Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Mini jobs

Οι άντρες είναι πολύ δυστυχισμένα πλάσματα. Περίπου το ίδιο δυστυχισμένα με τις γυναίκες. Τώρα που το σκέφτομαι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ... μπορεί και περισσότερο. Εν πάσει περιπτώσει τότε ήμασταν ακόμα πολύ νέοι για να να μπορέσουμε να αντιληφθούμε το οτιδήποτε από όλα αυτά. Οι ζωές μας άλλωστε δεν ήταν τίποτα περισσότερο από το άθροισμα των προσδοκιών και των ανησυχιών των γονιών μας και ήταν ελάχιστα αυτά που μπορούσαμε να κάνουμε με δική μας πρωτοβουλία. Εκτός βέβαια από τα να αποτύχουμε. Και ακριβώς αυτό επιλέξαμε να κάνουμε.

Τα δωμάτια μας ήταν το ένα πλάι στο άλλο, τα κλασσικά φοιτητικά δωμάτια, σε μια εστία με κεραμίδια στα προάστια μιας από τις πολλές βρετανικές κωμοπόλεις που τελειώνει σε 'shire' και οι στενοί της δρόμοι όζουν με μπύρα και ούρα και βροχή. Shitshire, bloodyshire, nofutureshire κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Δεν μας πήρε και πολύ να εγκλιματιστούμε.

Εγώ ίσως γιατί είχα διαβάσει πολλά βιβλία και ερχόμουν από ένα σπίτι που ήθελα να ξεχάσω και ο φίλος μου επειδή δεν είχε διαβάσει ποτέ του τίποτα. Ήταν χοντρός με δυο  ανέκφραστα μάτια και είχε λεπτά μαλακά χέρια που ίδρωναν σε υπερβολικό βαθμό. 'Χοντρέ έκανες το πληκτρολόγιο σκατά πάλι' του έλεγα κι εκείνος με κοιτούσε καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο. Με κοιτούσε και τα μάτια του βούλιαζαν μέσα στις ζάρες τους. Μου πήρε λίγο καιρό να καταλάβω πως αυτή ήταν μια έκφραση υπέρτατης ηδονής. Του άρεσε του φίλου μου να τα κάνει σκατά.

Η αλήθεια είναι πως στην αρχή κάναμε μερικές προσπάθειες να γίνουμε φοιτητές. Παρακολουθήσαμε μερικές διαλέξεις, πήγαμε στα καθιερωμένα pub crawl, καθίσαμε στην βιβλιοθήκη ήσυχοι ήσυχοι να διαβάσουμε όπως όλοι. Όμως δεν βγήκε τίποτα καλό από όλα αυτά. Οι καθηγητές ήταν πολύ καχύποπτοι μαζί μας -κάτι το οποίο τότε πίστωνα στο μεσογειακό μας παρουσιαστικό-, οι συμφοιτητές μας πολύ χαρούμενοι για τα γούστα μας και τα κορίτσια μια άγνωστη ήπειρος που είχαμε γνωρίσει μόνο από φωτογραφίες στα πορνοπεριοδικά...

Στην ουσία ήμασταν ακόμα παιδιά. Δυο άβγαλτα, καλομαθημένα παιδιά μεσαίων οικογενειών που διατηρούσαν ακόμα πολλές από τις συνήθειες των σπιτιών τους. Ξέραμε ελάχιστα πράγματα για την ζωή. Εγώ ήξερα να κάθομαι και να διαβάζω μυθιστορήματα ωσότου να με πάρει ο ύπνος. Κι ο Σ. -φίλος μου- είχε μια εξαιρετική ικανότητα να κάνει γνωριμίες με διάφορους περίεργους στις pub συνήθως μαύρους ή κοντόχοντρους λευκούς. Δεν καταλαβαίναμε και πολλά με τα αγγλικά του φροντιστηρίου που μιλούσαμε τότε. Όμως η μπύρα έρεε άφθονη και φεύγοντας από τις pub θα επισκεπτόμασταν κάποιο σπίτι, περίπου σαν το δικό μας, με την ίδια βρώμικη πράσινη μοκέτα και τα ξύλινα παράθυρα και εκείνη την απαίσια αποφορά της υγρασίας. Και τότε κάποιος από τους μυστήριους μαύρους ή κοντόχοντρους λευκούς θα έβγαζε από μια σακούλα ένα κομμάτι μαύρο ή θα έστρωνε μια γραμμή στο τραπέζι να σνιφάρει...

Δεν χρειάστηκε και πολύς καιρός ώστε ο Σ. να γίνει ειδικός στα drugs και τον θυμάμαι ακόμα πως γέμιζε την συρταριέρα στο δωμάτιο του με επιμέλεια...με μικρά κουτάκια -ξεχωριστά- για τα χαπάκια και για την κόκα και για το χόρτο. Ξαγρυπνούσαμε τα βράδια μαζί κι εγώ συνέχιζα να διαβάζω όσο αυτός τύλιγε με λαιμαργία τα τσιγάρα του κι έκοβε τις γραμμές του. Κι είχε πάντα το ίδιο απαθές βλέμμα καθώς τα μάτια του βυθίζονταν μέσα στις ζάρες τους. Ένα βλέμμα υπέρτατης ηδονής. Ενίοτε δοκίμαζα κι εγώ χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Παρόλαυτα μου άρεσε που η ζωή μας δεν είχε κανένα απολύτως νόημα και που δεν πατούσαμε ποτέ στη σχολή.

Ήταν κάπου τότε που μέσω κάποιου  γνωστού βρήκα την πρώτη μου δουλειά σε ένα γαλλικό -ο θεός να το κάνει- εστιατόριο. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι στο κέντρο της πόλης βαμμένο κόκκινο με ένα γελοίο όνομα που υποτίθεται παρέπεμπε στο Παρίσι. Με μικρά ξύλινα κυκλικά τραπεζάκια και σερβιτόρους που φορούσαν μπερέ. Είχε χάρτινους καταλόγους γραμμένους στα γαλλικά και στα αγγλικά. Υποτίθεται πως πρόσφερε αυθεντική γαλλική κουζίνα και από το μικρό παραθυράκι στη σάλα μπορούσες να δεις έναν κλασσικό σεφ με άσπρη στολή και καπέλο να κουνάει τα χέρια του και να δουλεύει πυρετωδώς. Και ήταν σχεδόν αδύνατο να γνωρίζεις αν δεν είχες δουλέψει ο ίδιος εκεί πως ο πολυάσχολος σεφ δεν είχε ιδέα από μαγειρική και πως το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν να ξετυλίγει συσκευασίες και να τις πετάει στα μικροκύματα.

Έπιασα λοιπόν δουλειά για πρώτη φορά στη ζωή μου, δύο σπαστά τρίωρα ή τετράωρα την ημέρα για ένα πενιχρό μισθό. Και το έβρισκα πολύ διασκεδαστικό που το γαλλικό εστιατόριο ήταν τόσο απάτη και το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να ξεφορτώνουμε κιβώτια και να ξετυλίγουμε συσκευασίες και στο τέλος της βάρδιας να πετάμε τα σκουπίδια. Κι ακόμα πιο διασκεδαστικό μου φαινόταν πως οι Άγγλοι συνάδελφοι μου για να τα βγάλουν πέρα αναγκάζονταν να δουλεύουν δυο και τρεις τέτοιες δουλειές. Έτσι ο 'Γάλλος' σερβιτόρος με μπερέ θα σχόλαγε για να φορέσει την στολή του 'ιταλού' πιτσαδόρου ή το καπελάκι των Μακντόναλτς εκτελώντας πάντα τα ίδια καθήκοντα για να σερβίρει εν τέλει το ίδιο σκατένιο φαγητό.

Το βράδυ επέστρεφα στα βιβλία μου αποτελειωμένος από την κούραση με μια πρωτόγνωρη ενάργεια στη σκέψη. Κι ο φίλος μου ήταν εκεί πάντα στην ίδια θέση να με φιλέψει τα 'καλύτερα' που είχε μπορέσει να βρει. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που τα 'καλύτερα' ήταν πολύ ακριβά και αναγκαζόμουν να συνεισφέρω τον πενιχρό μισθό μου. Ένα τέτοιο βράδυ γύρισα σπίτι για να βρω τον Σ. στην θέση του όπως πάντα 'λιωμένο' κι από δίπλα έναν αδύνατο τύπο με μεγάλη μύτη να κουνάει τα χέρια ζωηρά.

Joder man, who is this guy? μου είπε και με κοίταξε γελώντας.

Είχε πολύ μπάσα φωνή και ισπανική προφορά. Μπορούσες να δεις τις πρησμένες φλέβες στα χέρια του. Ο Σ. μου εξήγησε πως ήταν Βάσκος και πως ήταν πρεζάκιας και πως είχε έρθει για business. Είπα hi κι έπεσα στο κρεβάτι. Κι εκείνος συνέχισε να κουνάει τα χέρια του.

Hey I like this guy. είπε και πήρε το τσιγαριλίκι από το χοντρό να ρουφήξει. He s my man.

Την επομένη βρισκόταν στο εστιατόριο που δούλευα. Είχε κάτσει σε ένα τραπεζάκι κι έπινε καφέ και ρωτούσε για μένα. Εμφανίστηκα με την ποδιά της δουλειάς και με μια σφουγγαρίστρα στα χέρια.

what the fuck is the matter with you? μου είπε.

Του απάντησα πως είχα σφουγγάρισμα. Κι αυτός μου είπε πως αυτή δεν ήταν δουλειά για μένα και πως θα με έπαιρνε από εκεί μέσα. 'Joder you re the man. Υou are not for this shithole'. Σε λίγες ώρες όταν σχόλασα τον ακολούθησα σε μια πάμπ όπου μου εξήγησε πως μπορούσαμε να κάνουμε big money και πως θα τα τσεπώναμε χοντρά από τους Άγγλους. Μου είπε ακόμα πως δεν έπρεπε να τον βλέπω στην κατάσταση που ήταν τώρα γιατί ήταν απόφοιτος φιλοσοφίας και πως παρότι η ζωή του είχε φερθεί πολύ άσχημα είχε καταφέρει να επιβιώσει. Δεν παρέλειψε βέβαια να μου πει πόσο πολύ με συμπαθούσε και πως ήμουν the man και να κατεβάσει το ζωηρό του χέρι με δύναμη πάνω στην πλάτη μου. 'I like you man, you are like me a survivor' μου είπε.

Και κάπως έτσι γίναμε αχώριστοι εμείς οι τρεις εγώ ο χοντρός κι ο Αλμπέρτο. Η ιδέα ήταν πως θα περνούσαμε drugs -κυρίως χόρτο- στους φοιτητές της εστίας. Μας έδωσε και μια ζυγαριά για να μοιράζουμε σωστά τις ποσότητες. Και πράγματι ήταν μια υπέροχη δουλειά. Μερικούς που εμπιστευόμασταν τους δεχόμασταν στο δωμάτιο όπου ο χοντρός τσέπωνε με ύφος επιστήμονα τα λεφτά και έδινε τα σακουλάκια, όμως τους περισσότερους τους συναντούσα εγώ έξω, είτε σε παμπ, είτε στα δωμάτια τους. Υποθέτω πως ήταν κάτι σαν κονσομανσιόν. Το όλο θέμα ξεκινούσε κάπως σαν φιλία ... τι μουσική ακούς, τι βιβλία σου αρέσουν, κι ύστερα ατελείωτες συζητήσεις για την ζωή και τους ανθρώπους τις οποίες φρόντιζα να εμπλουτίζω με διάφορες φιλοσοφίες που ξεσήκωνα από τα βιβλία μου. Κι ύστερα ανάβαμε ένα τσιγάρο και φεύγοντας τους εξηγούσα πως αν ήθελαν κι άλλο ήξεραν που θα με βρουν.

Το βράδυ συχνάζαμε σε ένα υπόγειο τζαζ κλαμπ που παίζανε οι φοιτητές μιας μουσικής σχολής της πόλης. Φυσικά εγώ κι ο χοντρός εκείνη την εποχή δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε το σαξόφωνο από το κλαρίνο όμως μας άρεσε που πηγαίναμε εκεί και νιώθαμε σαν αληθινοί γκάνγκστερ όσο ο Αλμπέρτο ρουφούσε τα τσιγάρα του κι επευφημούσε με την μπάσα φωνή του στα ισπανικά. Ενίοτε κουβαλούσε μαζί του και την κοπέλα του την μοναδική γυναίκα που μας πλησίαζε και πλησιάζαμε. Μας φαινόταν περίεργο πως ένας άνθρωπος με τόσο μεγάλη μύτη μπορούσε να έχει μια τόσο ωραία γυναίκα. Σκεφτόμασταν πως ίσως να την είχε γοητεύσει με την φιλοσοφία του.  Η Μιράντα είχε κοντά μαλλιά και ωραία χείλη και ζούσαμε για την στιγμή που θα την συναντούσαμε και θα μας φιλούσε -όπως συνηθίζουν οι Ισπανοί- τρεις φορές σταυρωτά...

Κοιμόμασταν ήσυχοι εγώ με το δάχτυλο στο στόμα και κάποιο βιβλίο ανοιχτό στα χέρια μου κι ο φίλος μου με τα ζαρωμένα μάτια του κλειστά και τα ζύγια τακτοποιημένα μαζί με τα λεφτά και τα κουτάκια στο συρτάρι, γνωρίζοντας πως η ζωή μας δεν είχε κανένα απολύτως νόημα και πως δεν θα πατούσαμε ποτέ ξανά στη σχολή. Και στο πίσω μέρος του μυαλού μας υποθέτω πως πιστεύαμε πως κάποια στιγμή θα γνωρίζαμε εκείνη την άγνωστη ήπειρο των τροπικών μουνιών στα περιοδικά -εγώ με την δύναμη των βιβλίων μου και των φιλοσοφιών μου όπως ο Αλμπέρτο- κι ο Σ. με τα χρήματα του και την ικανότητα του για business.

Μια μέρα γύρισα σπίτι αργά από τις συνηθισμένες εξορμήσεις μου.  Βρήκα τον Σ. στην πόρτα να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο νευρικός.  'Συμβαίνει κάτι' τον ρώτησα. Πήγαινε πάνω κάτω και δεν μου έλεγε κουβέντα. Άναψε ένα τσιγάρο, πήρε μια γερή τζούρα και προχώρησε στις σκάλες. Βρήκαμε τον Αλμπέρτο να μας περιμένει στο δωμάτιο, χωρίς μπλούζα.

Joder man i need a fix, you got to find me a fix. φώναζε κι όλο το σώμα του έτρεμε.

Όλο το υπόλοιπο βράδυ ψάχναμε για μιαν άκρη για την δόση του Αλμπέρτο. Ήταν μια νύχτα με αφόρητο κρύο και η πόλη ήταν σκοτεινή εκτός από τις συνηθισμένες pub με τις αναμμένες επιγραφές τους και τα φώτα των ελάχιστων αυτοκινήτων που περνούσαν.  Λιώσαμε στους δρόμους ώσπου να βρούμε μισό γραμμάριο από τους πιο αναξιόπιστους ντήλερ, προσφέροντας ένα σωρό εκδουλεύσεις και δίνοντας τα τριπλά λεφτά από το κανονικό. Επιστρέψαμε σπίτι για να βρούμε τον Αλμπέρτο μπρούμυτα στο πάτωμα. Το δωμάτιο μύριζε σκατά. Είχε ξεράσει παντού. Ο Σ. τον βοήθησε να σηκωθεί κι εγώ του μαγείρεψα  όπως όπως την δόση του. Τον πήγαμε στο κρεβάτι. Είχε σκαρί αληθινού αγίου, όλο κόκαλα, όπως αυτών στις βυζαντινές εικόνες.  Τον θυμάμαι ακόμα να μας ευχαριστεί μόλις ηρέμησε κλαίγοντας σαν μικρό παιδί. 'You are the man' μου έλεγε και σκούπιζε τα δάκρυα με το χέρι απ' τα μάτια του.

Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ. Αργά το ξημέρωμα έπιασα να καθαρίζω τα σωθικά του Αλμπέρτο από την μοκέτα. Αυτό ήταν έλεγα από μέσα μου. Τελείωσε. Αυτή η κατάντια έπρεπε να σταματήσει. Ήταν κάπου εκείνες τις μέρες που συνάντησα ένα γνωστό και μου είπε για ένα εστιατόριο πολυτελείας στο κέντρο που ζητούσε άτομα. 'Good pay' μου είπε. 'Decent job'. Του ζήτησα το τηλέφωνο για να κλείσω μια συνέντευξη.

Ανακοίνωσα στους φίλους μου την απόφαση μου να ξεκόψω. Ο Σ. δεν είπε τίποτα μόνο συνέχισε να καπνίζει με τα μάτια του να βυθίζονται όπως πάντα στις ζάρες τους. Κι ο Αλμπέρτο μου είπε πως δεν υπήρχε θέμα και πως όπως και να έχει θα ήμουν πάντα his man. Αγκαλιαστήκαμε σαν αληθινά αδέλφια και κάναμε το τελευταίο μας τσιγάρο και την τελευταία μας εξόρμηση στην pub. Την επομένη επισκέφτηκα ξανά την σχολή όπου αφού κατάπια ένα σωρό προσβολές και ειρωνείες αγγλικού στυλ τελικά διαβεβαιώθηκα πως δεν είχαν όλα χαθεί και πως αν προσπαθούσα θα μπορούσα να συνεχίσω τις σπουδές μου και να μην χάσω την χρονιά.

Για την συνέντευξη ντύθηκα όσο καλύτερα μπορούσα. Με καθαρό πουκάμισο και τα καλά παπούτσια της δουλειάς φρεσκοβαμμένα. Είχα μείνει ξενέρωτος για μέρες. Στον καθρέφτη ένιωθα επιτέλους ξανά άνθρωπος. Έφτασα στο εστιατόριο αρκετή ώρα νωρίτερα και με υποδέχθηκε ένας χαμογελαστός μαιτρ...κάθισα σε ένα τραπέζι και μου προσφέραν κάτι να πιω. Ήταν ένα όμορφο μαγαζί με μοντέρνα διακόσμηση και μεγάλους πρωτότυπους ποπ αρτ πίνακες στους τοίχους. Ο μάνατζερ κατέφθασε χαμογελαστός κουβαλώντας τα ερωτηματολόγια. Κάναμε μια ευχάριστη κουβέντα όπου του είπα τα πάντα για τις φιλοδοξίες μου για το μέλλον, για τις σπουδές μου και την αγάπη μου για την δουλειά. Ήταν τόσο φιλικός. 'So tell me Giorgos, what's your dream' μου είπε. Κι εγώ του είπα το πάθος μου για τα βιβλία και πως μια μέρα θα γινόμουν συγγραφέας. Κι αυτός ενθουσιάστηκε και μου έδωσε το χέρι του κι ύστερα υπογράψαμε τα συμβόλαια.

Πήγαμε μαζί στα δωμάτια πίσω από την κουζίνα και βρήκαμε μια στολή στα μέτρα μου. Σε λίγο είχα αλλάξει και φορούσα ένα καλό παντελόνι και πουκάμισο και γιλέκο. 'Follow me' μου είπε και βγήκαμε στη σάλα και μετά ανεβήκαμε μια σειρά από πλατιές σκάλες ντυμένες με χαλί. Έσπρωξε την πόρτα και βρεθήκαμε στις τουαλέτες των ανδρών. Μια σειρά από λεκάνες για κατούρημα στα όρθια και δυο νιπτήρες πολυτελείας με αυτοματισμό. 'Give me a sec mate, will you' μου είπε και βγήκε για λίγο. Επέστρεψε κουβαλώντας έναν κουβά και μια σφουγγαρίστρα.

'Last night we had a bachelor's. The boys had a few too many' είπε. Κοίταξα γύρω από τις λεκάνες τις ακαθαρσίες από τις αστοχίες των αγοριών.

'You can start by cleaning all that piss', κατέληξε κι έφυγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου