλη
πειρατικού πληρώματος. Θυμάμαι αμέτρητα
φθινοπωρινά απογεύματα την μητέρα μου
να με τραβάει από το χέρι μέσα σε πνιγηρές αίθουσες όπου
οι ίδιοι μουστακαλήδες σύντροφοι
ετοιμάζαν τα πανό και τις ντουντούκες
τους για την επόμενη πορεία. Διάβασα
από μικρός επαναστατικά κείμενα και
πίστεψα πως είναι λογικό και -το πιο
σημαντικό- είναι πολύ όμορφο να αγωνίζεσαι
για περισσότερη δικαιοσύνη και να
πιστεύεις στο μέλλον σαν κάτι φλογερό
και συνταραχτικό. Ακόμα και όταν έφαγα
τα μούτρα μου γνωρίζοντας από κοντά
πόση μικροψυχία και μικροπρέπεια αλλά
και πόση υποκρισία μπορεί να κρύβεται
στην ψυχή όλων αυτών των 'συντρόφων' που
τόσο θαύμασα σαν παιδί, διαφύλαξα μέσα
μου μια πίστη στην ανατροπή. Έτσι ήμουν. Απεχθανόμουν
την ασφάλεια. Σε όλες τις επιλογές μου
και τις επαγγελματικές μου αλλά πιο
πολύ και στις συναισθηματικές μου.
Απεχθανόμουν την λογική, την σύνεση. Με
ήθελα να βασανίζομαι πρωί βράδυ. Να κάνω
λάθη, να πηγαίνω μακριά από κάθε τι
δεδομένο και προκάτ. Ακόμα και από την
ίδια την ταυτότητα μου ως αρσενικού.
Αγάπησα την έκλυση. Τον παράνομο έρωτα,
την στεναχώρια, το μεθύσι, την σύγκρουση.
Μίσησα την οικογένεια, το σχολείο, τις
καθώς πρέπει κοπέλες, τον ίδιο τον Θεό
και το κατασκεύασμα του. Θυμάμαι ένα
βράδυ σε μια μακρινή χώρα πόσο ευτυχισμένος
ήμουν όταν μαζί με μερικούς φίλους μου
κατουρούσαμε μέσα στο ψύχος και το πηκτό
σκοτάδι στην πόρτα μιας μεγάλης
αριστοκρατικής έπαυλης κάτω από τον
βαρυσήμαντο σιδερένιο θυρεό της.
Θεωρούσα
τότε, μέσα στη νεανική μου αφέλεια, πως
τα πιο σημαντικά πράγματα για τα οποία
άξιζε να ζει κανείς ήταν τα πιο απλά,
όπως ας πούμε το να τρίβεται μια γάτα
στα πόδια σου ή να πίνεις νερό όταν διψάς
πολύ ... Έφτιαξα τον δικό μου κομμουνισμό,
τον κομμουνισμό των ηλιθίων. Και θα μας
χωρούσε όλους, ανεξάρτητα από έθνος ή
φυλή ή φύλο και δεν θα είχε καθόλου
υποχρεώσεις και καθόλου προνόμια πέρα
από μια αδιαπραγμάτευτη συνθήκη ... να
υπάρχεις ... όπως είσαι ότι κι αν είσαι
... γνωρίζοντας πως αργά ή γρήγορα θα σε
τελειώσει ο θάνατος.
Κι
όμως μια μέρα ξύπνησα από τις καθιερωμένες
σαββατιάτικες εξορμήσεις μου κι είπα
φθάνει ως εδώ. Με είχαν κουράσει, με
είχαν εξολοθρεύσει οι αδιέξοδοι έρωτες,
οι συναισθηματικές ακροβασίες, η διαρκής
αμφισβήτηση και το ξεσκέπασμα της ομορφιάς της ζωής σαν ένα
κοινότοπο και 'ζαχαρωμένο' διαφημιστικό
σποτ. Ήθελα να ηρεμήσω, να κατασταλάξω.
Και πιο πολύ ήθελα να κοιμηθώ.
Άνοιξα μια Καθημερινή στις σελίδες 20 και 21 και άφησα τον εαυτό μου να γνωρίσει χωρίς προκαταλήψεις έναν διαφορετικό κόσμο. Τον κόσμο του Χρήστου, του Αλέξη και του Πάσχου. Έπρεπε να μάθω να σκέφτομαι πια διαφορετικά, πιο ορθολογιστικά αλλά και πιο ανατρεπτικά με έναν διαφορετικό τρόπο. Ο δικός μου ήταν ξεπερασμένος.
Κατά
αρχάς οι εξουσίες δεν ήταν εν γένει κακό
πράγμα. Υπήρχαν εκεί έξω από πάντα και
μέλημα μας ήταν να διαλέξουμε να
ακολουθήσουμε την πιο συμφέρουσα για
εμάς. Αυτά σύμφωνα με τον Αλέξη που ήταν
φιλοδυτικός. Δεύτερον. Οι ανθρώπινες
απώλειες έπρεπε να λογαριάζονται
σχετικά. Το προσωπικό δράμα κάποιων
ανθρώπων που χάνουν την δουλειά τους
έχει λίγη σημασία αν αυτό συντελεί στην
προώθηση της επιχειρηματικότητας και
την ανάπτυξη. Αυτό το μοντέλο έχει
επικρατήσει στον κόσμο και είναι το πιο
πετυχημένο και σχετικά το πιο δίκαιο.
Το να προσπαθήσουμε να απαλλάξουμε τους
fat cats που θα λέγανε και οι Άγλλοι, δηλαδή
τους πλούσιους και τους ισχυρούς από
τα προνόμια τους δεν θα είχε κανένα όφελος,
γιατί είδαμε που κατάντησαν και οι
σοβιετικοί που το έκαναν πράξη. Αυτά
σύμφωνα με τον Πάσχο. Και τρίτο και
καλύτερο. Το Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια
δεν είναι κάτι κατ' ανάγκην κακό. Την
μεγαλύτερη αξία την έχει ο νοικοκύρης,
που τον έχουμε παραμελημένο, αυτός που
κοιτάει την δουλειά του και ιδιωτεύει
χωρίς να πολυσκοτίζεται αν παραδίπλα
ψοφάνε από την πείνα και την κακουχία, οι μετανάστες και οι
πρόσφυγες. Ιδίως αν είναι μακρινοί
Πακιστανοί, καθόλου δηλαδή Έλληνες. Το
ηθικό του Έλληνα νοικοκύρη μπορούμε
μάλιστα να το αναπτερώνουμε θυμίζοντας
του πως είναι απόγονος -έστω κι αν δεν
μπορούμε να το αποδείξουμε- των αρχαίων
και των σπουδαίων βυζαντινών, και
λέγοντας του πως η εκκλησία της διαφθοράς
και της φαυλότητας -ένας οργανισμός που
εμπορεύεται τον φόβο και τις ενοχές-
υπήρξε κάποτε πολύ καλύτερη, φορέας
φιλοσοφικής ενατένισης, συνεχιστής της
αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και πως
αν προσπαθήσουμε θα μπορούσαμε να την
κάνουμε και πάλι έτσι. Αυτά σύμφωνα με
τον Χρήστο.
Με
λίγο λόγια ο κόσμος είναι καλύτερος
έτσι όπως είναι και μέλημα μας είναι να
παλέψουμε να τον κρατήσουμε έτσι ακόμα
κι αν χρειαστεί να ξεκουνηθούμε λίγο για
αυτό, χωρίς βέβαια να θυσιάσουμε το
σπιτάκι μας ή την δουλίτσα μας εκτός
βέβαια κι αν είναι για το γενικότερο
καλό του κεφαλαίου και της ανάπτυξης
δηλαδή του έθνους, οπότε τα πράγματα
αλλάζουν. Αυτή ήταν η νέα μου φιλοσοφία.
Και ήρθε όπως είπα και με αγκάλιασε σαν
δυνατό, ευεργετικό αντικαταθλιπτικό.
Μερικοί την ονομάζουν φιλοσοφία της
Δεξιάς και της συντήρησης. Νομίζω πως
οι ταμπέλες δεν έχουν καμία σημασία.
Αυτό που είχε σημασία ήταν η ηρεμία μου.
Κι ένας καλός ύπνος το βράδυ. Αν δεξιά
είναι ο ορθολογισμός και η σοβαρότητα
και η συνέπεια, τότε καλώς είναι και ας
την λένε όπως θέλουν. Στο μυαλό μου έτσι
Δεξιά έγινε το γνωστό, πιο σωστά το
γνώριμο. Αυτό που μάθαμε από μικροί και
καλό ή κακό ήταν προτιμότερο από όλα τα
υπόλοιπα. Κι Αριστερά ήταν το άγνωστο,
το μακρινό ... μια άγνωστη, επικίνδυνη
χώρα. Αριστερά ήταν το σκοτάδι κι ο
πονοκέφαλος που το ακολουθεί. Όπως
εκείνες οι μεθυσμένες νύχτες μου με τις
παλαβές γυναίκες να βογγάνε και
να κλαίνε στο κρεβάτι μου.
Δεν
έχει σημασία πως αποκαλείς τον εαυτό
σου. Σημασία πως έχεις επιλέξει να ζεις.
Δεν έχει σημασία πως αυτοπροσδιορίζεσαι
Σταύρο Θεοδωράκη. Σημασία έχουν οι
επιλογές σου. Και σε αυτό ταιριάζουμε.
Είμαστε και οι δυο δεξιοί. Εγώ προσωπικά
δεν έχω αμφιβολία πως επέλεξα σωστά.
Καλύτερα ήρεμα και τακτοποιημένα παρά
να βάζω σκοτούρες στο κεφάλι μου.
Μόνο
καμιά φορά, καθώς πίνω τον καφέ μου το
πρωί...κάθομαι
και σκέφτομαι και δεν είναι πως αναπολώ
τον παλιότερο εαυτό μου. Απλά σκέφτομαι
πως ο κόσμος θα ήταν πολύ πιο λίγος, πολύ
πιο βαρετός χωρίς τους αληθινούς
αριστερούς. Χωρίς δηλαδή αυτούς που
ορμάνε σαν τρελοί, εκεί που δεν γνωρίζουν,
σε άγνωστες ηπείρους, χωρίς ταυτότητα,
χωρίς έθνος, χωρίς φύλο ... αυτούς που
γυρεύουν το μέλλον στο σκοτάδι, είτε
αυτό είναι προσωπικό είτε κοινωνικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου