Τον γνώρισα όταν ήμουν πολύ μικρός ακόμα, λιγότερο από πέντε. Μια θολή ανάμνηση, στην καταπράσινη αυλή μας, ο Μισέλ από το Παρίσι με την μικρή βαλίτσα κι ένα τεράστιο κοντραμπάσο. Δεν έχω ιδέα από ποια μεριά και πως ήμασταν συγγενείς, πάντως ήμασταν...γιος από τον δεύτερο γάμο κάποιου προπάππου μου, προγιαγιάς μου...δεν είμαι σίγουρος. Ήταν από πάντα λίγο άστατο στα ερωτικά το σόι μου.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που τον αντίκρισα στο στενό διάδρομο του σπιτιού έξω από το μπάνιο όταν περιμέναμε ουρά να μπούμε. Ο παππούς μου ρωτούσε γιατί αργεί, και η γιαγιά μου καθόταν δαγκωμένη και περίμενε κι αυτή. Περίμενα κι εγώ σε μια γωνιά να δω ποιος είναι αυτός ο τύπος ο Μισέλ που είχε έρθει από το Παρίσι.
Τον θυμάμαι σαν τώρα να βγαίνει από το μπάνιο τυλιγμένος με την πετσέτα, ένας μικροκαμωμένος άνθρωπος, με ένα λεπτό σιδερένιο σκελετό στα μάτια, τα λίγα μαλλιά του χτενισμένα στα πλάγια. Στα χέρια του κρατούσε κλαδιά από μυρτιές που έσταζαν νερά...
'Θεία' είπε στη γιαγιά μου με μελαγχολικό ύφος, 'το μπάνιο με μυρτιές είναι το πιο καλό φάρμακο. Δυστυχώς στο Παρίσι δεν έχουμε την πολυτέλεια να κάνουμε μπάνιο με μυρτιές.'
Είχε γαλλική προφορά όπως αυτή που θα έκανε κοροϊδεύοντας κάποιος χρησιμοποιώντας γ αντί ρ. Το Παγίσι...
Είχε γαλλική προφορά όπως αυτή που θα έκανε κοροϊδεύοντας κάποιος χρησιμοποιώντας γ αντί ρ. Το Παγίσι...
Μετά θυμάμαι που προσπαθούσαμε όλοι μαζί να χωρέσουμε το τεράστιο κοντραμπάσο του μέσα από την πόρτα της κουζίνας. Ο ίδιος ήταν τόσο μικροκαμωμένος που δεν είχε δύναμη να σπρώξει. Έσπρωχνε ο παππούς που έσταζε ολόκληρος, έτοιμος να εκραγεί και να τον στείλει στο διάολο. Αργότερα όσο ο Μισέλ έπαιρνε τον μεσημεριανό του ύπνο μου εξήγησαν πως ήταν ένα ορφανό παιδί από το χωριό που μεγάλωσε χάρη στην καλοσύνη των συγγενών. Μου εξήγησαν και την γενεαλογία με τους παππούδες χωρίς να βγάλω ούτε εγώ, ούτε αυτοί άκρη και μου είπαν ακόμα πως στα δεκαοχτώ του αποφάσισε να πάει στο Παρίσι και να γίνει μουσικός και πως όνειρό του ήταν να παίξει στη συμφωνική της πόλης. Για την ώρα ζούσε σε ένα κοινόβιο και τρεφόταν από τα δημοτικά συσσίτια. Τους ρώτησα για το τεράστιο κοντραμπάσο και μου εξήγησαν πως το αγόρασε μαζεύοντας λεφτά από τους συγγενείς που τον λυπόντουσαν επειδή ήταν ορφανός, όμως δεν ήξερε, -και το πιο πιθανόν ήταν πως δεν θα μάθαινε ποτέ του- να παίξει ούτε μια νότα...
Όσο άκουγα να μιλάνε για αυτόν η μορφή του έπαιρνε επικές διαστάσεις στην παιδική μου φαντασία. Μπορούσα να τον φανταστώ να προσπαθεί να φέρει βόλτα αυτό το ανοικονόμητο όργανο. Μπορούσα να ακούσω μέσα στο μυαλό μου τις παραφωνίες του και ήμουνα σίγουρος, σε πείσμα όλων των υπολοίπων που τον υποτιμούσαν, πως μια μέρα θα γινόταν μέλος της συμφωνικής που ήθελε έστω κι αν το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να κοιτά τον μαέστρο με το λυπημένο του βλέμμα, μέσα από τα σιδερένια γυαλιά...
Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να τον ξαναδώ. Ήμουν πια έφηβος κι είχα αρχίσει να κάνω κι εγώ τα πρώτα μου βήματα στην μουσική. Ο μεγάλος αδερφός μου, ο οποίος είχε φύγει για σπουδές, ήταν μανιακός ακροατής και συλλέκτης κλασσικών δίσκων. Είχαμε και το δικό μας πιάνο, ένα φτηνό εκπαιδευτικό πιάνο, ωστόσο αληθινό, το οποίο δεν χόρταινα να κοιτάζω με τα μαυρόασπρα του πλήκτρα και το κουφάρι του γεμάτο χορδές και έμβολα. Κουτσά στραβά χτυπούσα κι εγώ μερικές νότες. Πειραματιζόμουν με τις αρμονίες, έπαιζα με το αυτί κάποια μελωδία από τους δίσκους.
Καθόμουν τα απογεύματα με τις ώρες με ύφος παραπληγικού πάνω από τα πλήκτρα, όσο η μάνα μου μαγείρευε στην κουζίνα. Θυμάμαι πως τα χέρια μου έσταζαν ιδρώτα κι είχα ένα πανί να σκουπίζω τα πλήκτρα να μην χαλάσουν. Ένα λοιπόν τέτοιο απόγευμα καθώς πάλευα με το πιάνο άκουσα το κουδούνι της πόρτας και σταμάτησα για λίγο για να δω ποιος είναι. Η πόρτα άνοιξε, η μητέρα μου χαιρέτησε και τότε άκουσα ξανά μετά από τόσα χρόνια τα σπαστά ελληνικά του Μισέλ με τα γο.
Από τον ενθουσιασμό ίδρωσα διπλά. Σκούπισα τα χέρια μου και συνέχισα να παίζω -τώρα που είχα και ακροατή ένα γνώστη- όσο καλύτερα μπορούσα, συμπληρώνοντας την σχεδόν ανύπαρκτη τεχνική μου με το πάθος της εφηβείας μου, με εκείνο το βουβό λυρισμό των πρώτων μου μεσημεριανών αυνανισμών. Έπαιζα κι ο Μιχάλης, όπως ήταν το αληθινό του όνομα, ρώτησε την μητέρα μου ποιος παίζει το πιάνο κι έμαθε πως ήμουν εγώ -ο μικρότερος της γιος- κι ύστερα τον άκουσα να σωπαίνει με σεβασμό...
Στην κουζίνα αργότερα μάθαμε πως είχε πάψει πια να κάνει μπάνια με μυρτιές όμως είχε γίνει χορτοφάγος και ορκισμένος εχθρός του αλατιού. Τον ρωτήσαμε πως και αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα και μας εξήγησε πως του είχε λείψει και πως ήθελε να δει όλους τους αγαπημένους του συγγενείς. Κι εμείς συμπεράναμε πως είχε ξεμείνει από χρήματα. Μας είπε κάτι περίεργα για μια ερωτική του περιπέτεια με μια μαύρη και καταλάβαμε πως του τα είχε φάει αυτή. Μας είπε πως διατηρούσε το πάθος του με την μουσική όμως τώρα αφοσιωνόταν περισσότερο στη γραφή συντάσσοντας λεπτομερή ημερολόγια με τις περιπέτειες του στην αιώνια πόλη του έρωτα. Τον ακούγαμε -εγώ δηλαδή- όσο η μαμά μου του ετοίμαζε ένα πιάτο τραχανά και -σαν να μην είχε πει τίποτα για χορτοφαγία- μισό κιλό παϊδάκια ψημένα στο γκριλ με μπόλικο αλάτι. Στο τέλος του πρόσφερε και μερικά ολόφρεσκα ροδάκινα από τον κήπο...
...τα έφαγε όλα.
Μερικές μέρες αργότερα ήρθε να μας χαιρετήσει κουβαλώντας την μικρή δερμάτινη βαλίτσα του και ένα πάκο με ολοκαίνουργια τετράδια για να γράφει τα ημερολόγια του. Τα χρήματα μας είχαν πιάσει τόπο. Μας φίλησε στο μάγουλο συγκινημένος και σε ένα βαθμό συγκινηθήκαμε κι εμείς. Και θυμάμαι ακόμα λίγο πριν στρέψει για το δρόμο που γύρισε, όπως πάντα μελαγχολικός, στο μέρος μου. 'Ήθελα να σε γωτήσω.' μου είπε και έσκυψε να σηκώσει την βαλίτσα 'τα τεμάχια που έπαιζες στο σπίτι όταν ήρθα, ήτο Μπαχ;'. Κι εγώ του απάντησα πως όχι και πως τα είχα βγάλει απ' το κεφάλι μου. 'Ήτο εξαιρετικά' κατέληξε κι εγώ τον ευχαρίστησα.
Ο καιρός πέρασε κι εγώ συνέχισα να παίζω άθλια στο πιάνο και να αυνανίζομαι το μεσημέρι. Μια μέρα μπήκε η μάνα μου στην κουζίνα, όσο τρώγαμε, με πονηρό ύφος κρατώντας ένα φάκελο αλληλογραφίας. 'Γράμμα απ' τον Μισέλ' μας είπε και άρχισε να μας διαβάζει δυνατά. Ανάμεσα στα άλλα έλεγε και τα εξής...
Αγαπητή εξαδέλφη ακόμα έχω στο στόμα μου την ωραιότατη γεύση του τραχανά. Α! Και τα ροδάκινα ήτο θαυμάσια.
Διάβαζε η μάνα μου κι εμείς γελούσαμε με γεμάτο το στόμα φαγητό. Μάθαμε ακόμα πως είχε παντρευτεί, πως είχε μάλιστα αγοράσει με τα λεφτά που οι καλοί συγγενείς του είχαν δανείσει, ένα πανάκριβο δαχτυλίδι στην Armande -την μαύρη- το οποίο σε λίγες μέρες είχε μυστηριωδώς εξαφανιστεί...
Ήταν ωραίος άνθρωπος ο Μισέλ. Εκκεντρικός μεν, αλλά αγνός. Θα τον θυμάμαι πάντα και θα τον μνημονεύω με ευγνωμοσύνη που λάτρεψε τα αδέξια 'τεμάχια' μου στο πιάνο και μου έδωσε κουράγιο και με έμαθε να πιστεύω στον εαυτό σε πείσμα των καιρών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου