Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Το μυστήριο του Δημήτρη Ροζάκου (μέρος τέταρτο και τελευταίο)

Γνώρισα τον αρχηγό και πρώτο ιερέα της εκκλησίας του Σατανά, Αυγερινό Πανόπουλο στο γραφείο του στην οδό Κλεισούρας σε ένα πολυόροφο κτίσμα που δεν είχε καμία διαφορά από τα υπόλοιπα μαυρισμένα από την αιθαλομίχλη και γκράφιτι κτίρια της πρωτεύουσας. Ένας εντυπωσιακά ψηλός γκριζομάλλης, μου άνοιξε την πόρτα του γραφείου ο ίδιος, παραβλέποντας όλους τους τύπους, όσο η γραμματέας του -μια κοπέλα δεκαοχτώ με δεκαεννιά ετών που είχε ξοδέψει το κραγιόν γενναιόδωρα πάνω στα χείλη της- προσπαθούσε να συνεφέρει έναν εκτυπωτή χτυπώντας τον με το χέρι.

Πήγα στην εταιρεία με ένα σωρό ερωτήματα που ζητούσαν απάντηση. Ήμουν αποφασισμένος να μην κάνω πίσω αν δεν τις έπαιρνα έστω και με το χειρότερο τρόπο. Η εξαφάνιση και η ανάσταση ενός ανύπαρκτου προσώπου ... μια εταιρεία που διακινεί προϊόντα χωρίς εμπορικές ετικέτες και διαφημιστικό brand name ...

Το θέμα ήταν πως τα νεύρα μου δεν ήταν και στην καλύτερη κατάσταση. Την νύχτα εκείνη που είδα την Ευαγγελία να μπαίνει στο σπίτι ταλαιπωρημένη χωρίς πειστικές εξηγήσεις για το που βρισκόταν κατέρρευσαν και οι τελευταίες βεβαιότητες της ζωής μου. Βεβαιότητες πάνω στις οποίες είχα επενδύσει τα πάντα. Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου δεν είχα πάψει ποτέ να πιστεύω πως μια χλιαρή καθημερινότητα και μια ερωτική σχέση που μετρούσα τις ώρες της περισσότερο με χασμουρητά παρά με οργασμούς ήταν ότι πιο σπουδαίο θα μπορούσα να περιμένω από αυτό τον κόσμο. Έστω όμως... ακόμα κι έτσι. Την Ευαγγελία την εμπιστευόμουν, την καταλάβαινα, την ήξερα και την βολευόμουν όπως το πετσί μου.

Κάναμε μια ατελείωτη συζήτηση εκείνη τη νύχτα για το τι μας συμβαίνει. Έμοιαζε να κρύβει κάτι. Ύστερα ήταν ο οίκτος. Σε κάθε κουβέντα της ένιωθα την απειλή μιας τρυφερότητας που ήταν πέρα ως πέρα λάθος. 'Θα πρέπει να κοιτάξεις να κάνεις μερικούς φίλους' μου είχε πει. 'Μένεις υπερβολικά πολύ μόνος σου. Οι σκέψεις σου θα σε τρελάνουν.' Καταλάβαινα που το πήγαινε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μου χάριζε το τελευταίο αντίο προτού με παρατήσει και συνεχίσει την ζωή της με κάποιον άλλο, ίσως λιγότερο δυσλειτουργικό. Το βιολί συνεχίστηκε το ίδιο για πολύ καιρό. Αργούσε συστηματικά να επιστρέψει από την δουλειά προφασιζόμενη συναντήσεις και ευθύνες για deadline που την έπνιγαν... και μετά μου μιλούσε με μια κατανόηση και κάτι χλιαρά γλυκόλογα που σέρνονταν γύρω μου σαν φίδια.

Έκλεισα τα εισιτήρια για την Αθήνα περισσότερο από πανικό παρά ύστερα από λογική σκέψη. Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω. Μιάμιση ώρα πτήση και η τάση φυγής είχε μετατραπεί σε ένα θυμό που δεν μπορούσα ούτε να τον εξηγήσω, ούτε να τον διαχειριστώ. Λίγο αργότερα μέσα στη φασαρία της κίνησης της πλατείας Ομονοίας ένιωθα πως θέλω να σκοτώσω κάποιον. Έφτασα στην οδό Κλεισούρας χτυπώντας με δύναμη πίσω μου την πόρτα του ταξί και όρμηξα στα σκαλιά της πολυκατοικίας. Σκεφτόμουν πως ίσως να αντιμετώπιζα ανθρώπους του υποκόσμου. Ο Ροζάκος από τον στρατό είχε μια ροπή να συναναστρέφεται με τέτοιους. Ή τουλάχιστον απατεώνες με πολλά περισσότερα κότσια από τα δικά μου. Είχα όρεξη να το παίξω ήρωας. Είχα όρεξη να φάω τα μούτρα μου.

Τώρα βρισκόμουν στο γραφείο απέναντι από τον Αυγερινό Πανόπουλο. Ανάσαινα ακόμα βαριά και προσπαθούσα να κρατήσω το κουράγιο μου ακέραιο. Ο θυμός μου είχε βρει την τελική του κατάληξη σε μια ντροπιαστική ιδέα πως όπως είχα ιδρώσει και έκανα τον ντέτεκτιβ που θα ξεδιαλύνει το μυστήριο ήμουνα γελοίος. Ο άνθρωπος, από την άλλη, που είχα μπροστά μου ήταν απολύτως φυσιολογικός. Η ευγένεια και η ομιλία του πρόδιδαν μια καλή μόρφωση. Είχε δυο απαλά λευκά χέρια που έμοιαζαν να μην έχουν δουλέψει ποτέ. Το μόνο περίεργο ήταν το μακρύ του πρόσωπο. Ήταν κάπως δυσανάλογο και παρά το λίπος είχε πολλά κόκαλα. Τα σμιχτά μάτια του ήταν πολύ μικρά, δυο τρύπες ίσα ίσα στο μέγεθος μιας βίδας. Σκέφτηκα πως ήταν πιο πονηρός και πιο έξυπνος από μένα. Ήμουνα χαμένος.

'Κύριε Πανόπουλε πήρα την κάρτα σας από τον φίλο μου Δημήτρη Ροζάκο...' ξεκίνησα το ποίημα. Είχα σκεφτεί ακριβώς τι θα έλεγα. Με άκουσε προσεχτικά χωρίς να μιλάει. Του είπα τα πάντα από την αρχή όπως είχαν συμβεί. Του είπα για την εξαφάνιση του Δημήτρη Ροζάκου, τον θάνατο, την άγνοια που είχαν κοινοί γνωστοί μας για την ύπαρξη του. Με άκουσε με το ύφος του ανθρώπου που καταλαβαίνει, εκπλήσσεται μεν αλλά έχει και κάθε καλή πρόθεση να πιστέψει. Κι ύστερα μου το πέταξε. 'Ακούστε όλα όσα λέτε είναι πολύ λογικό να σας φαίνονται περίεργα, όμως εμείς δεν είμαστε μια απλή εμπορική εταιρεία.' Πήγα να απαντήσω όμως το ύφος του με έκοψε. Άρχισε λοιπόν να μου λέει, όλα αυτά που εκείνη την πρώτη φορά μου ακούστηκαν τα πιο απίθανα και αστεία πράγματα που θα μπορούσε να ξεστομίσει ένας τύπος πίσω από ένα κατάλευκο γραφείο με διακοσμητικά αγαλματίδια και χαρτοκόπτες. Μου είπε για την εκκλησία του Σατανά και πως μπροστά μου είχα τον αρχιερέα και πρώτο τη τάξει εκπρόσωπο της. Μου έδειξε πίσω του στην μικρή βιβλιοθήκη έναν μικρό θυρεό πάνω σε μια ξύλινη βάση που παρίστανε ένα σύμβολο που από όσο εγώ μπορούσα να καταλάβω θα μπορούσε να είναι και το σήμα μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Σηκώθηκα έχοντας κλείσει τα αυτιά μου στις ανοησίες του κι έτρεξα να φύγω. Κατέβηκα τις σκάλες βιαστικά.

Το τελευταίο που συγκράτησα ήταν η παράκληση του να τον ακούσω προσεχτικά και πως ο λόγος που μου τα εμπιστευόταν όλα αυτά ήταν πως ήταν σίγουρος πως μια μέρα θα γινόμουν μέλος της εκκλησίας τους και μάλιστα πολύ αφοσιωμένο. Ο άνθρωπος με δούλευε ψιλό γαζί, σκεφτόμουν. Βγήκα στο φως του δρόμου αφυπνισμένος σαν από ένα αιώνιο ύπνο. Το μόνο που είχα ανάγκη ήταν λίγη κοινή λογική κι ένα ελεύθερο ταξί ...

Γύρισα στο νησί κι αποφάσισα πως επιτέλους είχε φτάσει η ώρα να καθίσω στα αυγά μου. Ίσως η Ευαγγελία να είχε δίκιο. Ίσως να είχα κλειστεί υπερβολικά στον εαυτό μου. Ίσως ήμουν ακόμα ένας θλιβερός ανθρωπάκος -όπως τόσοι και τόσοι- που είχε αποτύχει να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που είχε αλλάξει ραγδαία. Κουβαλούσα πτώματα από την περασμένη δεκαετία. Ο Κουρτ Κομπέιν ήταν νεκρός. Κι ο Μικ Τζάγκερ είχε κάνει λίφτινγκ στους όρχεις του. Το ροκ εν ρολ δεν ήταν απλά νεκρό, είχε γίνει μνημείο σε δημόσια θέα για να αφοδεύουν τα περιστέρια και να φωτογραφίζονται οι τουρίστες.

Αφοσιώθηκα στη δουλειά μου χωρίς βέβαια να κάνω τίποτα το ιδιαίτερο και φρόντισα να κάνω μερικές καινούριες παρέες που να είναι στα μέτρα μου. Ως εκ τούτου στοίχειωσα τα μπαρ της πόλης μαζί με άλλους δυο καλόκαρδους μικροαστούς με μέτριο εισόδημα και μικρά γιαπωνέζικα οικονομικά αμάξια... Μιλούσαμε για σινεφίλ ταινίες -που δεν βλέπονταν- και εναλλακτική μουσική -που δεν ακουγόταν-. Ήταν μια παρηγοριά. Επίσης κατεβάζαμε μεγάλες ποσότητες μπύρας και όταν υπήρχε κέφι κάναμε αστεία σαν αληθινοί άντρες για την μία ή την άλλη γκόμενα που το ζητούσε ο οργανισμός της. Γυρνούσα σπίτι αργά, πρησμένος και ήρεμος. Στο κρεβάτι δεν άπλωνα ούτε εγώ το χέρι μου, ούτε η Ευαγγελία.

Δεν χρειάστηκαν ούτε δυο μήνες για να χτυπήσω και πάλι το θυροτηλέφωνο στον αριθμό 9 της οδού Κλεισούρας. Κι αυτή την φορά δεν ζητούσα απαντήσεις. Ήμουν έτοιμος να παραδοθώ.

Όλα ξεκίνησαν όταν μου καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα πως η Ευαγγελία με απατά. Είχα βάλει στο μάτι ένα συνάδελφο της για τον οποίο μιλούσε συνέχεια με θαυμασμό. Ήταν ένα τρομερό δείγμα του είδους. Χοντρός ... αδέξιος και με μια γκαρνταρόμπα από σακάκια και εμπριμέ γραβάτες που δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει βεστιάριο επιθεώρησης. Όμως ήταν ήρεμος άνθρωπος κι είχε και μια μαλακή εύπλαστη καρδιά που αν δεν ήσουν υποψιασμένος θα μπορούσες να την πεις και καλοσύνη.

Σε μια εξωφρενική απόπειρα τους ακολούθησα μετά την δουλειά σε μια καφετέρια όπου σύχναζαν καθηγητές. Στάθηκα μπροστά τους και βρόντηξα συντετριμμένος για το πόσο με είχε εξαπατήσει. Σε λίγο στεκόταν πλάι μου μια κοντή γυναίκα με φουντωτά μαλλιά. Μου συστήθηκε ως η σύζυγος του καθηγητή. Έμοιαζαν τόσο ταιριαστοί η αλήθεια οι δυο τους ... Στο σπίτι η Ευαγγελία με έβαλε κάτω, θριαμβευτής πια των πολύχρονων μαχών μας, και μου είπε πως αυτό πια πήγαινε πολύ. Την είχα ρεζιλέψει, την είχα εξουθενώσει. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως η μόνη αιτία αυτής της συμπεριφοράς μου ήταν ο αβάσταχτος έρωτας που ένιωθα για αυτή. Μου απάντησε 'μπα...έρωτα το λες αυτό;' κι ύστερα μάζεψε τα πράγματα της και έκλεισε την πόρτα φεύγοντας για πάντα.

Θυμάμαι ο ταλαίπωρος ψυχολόγος που ζήτησα να ακουμπήσω το υπαρξιακό μου βάρος μετά από το χωρισμό τα βρήκε σκούρα προσπαθώντας να πει -ή να πουλήσει- δυο τρεις κουβέντες παρηγοριάς. Μου έγραψε μια χούφτα αντικαταθλιπτικά. Τα καταβρόχθιζα πρωί βράδυ πνίγοντας το μυαλό μου σε έναν παράξενο ίλιγγο. Ένιωθα ηλίθιος και ανήμπορος σαν μικρό παιδί. Του ζήτησα να αλλάξουμε θεραπεία και δέχτηκε να δοκιμάσουμε ψυχοθεραπεία με κουβέντα. Ύστερα από ατελείωτες συζητήσεις στο δερμάτινο καναπέ του σήκωσε τα χέρια ψηλά. 'Ξέρεις θα είναι δύσκολο να λειτουργήσει αυτό αν δεν πιστέψεις πως μπορείς' μου είπε. Ύστερα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο ράφι με τα βιβλία κι έπιασε ένα παράξενο ξύλινο αντικείμενο τυλιγμένο με σελοφάν. Ήταν η εικόνα της Παναγίας. Έπιασα το κεφάλι μου με απελπισία. 'Τότε κάνε κάτι πιο απλό, υπoστήριξε ας πούμε μια ποδοσφαιρική ομάδα, βοηθάει να ανήκουμε κάπου' μου είπε. Του είπα πως είμαι ΑΕΚ και πως μόλις είχε υποβιβαστεί στην Γ εθνική...

Αυτή την φορά ο Αυγερινός Πανόπουλος μου φαινόταν πιο αληθινός, πιο οικείος. Δέχτηκα τις παλάβρες του χωρίς αντιρρήσεις. Η Γενική Εμπορίου ήταν η εκκλησία του Σατανά. Μάλιστα. Ο Δημήτρης Ροζάκος -όπως και όλα τα μέλη της εκκλησίας- είχε πουλήσει την ψυχή και το σώμα του στο διάβολο τη νύχτα που πήδηξε στο κενό από ένα βράχο της Μεσσηνίας. Μάλιστα. Η ταυτότητα του, η ύπαρξη του είχαν διαγραφεί από τις αναμνήσεις των άπιστων με διαδικασίες εξπρές. Δεν ήταν μεταφυσικό, δεν ήταν αστυνομικό, ήταν απλά μια τεχνική, ένα modus operandi όλων των κολασμένων. Μάλιστα. Η εκκλησία του Σατανά παρείχε κάλυψη -ιατροφαρμακευτική πρόνοια, συνταξιοδότηση κτλ- σε όλα τα μέλη της τα οποία υποχρεούνταν να δουλεύουν αποκλειστικά και μόνο για αυτήν υπό την επωνυμία της Γενικής Εμπορίου Αυγερινός Πανόπουλος ΑΕ. Οι απολαβές ήταν πέρα ως πέρα ικανοποιητικές. Σε πολλές περιπτώσεις αστρονομικές. Μάλιστα. Οι μοναδικές υποχρεώσεις που βαραίνουν τα μέλη της εκκλησίας είναι μια ασήμαντη μηνιαία συνδρομή, όπως επίσης και η δέσμευση για μια αλύγιστη θέληση για χλευασμό και βέβαια αποφυγή του οτιδήποτε δεν συνάδει με την σατανική αρχή που συνοψίζεται στο λατινικό ρητό magister artis ingeniique largitor venter.*

Δεν πρόλαβε καν να τελειώσει κι είχα απλώσει τα χέρια στο γραφείο του φωνάζοντας πως θέλω να γίνω μέλος. Ήμουν έτοιμος να πέσω στα πόδια του και να τον παρακαλέσω. 'Εντάξει' μου είπε 'δεκτόν, όμως πρώτα πρέπει να βρεις την κλίση σου, πρέπει να βρεις τι θα πουλάς'. Το οτιδήποτε του απάντησα. Απορρυπαντικά, σερβιέτες, κονσέρβες, προφυλακτικά ... πίτσες.

Because of him...

'Ήρεμα' μου είπε 'δεν είναι τόσο απλό, θέλω να βρεις κάτι που να σου αρέσει. Τι σου αρέσει να κάνεις;'. Του εξήγησα πως μου αρέσει να διαβάζω ηλίθια βιβλία. 'Αυτό σπούδασα' του είπα. 'Είμαι διαβαστής βιβλίων'. Στράβωσε το στόμα κι έμεινε σιωπηλός. Τον είχα μπερδέψει.

Γύρισα στη Ρόδο πιο παλαβός από ποτέ. Υποθέτω πως το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει. Το καλούπι μου είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Πάνω από όλα είχα το σπίτι πια όλο δικό μου. Είχα τον προσωπικό μου χώρο να εκδηλωθώ. Το κρεβάτι μου έπαψε πια να είναι η αρένα των στημένων αγώνων με την Ευαγγελία. Κανείς δεν είχε λόγο να προσποιηθεί, ούτε τον νταή, ούτε τον κουρασμένο, ούτε οργασμό. Γέμισε τώρα βρώμικα εσώρουχα, συσκευασίες junk food, σταχτοδοχεία γεμάτα αποτσίγαρα. Και βέβαια βιβλία....

Τους επόμενους έξι μήνες μέσα στο τριάρι που κληρονόμησα από τον πατέρα έδωσα όλο μου το είναι. Το ξέρω πως δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Αυνανισμός, κατάθλιψη, οκνηρία, ξεσπάσματα μεγαλομανίας. Όμως αυτό ήμουν. Καλώς ή κακώς. Ήταν πια ξεκάθαρο στο μυαλό μου. Αναμμένο και ευανάγνωστο σαν φωτεινή επιγραφή. Όπως οι περισσότεροι της γενιάς μου, όπως ο καλός μου φίλος Δημήτρης Ροζάκος ... είχα ποντάρει στο μέλλον μου με ενθουσιασμό. Τα στοιχήματα είχαν πέσει, η μπίλια είχε κάτσει. Κι είχα χάσει. Ήταν τότε που έπιασα πρώτη φορά να γράφω τα ημερολόγια μου. Σκόρπιες σκέψεις στην αρχή. Ύστερα πιο συγκροτημένα. Σκαρφίστηκα ένα βιβλίο με κάποιον ταλαίπωρο που είχε μια ανιαρή δουλειά γραφείου...μια άνοστη σχέση...ένα μικρό οικονομικό γιαπωνέζικο αμάξι...

Το έγραψα με πάθος. Με αληθινό οίστρο. Ήθελα να δώσω ελπίδα σε όποιον το διαβάσει. Να του δώσω κουράγιο να μην τα παρατά. Μα πιο πολύ ήθελα να γελάσω. Το τελείωσα, το εκτύπωσα και το έστειλα μέσα σε ένα φάκελο στα γραφεία της Γενικής Εμπορίου Αυγερινός Πανόπουλος. Δεν περίμενα βέβαια τίποτα καλό να βγει από αυτό. Τον καιρό που απόμεινε μέχρι το τέλος τον πέρασα ακόμα πιο στεγνά. Στο τουριστικό γραφείο πια είχα γίνει ανυπόφορος. Σχολίαζα τα πάντα ειρωνικά. Το αφεντικό έβγαζε καπνούς όποτε με έβλεπε να κάθομαι στο γραφείο με τα χέρια στο κεφάλι και να κοιτάζω στο πουθενά. Τον έστελνα από μέσα μου στο διάολο.

Ώσπου μια νύχτα γυρνώντας σπίτι σταμάτησα στους φωτεινούς σηματοδότες της κεντρικής οδού. Ήταν μια βροχερή ανοιξιάτικη νύχτα. Το νερό έσταζε αργά στο παρμπρίζ παραμορφώνοντας τα φώτα του δρόμου. Στην αρχή το βλέμμα μου προσπέρασε χωρίς να δώσει σημασία. Και μετά την είδα. Περπατούσε κρατώντας το χέρι του τρυφερά. Σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα προτού τρέξει στο υπόστεγο να καλυφθεί από την βροχή. Ήταν η Ευαγγελία και εκείνος ο μπόζο από τη σχολή. Δεν πρόλαβα να το χαρώ. Πάντα το χαίρομαι όταν αποδεικνύεται πως είχα δίκιο. Άναψε το πράσινο. Πάτησα το γκάζι τέρμα κι άκουσα την μηχανή να γκρινιάζει σαν σκυλί.

Για λίγο, όσο κράτησε η απότομη επιτάχυνση είδα τις ψηλόλιγνες σημύδες της κεντρικής οδού να εξαφανίζονται σα μια στήλη καπνού πίσω μου. Ύστερα άκουσα τα ελαστικά να στριγγλίζουν στην υγρή άσφαλτο. Θυμάμαι τον κορμό ενός δέντρου να φωτίζεται στιγμιαία με τους προβολείς. Θυμάμαι το κεφάλι μου να χτυπάει με ορμή στο τιμόνι. Και μετά μαύρο.

Την εικοστή εβδόμη Απριλίου άνοιξα τα μάτια στο διαμέρισμα μου με το ξυπνητήρι να ξεφωνίζει πως πρέπει να βιαστώ για την δουλειά. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Οι κουρτίνες φούσκωναν με τον αέρα κι από μέσα περνούσε καθαρό φως. Σηκώθηκα από το κρεβάτι με τα χίλια ζόρια και κατευθύνθηκα στην κουζίνα να φτιάξω ένα φλιτζάνι δυνατό καφέ. 'Χριστέ μου' σκέφτηκα 'κάποιος πρέπει να με χτύπησε με ένα σφυρί στο κεφάλι.' Κι ύστερα σκέφτηκα πως ίσως θα πρέπει να βάλω ένα μέτρο στο ποτό. Ρούφηξα τον καφέ, άναψα τσιγάρο. Βρήκα μια μπαγιάτικη εφημερίδα στο τραπέζι κι άρχισα να διαβάζω μήπως και συνέλθω. Από ότι φαίνεται κάποιος υπουργός είχε βάλει το χέρι του πάλι στο βάζο με την μαρμελάδα. 'Οι συκοφάντες θα τιμωρηθούν' δήλωνε. Πέταξα την εφημερίδα αηδιασμένος και κατευθύνθηκα στο μπάνιο. Άνοιξα την βρύση να τρέξει παγωμένο νερό και σαπούνισα τα μούτρα μου. Το θέαμα στο καθρέφτη ήταν αποκαρδιωτικό. 

Και τότε μου πέρασε μια τρελή ιδέα από το μυαλό. Θυμήθηκα τα λόγια του Ροζάκου.

ξύπνησα σε ένα δωμάτιο με αφόρητη ζέστη. Δίπλα μου στο κομοδίνο βρήκα μια εφημερίδα ...

Έτρεξα στην κουζίνα. Έπιασα την εφημερίδα κι άρχισα να ψάχνω στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Ανάμεσα σε άλλες ειδήσεις ένα μικρό μονόστηλο ήταν κυκλωμένο με μαρκαδόρο. 'Νεαρός άντρας σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο κέντρο της πόλης...'

Δεν ξέρω πως παίρνουν οι περισσότεροι το θάνατο τους. Γενικά είμαι κάπως υστερικός. Το λογικό για μένα θα ήταν να τρέξω στους δρόμους γυμνός και να τσιρίξω. Όμως αυτή την φορά έβαλα τα δυνατά μου να συγκρατηθώ. Και παραδόξως τα πήγα πολύ καλά. Ίσως να έφταιγε που εκείνη τη μέρα ο ήλιος έκαιγε δυνατά χωρίς να δίνει δεκάρα για το ποιος ζει ή πεθαίνει εδώ κάτω. Ίσως πάλι να ήταν κι ο χρόνος που είχε κυλήσει. Μπορεί και να είχα ωριμάσει. Διάολε πόσο πιο ώριμος να γίνει κάποιος από νεκρός; Φόρεσα το μπλουτζην μου και ένα μπλουζάκι και ετοιμάστηκα να βγω. Σκέφτηκα πως όπως είχαν έρθει τα πράγματα είχα άφθονο χρόνο μπροστά μου. Κι ήμουνα ελεύθερος να κάνω ότι θέλω όπως θέλω. Αν ο Πανόπουλος ήταν σωστός τότε σε αυτή την πόλη δεν θα με θυμόταν πια κανείς.




* Η μητέρα όλων των τεχνών, αυτή που μοιράζει ιδιοφυΐα, η κοιλιά. 


Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Το μυστήριο του Δημήτρη Ροζάκου (μέρος τρίτο)

Ο άνθρωπος αλλάζει. Ή πιο σωστά εκδηλώνεται, ξεφορτώνεται με τον καιρό σιγά σιγά το κέλυφος από πάνω του και δείχνει στην ουσία τι είναι ... αυτό είναι κάτι που κανένας μας δεν μπορεί να το αποφύγει. Κανένας δεν μπορεί να γλιτώσει από την αποκαλυπτική φθορά του χρόνου. Έχω δει πολλές απόπειρες ρετουσαρίσματος, αναπαλαίωσης, απόκρυψης των ελαττωματικών μερών ή προώθησης ενός καινούριου εαυτού, όμως ήταν όλες τους αποτυχημένες και πέρα ως πέρα για γέλια.

Πάρε για παράδειγμα τον ομοφυλόφιλο της διπλανής πόρτας. Μάλλον όχι, καλύτερα πάρε για παράδειγμα εμένα. Στα 27 μου ήμουν ένας νέος γεμάτος προσδοκίες. Όχι απλά γεμάτος, κυριολεχτικά μπουκωμένος με ότι σαχλό μπορεί να βρει ο άνθρωπος μέσα στα φτηνότερα και τα πιο κοινότοπα εγχειρίδια για προσωπική ολοκλήρωση. Ήμουνα νέος, ωραίος, είχα σχεδόν όλα τα δόντια μου γερά και σε στιγμές μεγάλης διαύγειας ή μέθης είχα το γούστο μου. Όμως όσο ηλίθιος και άβγαλτος κι αν ήμουν δεν μπορούσα να μην διακρίνω τα σημάδια μιας αναπόφευκτης μετάλλαξης προς το χειρότερο. Ο καιρός περνούσε κι εγώ έπρεπε να μελετήσω την άμυνα μου απέναντι του, να φτιάξω αναχώματα.

Πρακτικά αυτό σήμαινε πως δυο χρόνια αργότερα στα 29 μου βρήκα τον εαυτό μου σε μια επικίνδυνα συναρπαστική δουλειά σε ένα τουριστικό πρακτορείο.

Στα 29 μου επίσης απέκτησα μια επικίνδυνα συναρπαστική αλλά και πολύ σοβαρή σχέση με μια γυναίκα που όπως η ίδια συνήθιζε να λέει 'δεν έφταιγε σε τίποτα'. Κάτω από την επικτακτική ανάγκη για οριστικές λύσεις όλες οι επιλογές μου έπρεπε να έχουν την σφραγίδα του μόνιμου και του οριστικού. Όσο για τα όνειρα και τις προσδοκίες μου τις άφησα να ξεφουσκώσουν αργά και βασανιστικά ώσπου να απομείνουν στο τέλος δυο τρεις ξεγυρισμένες νευρώσεις τις οποίες δεν βαριόμουν να τις διαφημίζω στους γύρω μου ως 'χαρακτήρα' ή 'ιδιαιτερότητα'. Μπορεί η ζωή μου να ήταν λίγο σκατά αλλά ήμουν ξεχωριστός ... σκεφτόμουν.

Καταλαβαίνω πως όποιος το διαβάζει αυτό θα έχει τις αντιρρήσεις του. Κατανοώ πως θα υπάρχουν ενστάσεις. 'Δεν είναι έτσι τα πράγματα' θα πουν μερικοί. 'Είσαι πολύ απόλυτος φίλε, τα βλέπεις πολύ μαύρα'. Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι και κανένα αστέρι στη θετική σκέψη, όμως πιστέψτε με το έχω δει παντού και δεν υπάρχει εξαίρεση για κανένα. Όσο μεθοδικά, όσο έξυπνα, όσο προνοητικά κι αν έπραξε κανείς ... είτε επέλεξε να ξοδέψει τα χρόνια του αργά, συνετά, καίγοντας τις μέρες του με το σταγονόμετρο μέσα σε εστίες πανεπιστημίων ή επαγγελματικούς συλλόγους είτε τα έδωσε όλα για όλα σαν να μην υπάρχει αύριο -ελπίζοντας προφανώς πως μην πιστεύοντας σε αυτό θα το ξορκίσει- ο χρόνος ήρθε και τον βρήκε και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λίγο ή περισσότερο, τον έκανε κορόιδο.

Φημολογείται πως ο Τέρης Χρυσός υπήρξε εραστής της Ντόρας Μπακογιάννης. Καρπός του θυελλώδους αυτού έρωτα ήταν ο υπουργός Δ.Μ. & Η.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης. 

Speak of the devil ... εδώ με τον παππού του ...

Ίσως ο μόνος που είδα να ξεφεύγει από αυτό το θλιβερό συμβόλαιο ήταν ο Δημήτρης Ροζάκος. Αυτός και το παλιό μοντέλο της Ford Taurus που έμοιαζε ολοκαίνουρια κι αστραφτερή σαν να είχε μόλις τσουλίσει στο δρόμο κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 90. Όμως ο Ροζάκος, όπως και να το κάνουμε, μας είχε συνηθίσει στα θαύματα.

Βλέποντας τον τώρα να μου κάνει νοήματα να τον πλησιάσω αποφάσισα πως θα ήταν καλύτερα να κάνω πως δεν τον είδα και να συνεχίσω στο δρόμο μου σφίγγοντας τον φάκελο με τα χαρτιά κάτω απ' τα χέρια. Πέρασα βιαστικά ανάμεσα από την κίνηση και επέστρεψα στο γραφείο.

Λίγο αργότερα όταν γύρισα σπίτι άνοιξα την πόρτα για να έρθω αντιμέτωπος με μια απόλυτη ησυχία που δεν ήταν συνηθισμένη τέτοιες ώρες. Στο τραπέζι της κουζίνας βρήκα ένα αυτοκόλλητο σημείωμα. 'Έκτακτη συνέλευση στη σχολή θα αργήσω. Το φαί είναι στο ψυγείο. Αν δεν σου αρέσει μπορείς να πεθάνεις από την πείνα !'. Να και κάτι που δεν μπορούσα με τίποτα να καταλάβω ... το χιούμορ της Ευαγγελίας. Στην αρχή όταν την πρωτογνώρισα πίστεψα πως απλά δεν υπάρχει. Μετά κατάλαβα πως απλά ήταν αλλιώτικο από τα άλλα, ήθελε γνώση για να το εντοπίσεις. Ήταν ένα ψυχρό, μονότονο, παγωμένο χιούμορ περίπου το ίδιο με το κυριακάτικο σεξ που είχαμε καθιερώσει.

Κάθισα στο καναπέ κι έβαλα την τηλεόραση να παίζει με ένα πιάτο μπροστά μου. Είδα μερικά αμερικάνικα αστυνομικά καταβροχθίζοντας. Ύστερα κατέβασα μερικές μπύρες και μέσα σε μερικά λεπτά είχα αποκοιμηθεί σαν πουλάκι με τους αμερικάνους να κραδαίνουν τα σιδερένια μαραφέτια τους στην οθόνη. Όταν ξύπνησα η ώρα είχε πάει οχτώ κι η Ευαγγελία δεν είχε ακόμα φανεί. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη. Άρχισα να αναρωτιέμαι αν τελικά είχε μπει σε εφαρμογή το δεύτερο ή τρίτο τελεσίγραφο που μου είχε δώσει. Εκείνο το 'αν δεν αλλάξεις τελειώσαμε.' Πήγα στο δωμάτιο να δω αν είχε μαζέψει τα πράγματα της όμως τα πάντα ήταν εκεί.

Ήταν κάπου τότε που άκουσα την φασαρία από το δρόμο. Ξεκίνησε με την διαπεραστική φωνή μιας ηλικιωμένης γυναίκας που έμοιαζε να μιλάει σέρνοντας το σώμα της. Αγκομαχούσε. Βγήκα στο μπαλκόνι και την είδα να χειρονομεί πολύ ζωηρά μπροστά σε ένα νέο άνδρα, τον οποίο αναγνώρισα για τον Ροζάκο μπροστά στη σταθμευμένη Φορντ. Το καπό ήταν ανοιχτό και μπορούσα να διακρίνω ένα σωρό λευκές συσκευασίες όπως αυτές των απορρυπαντικών στο σούπερμαρκετ. Η γριά φορούσε μια νυχτικιά και τσόκαρα.

-νεαρέ ΔΕΝ ΤΟ ΘΕΛΩ το σαπούνι να το πάρεις πίσω, του είπε.

-μα κυρία μου το αγοράσατε ...

-θα με μαλώσει ο άντρας μου σου λέω παρτο πίσω. Η φίλη μου που πήρε το ίδιο μου είπε πως δεν είναι καλό.

Σε λίγο μαζεύτηκαν κι άλλοι από την γειτονιά, οι περισσότεροι γέροι και περικύκλωσαν το αμάξι.

-Τι συμβαίνει εδώ, ρώτησε ένας κύριος με μια μεγάλη γαλάζια βαμβακερή φανέλα και ένα κεφάλι που έμοιαζε με τριχωτό πεπόνι. Γιατί φωνάζεις κυρία;

-ο νεαρός πήγε να με εξαπατήσει.

Έβλεπα τον δύστυχο τον Δημήτρη εν μέσω όλων αυτών των γέρων που αλάλιαζαν γύρω του. Οι περισσότεροι ήταν αρκετά πιο κοντοί του κι είχαν επιθετική συμπεριφορά εκτός από έναν κοτσονάτο παππού με σορτς που είχε ακουμπήσει με τον αγκώνα στο μπροστινό καπό της φορντ κι έκανε κέφι με την κατάσταση. Αναρωτιόμουν πότε θα ακουγόταν η γνωστή φράση για το κράτος...

Ακούστηκε κάτι παρεμφερές.

-Ε δεν υπάρχει έλεος. Δεν υπάρχει έλεος σε αυτή την χώρα, είπε ένας με γυαλιά, που τουλάχιστον από όσο έδειχνε το ύφος του με τα πυκνά φρύδια και τα μάτια να καίγονται από κάτω, είχε θυμώσει

Δεν ξέρω πως μου την βίδωσε κι αποφάσισα να κάνω τον ήρωα. Έβαλα το μπουφάν μου και κατέβηκα κάτω. Μόλις είχε αρχίσει να βραδιάζει κι είχε πια, μέσα Οκτωβρίου, μια ψύχρα τέτοια ώρα. Παραμέρισα το πλήθος με τα χέρια κι έφτασα κοντά στο φίλο μου. Έκανα βέβαια σαν να μην το ξέρω. Ύστερα έριξα μια ματιά στις συσκευασίες με τα απορρυπαντικά και τα σαπούνια μέσα στο καπό να δω τι λένε.

Οικολογικά Προϊόντα – Φιλικά στο Περιβάλλον – 100% Αντιαλλεργικά

-Με συγχωρείτε πουλάτε το οικολογικό σαπούνι, αυτό στη τηλεόραση;

Ο Ροζάκος με κοίταξε με πονηρό βλέμμα. Τον πρόσεξα καλά από κοντά τώρα. Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από πάνω του. Ήταν ο ίδιος και ίσως και καλύτερος από παλιά. Δεν ήταν μόνο το σώμα του που είχε δέσει και είχαν ανοίξει οι πλάτες αλλά και το δέρμα του που ήταν λαμπερό και ολοκάθαρο σαν καινούριο νοβοπάν. Όσο για τους δυο μαύρους κύκλους που θυμόμουν γύρω από τα κατακόκκινα μάτια του είχαν τώρα εξαφανιστεί εντελώς και την θέση τους είχε πάρει ένα υγιέστατο βλέμμα ενός ανοιχτόκαρδου ανθρώπου. Το μόνο παράξενο απάνω του ήταν τα ρούχα του τα οποία έμοιαζε να τα έχει ξεθάψει από κάποια αμερικάνικη ταινία της περασμένης δεκαετίας. Για κάποιο λόγο ένιωθα το ίδιο οικεία μαζί του όπως και παλιά.Έβγαλα από το πορτοφόλι μου ένα πενηντάευρω και του είπα να μου δώσει ένα πεντάκιλο σκόνη για το πλυντήριο και σαπούνι για τα πιάτα... 

Σε λίγη ώρα ήμασταν μόνοι μπροστά στο καπό που είχε αδειάσει κι οι γέροι έφευγαν πίσω στα σπίτια τους κουβαλώντας τις τσάντες γεμάτες με πράγματα.

-Ροζάκο έχεις πολλά να μου εξηγήσεις, του είπα έτοιμος να ορμήξω πάνω του. 

Με κοίταξε σαν κουτάβι χωρίς να πει τίποτα. Τον λυπήθηκα. 

-...αλλά πρώτα πες μου πως διάολο κατέληξες με όλο αυτό το σαπούνι. 

Πήγαμε σε ένα συνοικιακό μπαρ και καθίσαμε να τα πούμε. Ήταν ένα στριμοκώλικο μαγαζί κι ο μπάρμαν ένας μορφονιός της κακιάς ώρας με κοτσίδα δεν σταματούσε να μας ρίχνει στραβές ματιές όσο σκούπιζε τα ποτήρια. Όμως κρατήσαμε τον τόνο της φωνής μας χαμηλό να μην ακούει.

-Είναι πολλά που πρέπει να σου εξηγήσω, μου είπε, δεν ξέρω από που να αρχίσω. 

-Ξεκίνα από τον θάνατο σου. 

Έτριψε το παγωμένο ποτήρι με τα δάχτυλα του και με κοίταξε.

-Δεν ξέρω πως έγινε. Ειλικρινά. Πάντως έγινε. Ήμουνα λιώμα. Ειλικρινά δεν θυμόμουν τίποτα. Μόνο να πετάω τα ρούχα μου πάνω σε ένα βράχο μέσα στο σκοτάδι κι ύστερα να βουτάω στο κενό τσιρίζοντας. Ύστερα από μερικές μέρες ξύπνησα σε ένα δωμάτιο με αφόρητη ζέστη. Δίπλα μου στο κομοδίνο βρήκα μια εφημερίδα. Ήταν ανοιχτή και κάποιος είχε σημειώσει με ένα μαρκαδόρο το άρθρο που μιλούσε για τον θάνατο μου. Μην με πιέσεις να σου πω παραπάνω, δεν ξέρω αν μπορώ αυτή τη στιγμή. 

Έμεινα να τον κοιτάζω έκπληκτος. Για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό ένιωσα να επιστρέφει μια γαλήνη μέσα μου την οποία πίστευα πως είχα χάσει για πάντα. Το θέμα σκεφτόμουν ήταν αστυνομικό κι όχι μεταφυσικό. Κάποιος είχε εκμεταλλευτεί ένα τυχαίο κορμί που είχε ξεβράσει η θάλασσα στο Αιγαίο για τους δικούς του σκοπούς. Ίσως ο Ροζάκος που ήταν θαμμένος στο κοιμητήριο της Καλαμάτας να ήταν ένας άλλος άγνωστος άνδρας τον οποίο οι αρχές μπέρδεψαν με αυτόν. Κι ύστερα θυμήθηκα το άλλο μυστήριο, το γεγονός πως κανείς από τους κοινούς μας γνωστούς δεν τον θυμόταν. Ο Ροζάκος ήταν ένα ανύπαρκτο πρόσωπο. Τον ρώτησα για αυτό.

-Υπάρχουν εξηγήσεις για όλα. Απλά δεν ξέρω αν θα σε ικανοποιήσει καμιά από αυτές, μου είπε.  Όπως και να 'χει με συγχωρείς που χάθηκα αλλά δεν γινόταν αλλιώς. 

Η γαλήνη έγινε καπνός. Μια κουβέντα του και το κλουβί με τους τρελούς ήταν πάλι ανοιχτό. Ζήτησα ακόμα ένα ποτό κι ήπια σιωπηλός για λίγη ώρα. Ύστερα πήγα να συνεχίσω την ανάκριση μα δεν πρόλαβα να ανοίξω το στόμα μου και με σταμάτησε.

-Ας κάνουμε μια συμφωνία, μου είπε. Ας τα αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι κι ας υποσχεθούμε πως θα μιλήσουμε για το θέμα ξανά σε άλλο μέρος χωρίς ενοχλητικά πρόσωπα γύρω, είπε και έριξε μια ματιά προς τον μπάρμαν. Σου υπόσχομαι να στα εξηγήσω όλα.

Συμφώνησα και τότε αυτός μου ζήτησε να του πω τα νέα μου, όπως και έκανα. Γέλασε ελάχιστα με την ιλαροτραγωδία της προσωπικής μου ζωής και ύστερα τον ρώτησα ξανά να μου πει πως και ασχολήθηκε με τα απορρυπαντικά, μια ερώτηση που τον έστειλε στην άκρη του μπαρ να χτυπιέται γελώντας σαν ηλίθιος. Μου είπε πως τώρα ήταν απορρυπαντικά, αύριο θα είναι ρούχα, μεθαύριο τρόφιμα, είδη αυτοκινήτου. 'Γενικά ασχολούμαι με το εμπόριο' μου είπε. Κι ύστερα με χτύπησε στην πλάτη και μου είπε πως πριν ήμουνα καταπληκτικός και πως μια μέρα ίσως να συνεργαζόμασταν ...

Επέστρεψα στο σπίτι αρκετά μεθυσμένος χαϊδεύοντας στη τσέπη μου μια κάρτα που μου είχε δώσει με την διεύθυνση της επιχείρησης που δούλευε. Ξεκλείδωσα και βρήκα το σπίτι άδειο όπως και πριν. Είχαν περάσει πάνω από 9 ώρες. Το ποτό, μαζί με την κάρτα του πεθαμένου στη τσέπη μου, και η απουσία της Ευαγγελίας μου έλεγαν πως τα πράγματα δεν ήταν και πολύ σπουδαία. Έβγαλα την κάρτα από την τσέπη και την διάβασα ξανά.

Γενική εμπορίου Αυγερινός Πανόπουλος
Κλεισούρας 9, Παγκράτι
Αθήνα

Αυγερινός Πανόπουλος. Αυτός ήταν το αφεντικό όπως μου είπε ο Ροζάκος. Λες πίσω από όλα να κρύβεται αυτός, σκέφτηκα. Κι ύστερα μου φάνηκε πως είδα τα γράμματα στην κάρτα να γυαλίζουν. Μια χρυσή λάμψη πέρασε στιγμιαία από πάνω τους σαν φλόγα. 

Άκουσα την πόρτα να ξεκλειδώνει. Ανοίγοντας εμφανίστηκε η Ευαγγελία με τα μαλλιά ανακατεμένα και τα ρούχα σε άσχημη κατάσταση. Έμοιαζε να γυρνούσε στους δρόμους όλη μέρα χωρίς να ξέρει που πηγαίνει.  

to be continued...

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Το μυστήριο του Δημήτρη Ροζάκου (μέρος δεύτερο)

Την γνώρισα σε ένα γάμο την ώρα της λειτουργίας. Φορούσε ένα λεπτό φόρεμα και όπως όλες οι φίλες της νύφης της είχαν δέσει δυο λευκά λουλούδια στα μαλλιά. Είχε αφόρητη ζέστη την ώρα του γάμου. Ήμουνα μούσκεμα και κόκκινος κι ένιωθα γελοίος. Το πουκάμισο μου είχε χάσει την ισιάδα του τελείως. Και το πρόσωπο μου έσταζε ασταμάτητα, όπως το πρόσωπο ενός ανθρώπου που δουλεύει στο χωράφι κάτω από τον ήλιο ενώ το μόνο που έκανα ήταν να στέκομαι ακίνητος και να ακούω τους ψαλτάδες. 'Θέλεις ένα μαντηλάκι να σκουπιστείς;' με ρώτησε. Την κοίταξα χωρίς να απαντήσω και πηρα το χαρτί από τα χέρια της.

Μερικές μέρες αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο μου κι ήταν εκείνη που το είχε ζητήσει από έναν κοινό γνωστό. Με είχε συμπαθήσει, της είχα φανεί χαριτωμένος. Βγήκαμε ραντεβού. Ομολογώ πως σε αντίθεση με αυτή, στην εκκλησία δεν την είχα προσέξει και τόσο. Ίσως να φταίει που μέσα στους ναούς βρίσκομαι πάντοτε σε κατάσταση συναγερμού με όλες αυτές τις αναμμένες φωτιές και τον καπνό και τους πιστούς που σπρώχνουν γύρω μου. Τώρα όμως στον ουδέτερο χώρο την ερωτεύτηκα κι εγώ.

Σύντομα μετακόμισε στο σπίτι μου. Ο πατέρας μόλις είχε βγει στην σύνταξη και αποφάσισε να αφοσιωθεί στα αγροτικά και να μείνει στο χωριό. Καταλάβαινα τότε πως με κάποιο τρόπο περνούσα το κατώφλι της νεανικής μου ζωής. Ωρίμαζα. Τα επίπεδα αυτοταπείνωσης βρίσκονταν σε ιστορικό χαμηλό. Είχα σταματήσει τις δουλειές του ποδαριού και δούλευα σε ένα τουριστικό γραφείο. Δεν ήμουν κι επιμελητής στην Arden όμως τουλάχιστον έκανα εξάσκηση στα αγγλικά...

Όσο για τον Δημήτρη Ροζάκο και το μυστήριο του θανάτου του και το ακόμα μεγαλύτερο μυστήριο της ύπαρξης του φρόντιζα να το φυλλάξω μέσα μου και να μην αναφερθώ ποτέ ξανά σε αυτό. Μυστήρια πράγματα, όπως είπα, συμβαίνουν σε όσους πίνουν. Εγώ όμως δεν έπινα πια.

Ήμουν φυσικά βέβαιος πως δεν ήμουν τρελός. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να πιστέψω  πως είχε στηθεί εις βάρος μου κάποια φοβερή πλεκτάνη από τους συναδέλφους της μονάδας. Από την άλλη και τα γεγονότα ήταν εκεί. Αποφάσισα πως όπως είπε  κι ο Άμλετ στον Οράτιο 'γεμάτος είναι ο ουρανός κι η γη από πράματα που η φιλοσοφία σου, ούτε στο όνειρο της μπορεί να δει'.

Το είδα το όλο πράγμα σαν ένα παιχνίδι της μοίρας και των συμπτώσεων, ένα τρελό κι απίστευτο blackjack πάνω σε πρόσωπα και καταστάσεις. Και εν πάσει περιπτώσει είχα βρει την ησυχία μου. Ποιός ο λόγος να τα ανακατεύω τώρα που ήμουνα καλά;

Ουδόλως θα ασχολιόμουν με το θέμα ξανά. Παρά τις νεανικές μου παρεκκλίσεις ουδέποτε υπήρξα άνθρωπος που να έλκεται από παραδοξότητες και μεταφυσικά γεγονότα. Όμως με το πέρασμα του χρόνου κι ενώ εγώ κι η Ε. είχαμε μια πολύ ισορροπημένη σχέση και η ζωή μου είχε μπει σε απόλυτη τάξη, έκαναν την εμφάνιση τους μερικά πολύ ενοχλητικά γεγονότα.

Στην αρχή ήταν το τηλέφωνο που χτυπούσε σε ακατάλληλες ώρες και παραδόξως μόνο όταν ήμουν μόνος μου στο σπίτι. Ακόμα και πριν σηκώσω το ακουστικό είχα ένα κακό προαίσθημα. Μα και ο ήχος του κουδουνίσματος ήταν κάπως διαφορετικός. Υπερβολικά καθαρός και σίγουρα ειρωνικός στον τόνο του. Τις λίγες φορές που πρόλαβα να το σηκώσω φυσικά δεν μου απάντησε κανείς.

Κι ύστερα ήρθαν οι τρίχες. Εμείς στο σπίτι δεν είχαμε κατοικίδια. Ούτε βέβαια ήμασταν από την φύση μας καθόλου τριχωτοί. Όμως οι τρίχες φύτρωναν σαν από το πουθενά. Πρώτα είδαμε το σιφόνι του ντους να φράζει. Παρακάλεσα την Ευαγγελία να προσέχει στο λούσιμο όμως εκείνη μου είπε πως δεν είχε ποτέ της πρόβλημα τριχόπτωσης και πως εν πάσει περιπτώσει όλο αυτό ήταν πολύ προσβλητικό για εκείνη. 'Άλλωστε αυτές οι τρίχες είναι κόκκινες, δεν είναι δικές μου' μου είπε χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι.

Ύστερα άρχισαν να εμφανίζονται και σε άλλα σημεία, όπως στο πιάτο με το φαγητό ή ακόμα και πάνω στο δέρμα μας ... κόκκινες, σκληρές τρίχες σαν από βούρτσα ή από κάποιο ζώο που δεν είχαμε γνωρίσει ποτέ.

Το χειρότερο βέβαια ήταν πως έβλεπα αλλαγές στην συμπεριφορά μου που με ξένιζαν. Γινόμουν ολοένα και πιο ευέξαπτος και ήμουν ακραία συναισθηματικός. Έκλαιγα με το παραμικρό και αρκούσε η θέα ενός μικρού παιδιού στο δρόμο ή ενός όμορφου τοπίου για να με ρίξει ψυχολογικά και να με κάνει να σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα.

Σε ένα τραπέζι με συναδέλφους της Ευαγγελίας -μια περίεργη φάρα παχύσαρκων ανθρωποειδών- άφησα τα μαχαιροπήρουνα στο πιάτο κι άρχισα να κλαίω γοερά γιατί είχε πανσέληνο και ήταν Αύγουστος  και ο κόσμος, όπως τους είπα, μου φαινόταν 'απελπιστικά κακός'.

 Οι πρώτες συνέπειες της κυκλοθυμίας μου εμφανίστηκαν και στο κρεβάτι. Υπήρχαν φορές που έδινα ρέστα με τις σεξουαλικές μου επιδόσεις οδηγώντας την Ευαγγελία σε πολλαπλούς οργασμούς για τους οποίους με ευχαριστούσε αποκαλώντας με τον καλύτερο εραστή που είχε γνωρίσει ποτέ. Όσο κι αν επέμενα πως δεν είχα κάνει τίποτα διαφορετικό εκείνη γελούσε πονηρά και μου έλεγε πως δεν χρειάζεται να είμαι τόσο σεμνός.



Τις περισσότερες φορές όμως μου φαινόταν πως το σεξ ήταν κάτι που ήταν πολύ δύσκολο να το διαχειριστώ. Μια κατάσταση μη φυσιολογική στην οποία συμμετείχα κάνοντας αδέξιες νευρικές κινήσεις. Γυμνός ένιωθα ένας κλόοουν. Όταν η Ευαγγελία άπλωνε το χέρι να με αγγίξει γυρνούσα πλευρό και υποκρινόμουν πως κοιμάμαι. Και κάπως έτσι φτάσαμε στο πρώτο τελεσίγραφο. 'Αρκετά' μου είπε. 'Θέλω έναν αληθινό άνδρα. Ή τέλος πάντων κάποιον που να μπορεί να με @#$@'.

Η απειλή του να χάσω την Ευαγγελία δεν βοήθησε καθόλου στην βελτίωση της διάθεσης μου. Πήγαινα στη δουλειά έχοντας μούτρα. Μιλούσα στο τηλέφωνο με τους πελάτες χωρίς κέφι ... μια συμπεριφορά που θεωρήθηκε από το αφεντικό μου ένα καλό σημάδι. Έβαλες πια επιτέλους μυαλό' μου έλεγε και με χτυπούσε γελώντας τρανταχτά στην πλάτη. Ουδόλως γνώριζε πως το μυαλό μου σύντομα επρόκειτο να χαθεί για τα καλά.

Θυμάμαι ήταν μια υπέροχη φθινοπωρινή μέρα. Ένας δροσερός άνεμος σουλατσάριζε στο δρόμο όμως είχε μείνει και κάτι από τον πυρετό του καλοκαιριού. Έβγαινα κατηφής μόλις από την τράπεζα κρατώντας έναν πελώριο φάκελο γεμάτο χαρτιά όταν άκουσα κάποιον να μου σφυρίζει. Έψαξα γύρω μου στον πανικό των διερχόμενων αυτοκινήτων αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω από που ερχόταν. Και τότε τον είδα. Ήταν ο Δημήτρης Ροζάκος που με κοιτούσε μέσα από μια παλιά Ford Taurus. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως είχε σταθμεύσει παράνομα. Είχε καβαλήσει την ράμπα μπροστά στο πεζοδρόμιο κλείνοντας την διέλευση και των πεζών και των αυτοκινήτων. Όμως αυτό δεν έμοιαζε να τον νοιάζει. Ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε με το χαμόγελο του.

to be continued

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Το μυστήριο του Δημήτρη Ροζάκου (μέρος πρώτο)

Μετά το πρώτο τσιγάρο είμαι σε μια κατάσταση ήπιας ηλιθιότητας. Στις καλές μου θα μπορούσα να την πω παιδική περιέργεια. Όταν είμαι στις μαύρες μου είναι απλά ένα κενό. Σαν ένας αδιάφορος λογιστής που χτυπάει πράξεις μέχρι αργά το πρωί. Στο τρίτο ή τέταρτο τσιγάρο μπορώ να αντιληφθώ κατά που πάει το πράγμα γενικά. Κατεβάζω τους διακόπτες και βυθίζομαι σαν κήτος μέσα στον εαυτό μου. Γενικά οφείλω να ομολογήσω πως πολλά περίεργα πράγματα συμβαίνουν όταν πίνεις τσιγάρα. 'Ξύπνησα στις τρεις να πάω για σκοπιά και την είδα να ανεβαίνει στο κρεβάτι σου. Έκατσε πάνω σου κι άρχισε να σε ρουφά. Ήταν σχετικά νέα αλλά φορούσε μαύρα που την έκαναν να φαίνεται μέσα στο σκοτάδι σαν μια χοντρή γυναίκα. Ήθελα να σου φωνάξω να σε βοηθήσω αλλά είχα κοκαλώσει. Σου ρουφούσε την ζωή φίλε'.

Ο Δημήτρης ήταν συστηματικός πότης και ήταν και απόφοιτος του οικονομικού του Πειραιά. Στις εξόδους φορούσε πάντα τα ίδια μακό μπλουζάκια και χοντρό μπλουτζήν. Είχε πολύ ζέστη τους τελευταίους μήνες της θητείας. Θυμάμαι πως κάναμε μπάνιο, ντυνόμασταν και μέχρι να φτάσουμε στην πύλη τα ρούχα μας είχαν ξεχειλώσει από τον ιδρώτα. Όμως αυτός επέμενε να ντύνεται με τον ίδιο τρόπο που ντυνόταν πάντα. Ήταν Καλαματιανός. Είναι πολύ περήφανοι οι Καλαματιανοί με το προσωπικό τους στυλ.

Όταν μου έλεγε για τις γυναίκες που είχε καταφέρει έμενα με το στόμα ανοιχτό. Όχι μόνο γιατί ήταν απίθανες οι ιστορίες του -που ήταν ... Θεέ μου ούτε μία στο εκατομμύριο- αλλά γιατί έβλεπα τα μούτρα του με τους δυο μαύρους κρίκους γύρω από τα μάτια και εκείνο το χαμόγελο του χέστη και σκεφτόμουν πως απλά ήταν παθολογικός ψεύτης και πως ίσως του είχε στρίψει από τα πολλά τσιγάρα. Γενικά δεν ήθελα να έχω και πολλά μαζί του εκτός που πίναμε καμιά φορά μαζί. Όταν όμως μου είπε πως είδε την μορφή της γυναίκας να μου επιτίθεται στον ύπνο μου τον έβαλα στην καρδιά μου. Τα είχα τότε με μία μαθηματικό πολύ μεγαλύτερη μου, καταθλιπτική. Ντυνόταν πάντα στα μαύρα κι όταν κάναμε έρωτα την ένιωθα να κουνιέται πάνω στο σώμα μου σαν δίνη από ταινία θρίλερ. Εκείνες τις μέρες της είχα πει να χωρίσουμε γιατί αρνιόταν να μου ικανοποιήσει κάποιες πολύ συγκεκριμένες -και στο δικό μου μυαλό πολύ απαραίτητες- ερωτικές απαιτήσεις.

Τον πίστεψα. Δεν έλεγε ψέματα. Η κάργια είχε επιστρέψει από την κόλαση να με εκδικηθεί ...

Από τότε κάναμε πολύ παρέα. Ούτε που καταλάβαινα τι μου έλεγε. Το μυαλό του ήταν ένα συνονθύλευμα από new age κοινοτοπίες και σαχλαμάρες που αναπαράγουν οι χασικλήδες μεταξύ τους. Όμως τα βρίσκαμε στα υπόλοιπα. Του άρεσαν κι αυτού οι αμφεταμίνες και προτιμούσε να σβήνει την θολούρα με ένα παγωμένο ποτήρι Baileys.

Όταν απολυθήκαμε αποφασίσαμε να πάμε μια εκδρομή μαζί στα μέρη του. Είχε ένα σαράβαλο άσπρο φίατ και ήρθε και με πήρε από τον σταθμό του ΚΤΕΛ. Οι κύκλοι γύρω από τα μάτια του είχαν μια καφετιά απόχρωση τώρα. 'Ξεκούραστο σε βλέπω' του είπα. 'Ναι' μου είπε 'είναι που έκοψα το γερμανικό'. Ώρες ώρες ήταν ευχάριστος.

Σαν πρώτο δείγμα της φιλοξενίας του είχε οργανώσει ένα μικρό reunion όλων των συναδέλφων που έμεναν εκεί κοντά από την μονάδα μας. Ήπιαμε φραπέ κάτω από τον δυνατό ήλιο κι ύστερα εγώ αυτός κι ένας πατρινός κάπως ευτραφής που έλεγε αστεία σε μια διάλεκτο την οποία αδυνατούσα να καταλάβω πήγαμε στις τουαλέτες και ρουφήξαμε γραμμές. Ένιωσα τον ήλιο επικίνδυνα χαμηλά όταν βγήκαμε έξω.

Στο αμάξι έπειτα ήταν αμίλητος κι εγώ προσπαθούσα να φέρω το κεφάλι μου στα ίσια. Υποθέτω πως πηγαίναμε γρήγορα γιατί σταματήσαμε φρενάροντας απότομα στην άκρη της εθνικής οδού. Τον είδα να βγαίνει έξω. Σήκωσε τα χέρια ψηλά. 'Πεινάω' είπε και περπάτησε μέσα στη σκόνη.

Σε λίγο στεκόμουν πλάι του με τα χέρια ακουμπισμένα στον πάγκο μιας καντίνας. Μια νέα κοπέλα με παράξενα χρυσά μάτια και τα μαλλιά δεμένα πίσω έσπρωχνε λουκάνικα μέσα σε ψωμάκια. 'Τι να σου φτιάξω μωρό μου;' του είπε. Την κοιτούσε χωρίς να μιλάει. Έγλυφε τα χείλη του και την κοιτούσε. 

'Ένα λουκάνικο με μουστάρδα θέλω. Εσύ θα πάρεις τίποτα;' γύρισε προς το μέρος μου. Φάγαμε στα όρθια. Θυμάμαι την μουστάρδα να κυλάει πάνω στο τ-σερτ του όσο μασούσε.

Περάσαμε το υπόλοιπο του μεσημεριού σε μια θυελλώδη παραλία της Μεσσηνίας όπου το νερό ήταν θολό και γεμάτο πράσινα φύκια. Βουτούσαμε από τους βράχους. Ύστερα καθόμασταν κάτω το δέντρο να καπνίσουμε. Κι έπειτα ξανά βουτιές.

 Με τους μαύρους κύκλους και τα κόκκινα μάτια -και το μυαλό σε καταστολή- είχαμε γίνει όπως τα υπόλοιπα φρικιά του βυθού. Καθίσαμε στα βότσαλα και πιάσαμε να ξεκολλάμε τις ταινίες από τα φύκια από τα πόδια μας. 

Ξαναβγήκαμε στο δρόμο ακούγοντας ράδιο. Έπαιζε το simple man των Lynyrd Skynyrd. Κάπνιζα ένα τσιγάρο με τα πόδια πάνω στο μπαρμπρίζ κι έβλεπα μπροστά τις γραμμές του δρόμου να γίνονται μια ενιαία λωρίδα που αναβόσβηνε σαν καρτούν. Baby be a simple man, be something you love and understand. Το τραγουδούσα με όλη την δύναμη της φωνής μου. 

Ο προορισμός ήταν η Κυπαρισσία όπου σύμφωνα με τα λεγόμενα του Δημήτρη θα γινόταν το μεγαλύτερο beach party της Πελοποννήσου. Θα έπαιζε trance όπως στο σχολείο όταν χορεύαμε στα στενά μπαρ με παπούτσια με μεγάλους πάτους και μπλούζες με φωσφορούχες στάμπες. Και κρατούσαμε και το τσιγάρο με το ένα χέρι και κάναμε κύκλους. Έτσι ...



Ύστερα από ατελείωτες ώρες στο δρόμο, βλέποντας σιγά σιγά τον ήλιο να εξαφανίζεται  φτάσαμε σε μια αμμουδερή έκταση. Τα αυτοκίνητα ήταν παρατημένα όπως όπως ανάμεσα στους θάμνους και κάτω από τα ασθενικά πεύκα.

Από το βάθος σε μια σκηνή τα φωτορυθμικά ήδη περιστρέφονταν στέλνοντας το φως πάνω από το πλήθος. Κάθε beach party που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να σου προσφέρει μια δυο καλές κινηματογραφικές σεκάνς. Οι ντόπιοι φορώντας λευκά πουκάμισα μοίραζαν μπύρες και βότκα πίσω από δυο πλαστικά τραπέζια. 

Πήραμε κι οι δύο βότκα. Αρχίσαμε να βαδίζουμε πάνω στην άμμο. Περπατούσαμε αργά σαν προσκυνητές γεμίζοντας τα παπούτσια μας με χώμα. Όταν φτάσαμε κοντά στη σκηνή ο Δημήτρης έβγαλε δυο χαπάκια και τα κατάπιαμε. Η σκηνή τώρα είχε ένα κόκκινο πορφυρό χρώμα. 

Αρχίσαμε να χορεύουμε παίρνοντας μικρές γουλιές από τα ποτήρια μας. Σηκώσαμε το κεφάλι ψηλά προς τα φωτορυθμικά και αφεθήκαμε χαμογελώντας σαν ηλίθιοι, περιμένοντας την φωτιά να εξαπλωθεί.

Πρέπει να χόρευα για ώρα όταν ένιωσα πως ανάβω ολόκληρος.  Έβγαλα το μπλουζάκι μου και συνέχισα να κουνιέμαι. Δεν έβλεπα κύκλους. Είχα τελειώσει το στρατιωτικό μου, ήμουν κυριλέ.    

Το επόμενο που θυμάμαι είναι να γυρνάω το ξημέρωμα με ένα κορίτσι πλάι μου πατώντας ανάμεσα σε άδεια πλαστικά ποτήρια. Κάποιος μου είχε φορέσει ένα γελοίο τρύπιο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι. Σκεφτόμουν εκείνο τον γάιδαρο από τις παλιές αφίσες που φορούσε το ίδιο. Επίσης δεν είχα ιδέα που ήταν η μπλούζα μου. Το κορίτσι με κρατούσε από το χέρι σφιχτά. Φορούσε ένα βραχιόλι στο λαιμό και είχε όμορφα χείλη.

 'Που είναι ο Δημήτρης' την ρώτησα. 'Ποιος Δημήτρης;' μου είπε. Της ζήτησα αν έχει ένα τσιγάρο και έβγαλε ένα πακέτο Μάρλμπορο και μου έδωσε. Ύστερα καθίσαμε σε κάτι πλαστικές καρέκλες και κοιτάξαμε γύρω. Η απόλυτη καταστροφή. Το κορίτσι άναψε τσιγάρο και ρούφηξε κρατώντας μου ακόμα σφιχτά το χέρι. Σκέφτηκα πως ίσως να είχα πάει στην κόλαση. 

Όσο κι αν έψαξα για τον Δημήτρη δεν τον βρήκα πουθενά. Επέστρεψα στην Αθήνα όπως είχα έρθει με το ΚΤΕΛ και ύστερα από μερικές μέρες ανασύνταξης πήρα το αεροπλάνο για το νησί. Την Κυριακή βρισκόμουν στην αυλή πίνοντας καφέ μαζί με τον πατέρα και συζητούσαμε ήρεμα για το μέλλον μου μετά το στρατό και για το τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Στην εφημερίδα διάβασα αυτό.

Μοιραίο αποδείχθηκε το πάθος του νεαρού για την μουσική και την έκσταση.

Νεκρός εντοπίστηκε εχθές ανοιχτά της Κυπαρισσίας από άνδρες του λιμενικού νεαρός άνδρας. Σύμφωνα με την γνωμάτευση του Ιατροδικαστή ο θάνατος προήλθε από ανακοπή καρδιάς η οποία πιθανώς οφείλεται σε εκτεταμένη χρήση χαπιών ecstasy καθώς και άλλων παρεμφερών ψυχοτρόπων ναρκωτικών ουσιών. Ο νεαρός διακομίστηκε στο Γενικό νοσοκομείο Κυπαρισσίας όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατος του. Ο δήμαρχος Καλαμάτας εξέφρασε τα συλλυπητήρια του στην οικογένεια του άτυχου νεαρού και δήλωσε πως θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Η κηδεία θα τελεστεί αύριο το πρωί στο Δημοτικό Κοιμητήριο Καλαμάτας.


Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Έβαλα τον πατέρα μου να πάρει τηλέφωνο στην εφημερίδα και να ρωτήσει το όνομα. Από την εφημερίδα αρνήθηκαν να δώσουν προσωπικά στοιχεία. Πήραμε στην νομαρχία. Με τα πολλά καταφέραμε να το μάθουμε. Δημήτρης Ροζάκος. Ήταν ο φίλος μου.

Ίσως ήταν αυτό το γεγονός, αν εξαιρέσουμε ένα παρολίγον μοιραίο αυτοκινητιστικό που είχα οδηγώντας μεθυσμένος στην επιστροφή μου από κάποιο στριπτιτζάδικο έξω από την πόλη, που συνέβαλε στο να αλλάξω τις συνήθειες μου. Ήταν τότε που αποφάσισα να βάλω φρένο στις καταχρήσεις και να κοιτάξω να δω τι θα κάνω με το μέλλον μου. Υποθέτω πως μια πρώτη παρενέργεια αυτής της απόφασης μου ήταν ένα ισχυρό συναίσθημα αυτοταπείνωσης που με κατέβαλε.

Έπιασα τότε δουλειά σε ένα μικρό μαγαζί σαν σερβιτόρος. Το αφεντικό μου -ένας χοντρός με στραβά δόντια- και η γυναίκα του κάθονταν στο μπαρ και έπιναν κρασί όσο εγώ ανεβοκατέβαινα τις σκάλες ιδρωμένος φέρνοντας παραγγελίες. Σκεφτόμουν πως αυτό κάνει καλό στην διάπλαση του χαρακτήρα μου κι ανέβαινα δυο δυο τα σκαλιά.

Ήταν σε εκείνο το μαγαζί που συνάντησα και μια παρέα από συναδέλφους της μονάδας που είχαν έρθει για διακοπές στην πόλη. 'Πέθανε ο Ροζάκος' τους είπα και κράτησα το δίσκο με τους μεζέδες με θλιμμένο ύφος. Δεν είχαν ιδέα ποιος ήταν ο Ροζάκος. 'Ο Ροζάκος, ο Δημήτρης ... ο Καλαματιανός με τα χέβυ μέταλ μπλουζάκια' επέμεινα. Τίποτα. Πρώτη φορά άκουγαν αυτό το όνομα. Θεώρησα πως απλά δεν είχαν πάρε δώσε μαζί του. Όταν όμως μερικές μέρες αργότερα μίλησα στο τηλέφωνο με τον ιατρό μονάδος Ιωάννη Παχνή τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται. 'Βρε μήπως τα έχεις μπερδέψει' μου είπε. 'Είκοσι άτομα ήμασταν όλοι και όλοι στο θάλαμο. Δεν υπήρχε Ροζάκος. Είμαι βέβαιος'. Ο Παχνής ήταν πολύ συνετός άνθρωπος. Δεν θα μιλούσε αν δεν ήταν σίγουρος. Τον ρώτησα αν θα έπαιρνε ειδικότητα ψυχιάτρου. 'Όχι ορθοπεδικού' μου είπε. 

to be continued

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Tru

Αυτό το καλοκαίρι ήπια πολύ. Δεν ξέρω πως συμβαίνει αλλά που με χάνεις που με βρίσκεις μονίμως είμαι πάνω από ένα ποτήρι με τζιν και τονικ. Στην αρχή είμαι χαρούμενος, στα πρώτα ποτήρια, μετά όταν αρχίσω και ζαλίζομαι, θυμώνω. Υπάρχει κάτι ατσάλινο στα νέυρα μου και μπορώ να είμαι θυμωμένος για πολλές ώρες όταν πίνω.

Είμαι στη τσίτα που λέμε, έχω όρεξη για μπελάδες ή όπως λένε πιο σωστά οι Άγγλοι truculent από το λατινικό trux που σημαίνει βάναυσος, βάρβαρος. Είναι μια λέξη όπως μας ενημερώνει το wictionary που κατάγεται από την πρωτο- ινδοευρωπαϊκή ρίζα tru που την βρίσκουμε και στα αρχαία ιρλανδικά να σημαίνει o καταραμμένος, o καταδικασμένος να πεθάνει.

Αυτό το καλοκαίρι επίσης είδα πολύ κόσμο να πίνει που παλιότερα έκανε κράτει. Κάτι σαν να έσπασε πάλι στην ατμόσφαιρα και έπεσαν οι αντιστάσεις. Ίσως να φταίει εκείνο το κύμα του χρόνου, το κύμα των καιρών ... των ανόδων και των καθόδων στους οικονομικούς δείχτες που ανεβάζει και κατεβάζει τις γενιές ώσπου να τις σκάσει πάνω στα βράχια.

Κάποιοι λοιπόν το ρίξαμε στο ποτό. Κάποιοι άλλοι πάλι κρύφτηκαν στο σπίτι ... παντρέυτηκαν τις τύπισες που δεν είχαν τίποτα να πούν μαζι τους ... βολεύτηκαν με την δουλειά που δεν τους ικανοποιούσε τις δημιουργικές τους τάσεις -ποιές;-. Διάολε η ανεργία στους νέους είναι στο 50%, μας φορολογούν ακόμα και το παλιοχώραφο με τις δυο ελιές στο χωριό ... σε καιρό πολέμου όλα δικαιολογούνται. Και το ποτό και η κωλοτούμπα.

Φετός το καλοκαίρι εκτός από το πολύ ποτό έκανα και κάπως ανατρεπτικές διακοπές. Πήγα στον μαγευτικό Ταϋγετο, στην υπέροχη Μεσσηνία. Πήρα τα βουνά. Είχα μια τάση, την οποία ούτε θέλω, ούτε έχω την διάθεση να ψυχαναλύσω, να απομακρυνθώ από τους ανθρώπους. Ομολογώ ότι κι εγώ ο ίδιος εντυπωσιάστηκα με τις ικανότητες μου στο trekking. Μια μαγική δύναμη έσπρωχνε τα πόδια μου μέσα στα μονοπάτια.

Όχι δεν ήταν απλά η ανάγκη μου να απομακρυνθώ από το ανθρώπινο είδος. Ήταν κάτι περισσότερο. Κάτι πιο βαθύ. Φτάνοντας στο χείλος ενός φαραγγιού, κατάκοπος, με το αίμα να μου έχει ανέβει στο κεφάλι από τα ποτά της προηγούμενης νύχτας πρόσεξα ένα μεγάλο αρπαχτικό πουλί που έκανε κύκλους ψηλά. Είχε επιβλητικά φτερά και η σκιά του ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή όπως έπεφτε στους βράχους. Το παρατηρούσα εκστασιασμένος. Γυρνούσε στον αέρα και βουτούσε μετά στην άκρη του φαραγκιού με απίστευτη ταχύτητα. Θυμήθηκα τον στίχο του Παυλίδη από τα Ξύλινα Σπαθιά...

Θα θελα να μουν σαν εσένα 

Tο βράδυ βρήκα πάλι τον εαυτό μου πάνω από ένα ποτήρι με τζιν και τόνικ. Στα πρώτα ποτήρια ήμουν εντάξει. Σχεδόν ευχάριστος. Μετά άρχισα να πικάρομαι. Ήθελα να σκοτώσω άνθρωπο, να κάνω κάτι βάρβαρο. Με έτρωγε το άδικο. Είχα δει μια συνέντευξη του Hunter S. Thompson κι έλεγε πως η μεγαλύτερη χαρά της ζωής του είναι να παίρνει εκδίκηση. Να βρίσκει το δίκιο του με κάθε τρόπο έστω και αρνητικό. Έτσι ένιωθα κι εγώ. Πως κάπου είχα εξαπατηθεί. Δεν ήμουν σίγουρος ακριβώς που και πως. Δεν είχα ιδέα που να πρωτοστείλω τα εξώδικα.

Ήμουνα tru. Ήμουνα truculent. Μέσα στη σούρα μου γυρνούσα όπως εκείνο το αρπαχτικό γύρω γύρω από τα πρόσωπα στο μπαρ και τις σκέψεις μου.