Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Το μυστήριο του Δημήτρη Ροζάκου (μέρος τέταρτο και τελευταίο)

Γνώρισα τον αρχηγό και πρώτο ιερέα της εκκλησίας του Σατανά, Αυγερινό Πανόπουλο στο γραφείο του στην οδό Κλεισούρας σε ένα πολυόροφο κτίσμα που δεν είχε καμία διαφορά από τα υπόλοιπα μαυρισμένα από την αιθαλομίχλη και γκράφιτι κτίρια της πρωτεύουσας. Ένας εντυπωσιακά ψηλός γκριζομάλλης, μου άνοιξε την πόρτα του γραφείου ο ίδιος, παραβλέποντας όλους τους τύπους, όσο η γραμματέας του -μια κοπέλα δεκαοχτώ με δεκαεννιά ετών που είχε ξοδέψει το κραγιόν γενναιόδωρα πάνω στα χείλη της- προσπαθούσε να συνεφέρει έναν εκτυπωτή χτυπώντας τον με το χέρι.

Πήγα στην εταιρεία με ένα σωρό ερωτήματα που ζητούσαν απάντηση. Ήμουν αποφασισμένος να μην κάνω πίσω αν δεν τις έπαιρνα έστω και με το χειρότερο τρόπο. Η εξαφάνιση και η ανάσταση ενός ανύπαρκτου προσώπου ... μια εταιρεία που διακινεί προϊόντα χωρίς εμπορικές ετικέτες και διαφημιστικό brand name ...

Το θέμα ήταν πως τα νεύρα μου δεν ήταν και στην καλύτερη κατάσταση. Την νύχτα εκείνη που είδα την Ευαγγελία να μπαίνει στο σπίτι ταλαιπωρημένη χωρίς πειστικές εξηγήσεις για το που βρισκόταν κατέρρευσαν και οι τελευταίες βεβαιότητες της ζωής μου. Βεβαιότητες πάνω στις οποίες είχα επενδύσει τα πάντα. Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου δεν είχα πάψει ποτέ να πιστεύω πως μια χλιαρή καθημερινότητα και μια ερωτική σχέση που μετρούσα τις ώρες της περισσότερο με χασμουρητά παρά με οργασμούς ήταν ότι πιο σπουδαίο θα μπορούσα να περιμένω από αυτό τον κόσμο. Έστω όμως... ακόμα κι έτσι. Την Ευαγγελία την εμπιστευόμουν, την καταλάβαινα, την ήξερα και την βολευόμουν όπως το πετσί μου.

Κάναμε μια ατελείωτη συζήτηση εκείνη τη νύχτα για το τι μας συμβαίνει. Έμοιαζε να κρύβει κάτι. Ύστερα ήταν ο οίκτος. Σε κάθε κουβέντα της ένιωθα την απειλή μιας τρυφερότητας που ήταν πέρα ως πέρα λάθος. 'Θα πρέπει να κοιτάξεις να κάνεις μερικούς φίλους' μου είχε πει. 'Μένεις υπερβολικά πολύ μόνος σου. Οι σκέψεις σου θα σε τρελάνουν.' Καταλάβαινα που το πήγαινε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μου χάριζε το τελευταίο αντίο προτού με παρατήσει και συνεχίσει την ζωή της με κάποιον άλλο, ίσως λιγότερο δυσλειτουργικό. Το βιολί συνεχίστηκε το ίδιο για πολύ καιρό. Αργούσε συστηματικά να επιστρέψει από την δουλειά προφασιζόμενη συναντήσεις και ευθύνες για deadline που την έπνιγαν... και μετά μου μιλούσε με μια κατανόηση και κάτι χλιαρά γλυκόλογα που σέρνονταν γύρω μου σαν φίδια.

Έκλεισα τα εισιτήρια για την Αθήνα περισσότερο από πανικό παρά ύστερα από λογική σκέψη. Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω. Μιάμιση ώρα πτήση και η τάση φυγής είχε μετατραπεί σε ένα θυμό που δεν μπορούσα ούτε να τον εξηγήσω, ούτε να τον διαχειριστώ. Λίγο αργότερα μέσα στη φασαρία της κίνησης της πλατείας Ομονοίας ένιωθα πως θέλω να σκοτώσω κάποιον. Έφτασα στην οδό Κλεισούρας χτυπώντας με δύναμη πίσω μου την πόρτα του ταξί και όρμηξα στα σκαλιά της πολυκατοικίας. Σκεφτόμουν πως ίσως να αντιμετώπιζα ανθρώπους του υποκόσμου. Ο Ροζάκος από τον στρατό είχε μια ροπή να συναναστρέφεται με τέτοιους. Ή τουλάχιστον απατεώνες με πολλά περισσότερα κότσια από τα δικά μου. Είχα όρεξη να το παίξω ήρωας. Είχα όρεξη να φάω τα μούτρα μου.

Τώρα βρισκόμουν στο γραφείο απέναντι από τον Αυγερινό Πανόπουλο. Ανάσαινα ακόμα βαριά και προσπαθούσα να κρατήσω το κουράγιο μου ακέραιο. Ο θυμός μου είχε βρει την τελική του κατάληξη σε μια ντροπιαστική ιδέα πως όπως είχα ιδρώσει και έκανα τον ντέτεκτιβ που θα ξεδιαλύνει το μυστήριο ήμουνα γελοίος. Ο άνθρωπος, από την άλλη, που είχα μπροστά μου ήταν απολύτως φυσιολογικός. Η ευγένεια και η ομιλία του πρόδιδαν μια καλή μόρφωση. Είχε δυο απαλά λευκά χέρια που έμοιαζαν να μην έχουν δουλέψει ποτέ. Το μόνο περίεργο ήταν το μακρύ του πρόσωπο. Ήταν κάπως δυσανάλογο και παρά το λίπος είχε πολλά κόκαλα. Τα σμιχτά μάτια του ήταν πολύ μικρά, δυο τρύπες ίσα ίσα στο μέγεθος μιας βίδας. Σκέφτηκα πως ήταν πιο πονηρός και πιο έξυπνος από μένα. Ήμουνα χαμένος.

'Κύριε Πανόπουλε πήρα την κάρτα σας από τον φίλο μου Δημήτρη Ροζάκο...' ξεκίνησα το ποίημα. Είχα σκεφτεί ακριβώς τι θα έλεγα. Με άκουσε προσεχτικά χωρίς να μιλάει. Του είπα τα πάντα από την αρχή όπως είχαν συμβεί. Του είπα για την εξαφάνιση του Δημήτρη Ροζάκου, τον θάνατο, την άγνοια που είχαν κοινοί γνωστοί μας για την ύπαρξη του. Με άκουσε με το ύφος του ανθρώπου που καταλαβαίνει, εκπλήσσεται μεν αλλά έχει και κάθε καλή πρόθεση να πιστέψει. Κι ύστερα μου το πέταξε. 'Ακούστε όλα όσα λέτε είναι πολύ λογικό να σας φαίνονται περίεργα, όμως εμείς δεν είμαστε μια απλή εμπορική εταιρεία.' Πήγα να απαντήσω όμως το ύφος του με έκοψε. Άρχισε λοιπόν να μου λέει, όλα αυτά που εκείνη την πρώτη φορά μου ακούστηκαν τα πιο απίθανα και αστεία πράγματα που θα μπορούσε να ξεστομίσει ένας τύπος πίσω από ένα κατάλευκο γραφείο με διακοσμητικά αγαλματίδια και χαρτοκόπτες. Μου είπε για την εκκλησία του Σατανά και πως μπροστά μου είχα τον αρχιερέα και πρώτο τη τάξει εκπρόσωπο της. Μου έδειξε πίσω του στην μικρή βιβλιοθήκη έναν μικρό θυρεό πάνω σε μια ξύλινη βάση που παρίστανε ένα σύμβολο που από όσο εγώ μπορούσα να καταλάβω θα μπορούσε να είναι και το σήμα μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Σηκώθηκα έχοντας κλείσει τα αυτιά μου στις ανοησίες του κι έτρεξα να φύγω. Κατέβηκα τις σκάλες βιαστικά.

Το τελευταίο που συγκράτησα ήταν η παράκληση του να τον ακούσω προσεχτικά και πως ο λόγος που μου τα εμπιστευόταν όλα αυτά ήταν πως ήταν σίγουρος πως μια μέρα θα γινόμουν μέλος της εκκλησίας τους και μάλιστα πολύ αφοσιωμένο. Ο άνθρωπος με δούλευε ψιλό γαζί, σκεφτόμουν. Βγήκα στο φως του δρόμου αφυπνισμένος σαν από ένα αιώνιο ύπνο. Το μόνο που είχα ανάγκη ήταν λίγη κοινή λογική κι ένα ελεύθερο ταξί ...

Γύρισα στο νησί κι αποφάσισα πως επιτέλους είχε φτάσει η ώρα να καθίσω στα αυγά μου. Ίσως η Ευαγγελία να είχε δίκιο. Ίσως να είχα κλειστεί υπερβολικά στον εαυτό μου. Ίσως ήμουν ακόμα ένας θλιβερός ανθρωπάκος -όπως τόσοι και τόσοι- που είχε αποτύχει να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που είχε αλλάξει ραγδαία. Κουβαλούσα πτώματα από την περασμένη δεκαετία. Ο Κουρτ Κομπέιν ήταν νεκρός. Κι ο Μικ Τζάγκερ είχε κάνει λίφτινγκ στους όρχεις του. Το ροκ εν ρολ δεν ήταν απλά νεκρό, είχε γίνει μνημείο σε δημόσια θέα για να αφοδεύουν τα περιστέρια και να φωτογραφίζονται οι τουρίστες.

Αφοσιώθηκα στη δουλειά μου χωρίς βέβαια να κάνω τίποτα το ιδιαίτερο και φρόντισα να κάνω μερικές καινούριες παρέες που να είναι στα μέτρα μου. Ως εκ τούτου στοίχειωσα τα μπαρ της πόλης μαζί με άλλους δυο καλόκαρδους μικροαστούς με μέτριο εισόδημα και μικρά γιαπωνέζικα οικονομικά αμάξια... Μιλούσαμε για σινεφίλ ταινίες -που δεν βλέπονταν- και εναλλακτική μουσική -που δεν ακουγόταν-. Ήταν μια παρηγοριά. Επίσης κατεβάζαμε μεγάλες ποσότητες μπύρας και όταν υπήρχε κέφι κάναμε αστεία σαν αληθινοί άντρες για την μία ή την άλλη γκόμενα που το ζητούσε ο οργανισμός της. Γυρνούσα σπίτι αργά, πρησμένος και ήρεμος. Στο κρεβάτι δεν άπλωνα ούτε εγώ το χέρι μου, ούτε η Ευαγγελία.

Δεν χρειάστηκαν ούτε δυο μήνες για να χτυπήσω και πάλι το θυροτηλέφωνο στον αριθμό 9 της οδού Κλεισούρας. Κι αυτή την φορά δεν ζητούσα απαντήσεις. Ήμουν έτοιμος να παραδοθώ.

Όλα ξεκίνησαν όταν μου καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα πως η Ευαγγελία με απατά. Είχα βάλει στο μάτι ένα συνάδελφο της για τον οποίο μιλούσε συνέχεια με θαυμασμό. Ήταν ένα τρομερό δείγμα του είδους. Χοντρός ... αδέξιος και με μια γκαρνταρόμπα από σακάκια και εμπριμέ γραβάτες που δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει βεστιάριο επιθεώρησης. Όμως ήταν ήρεμος άνθρωπος κι είχε και μια μαλακή εύπλαστη καρδιά που αν δεν ήσουν υποψιασμένος θα μπορούσες να την πεις και καλοσύνη.

Σε μια εξωφρενική απόπειρα τους ακολούθησα μετά την δουλειά σε μια καφετέρια όπου σύχναζαν καθηγητές. Στάθηκα μπροστά τους και βρόντηξα συντετριμμένος για το πόσο με είχε εξαπατήσει. Σε λίγο στεκόταν πλάι μου μια κοντή γυναίκα με φουντωτά μαλλιά. Μου συστήθηκε ως η σύζυγος του καθηγητή. Έμοιαζαν τόσο ταιριαστοί η αλήθεια οι δυο τους ... Στο σπίτι η Ευαγγελία με έβαλε κάτω, θριαμβευτής πια των πολύχρονων μαχών μας, και μου είπε πως αυτό πια πήγαινε πολύ. Την είχα ρεζιλέψει, την είχα εξουθενώσει. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως η μόνη αιτία αυτής της συμπεριφοράς μου ήταν ο αβάσταχτος έρωτας που ένιωθα για αυτή. Μου απάντησε 'μπα...έρωτα το λες αυτό;' κι ύστερα μάζεψε τα πράγματα της και έκλεισε την πόρτα φεύγοντας για πάντα.

Θυμάμαι ο ταλαίπωρος ψυχολόγος που ζήτησα να ακουμπήσω το υπαρξιακό μου βάρος μετά από το χωρισμό τα βρήκε σκούρα προσπαθώντας να πει -ή να πουλήσει- δυο τρεις κουβέντες παρηγοριάς. Μου έγραψε μια χούφτα αντικαταθλιπτικά. Τα καταβρόχθιζα πρωί βράδυ πνίγοντας το μυαλό μου σε έναν παράξενο ίλιγγο. Ένιωθα ηλίθιος και ανήμπορος σαν μικρό παιδί. Του ζήτησα να αλλάξουμε θεραπεία και δέχτηκε να δοκιμάσουμε ψυχοθεραπεία με κουβέντα. Ύστερα από ατελείωτες συζητήσεις στο δερμάτινο καναπέ του σήκωσε τα χέρια ψηλά. 'Ξέρεις θα είναι δύσκολο να λειτουργήσει αυτό αν δεν πιστέψεις πως μπορείς' μου είπε. Ύστερα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο ράφι με τα βιβλία κι έπιασε ένα παράξενο ξύλινο αντικείμενο τυλιγμένο με σελοφάν. Ήταν η εικόνα της Παναγίας. Έπιασα το κεφάλι μου με απελπισία. 'Τότε κάνε κάτι πιο απλό, υπoστήριξε ας πούμε μια ποδοσφαιρική ομάδα, βοηθάει να ανήκουμε κάπου' μου είπε. Του είπα πως είμαι ΑΕΚ και πως μόλις είχε υποβιβαστεί στην Γ εθνική...

Αυτή την φορά ο Αυγερινός Πανόπουλος μου φαινόταν πιο αληθινός, πιο οικείος. Δέχτηκα τις παλάβρες του χωρίς αντιρρήσεις. Η Γενική Εμπορίου ήταν η εκκλησία του Σατανά. Μάλιστα. Ο Δημήτρης Ροζάκος -όπως και όλα τα μέλη της εκκλησίας- είχε πουλήσει την ψυχή και το σώμα του στο διάβολο τη νύχτα που πήδηξε στο κενό από ένα βράχο της Μεσσηνίας. Μάλιστα. Η ταυτότητα του, η ύπαρξη του είχαν διαγραφεί από τις αναμνήσεις των άπιστων με διαδικασίες εξπρές. Δεν ήταν μεταφυσικό, δεν ήταν αστυνομικό, ήταν απλά μια τεχνική, ένα modus operandi όλων των κολασμένων. Μάλιστα. Η εκκλησία του Σατανά παρείχε κάλυψη -ιατροφαρμακευτική πρόνοια, συνταξιοδότηση κτλ- σε όλα τα μέλη της τα οποία υποχρεούνταν να δουλεύουν αποκλειστικά και μόνο για αυτήν υπό την επωνυμία της Γενικής Εμπορίου Αυγερινός Πανόπουλος ΑΕ. Οι απολαβές ήταν πέρα ως πέρα ικανοποιητικές. Σε πολλές περιπτώσεις αστρονομικές. Μάλιστα. Οι μοναδικές υποχρεώσεις που βαραίνουν τα μέλη της εκκλησίας είναι μια ασήμαντη μηνιαία συνδρομή, όπως επίσης και η δέσμευση για μια αλύγιστη θέληση για χλευασμό και βέβαια αποφυγή του οτιδήποτε δεν συνάδει με την σατανική αρχή που συνοψίζεται στο λατινικό ρητό magister artis ingeniique largitor venter.*

Δεν πρόλαβε καν να τελειώσει κι είχα απλώσει τα χέρια στο γραφείο του φωνάζοντας πως θέλω να γίνω μέλος. Ήμουν έτοιμος να πέσω στα πόδια του και να τον παρακαλέσω. 'Εντάξει' μου είπε 'δεκτόν, όμως πρώτα πρέπει να βρεις την κλίση σου, πρέπει να βρεις τι θα πουλάς'. Το οτιδήποτε του απάντησα. Απορρυπαντικά, σερβιέτες, κονσέρβες, προφυλακτικά ... πίτσες.

Because of him...

'Ήρεμα' μου είπε 'δεν είναι τόσο απλό, θέλω να βρεις κάτι που να σου αρέσει. Τι σου αρέσει να κάνεις;'. Του εξήγησα πως μου αρέσει να διαβάζω ηλίθια βιβλία. 'Αυτό σπούδασα' του είπα. 'Είμαι διαβαστής βιβλίων'. Στράβωσε το στόμα κι έμεινε σιωπηλός. Τον είχα μπερδέψει.

Γύρισα στη Ρόδο πιο παλαβός από ποτέ. Υποθέτω πως το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει. Το καλούπι μου είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Πάνω από όλα είχα το σπίτι πια όλο δικό μου. Είχα τον προσωπικό μου χώρο να εκδηλωθώ. Το κρεβάτι μου έπαψε πια να είναι η αρένα των στημένων αγώνων με την Ευαγγελία. Κανείς δεν είχε λόγο να προσποιηθεί, ούτε τον νταή, ούτε τον κουρασμένο, ούτε οργασμό. Γέμισε τώρα βρώμικα εσώρουχα, συσκευασίες junk food, σταχτοδοχεία γεμάτα αποτσίγαρα. Και βέβαια βιβλία....

Τους επόμενους έξι μήνες μέσα στο τριάρι που κληρονόμησα από τον πατέρα έδωσα όλο μου το είναι. Το ξέρω πως δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Αυνανισμός, κατάθλιψη, οκνηρία, ξεσπάσματα μεγαλομανίας. Όμως αυτό ήμουν. Καλώς ή κακώς. Ήταν πια ξεκάθαρο στο μυαλό μου. Αναμμένο και ευανάγνωστο σαν φωτεινή επιγραφή. Όπως οι περισσότεροι της γενιάς μου, όπως ο καλός μου φίλος Δημήτρης Ροζάκος ... είχα ποντάρει στο μέλλον μου με ενθουσιασμό. Τα στοιχήματα είχαν πέσει, η μπίλια είχε κάτσει. Κι είχα χάσει. Ήταν τότε που έπιασα πρώτη φορά να γράφω τα ημερολόγια μου. Σκόρπιες σκέψεις στην αρχή. Ύστερα πιο συγκροτημένα. Σκαρφίστηκα ένα βιβλίο με κάποιον ταλαίπωρο που είχε μια ανιαρή δουλειά γραφείου...μια άνοστη σχέση...ένα μικρό οικονομικό γιαπωνέζικο αμάξι...

Το έγραψα με πάθος. Με αληθινό οίστρο. Ήθελα να δώσω ελπίδα σε όποιον το διαβάσει. Να του δώσω κουράγιο να μην τα παρατά. Μα πιο πολύ ήθελα να γελάσω. Το τελείωσα, το εκτύπωσα και το έστειλα μέσα σε ένα φάκελο στα γραφεία της Γενικής Εμπορίου Αυγερινός Πανόπουλος. Δεν περίμενα βέβαια τίποτα καλό να βγει από αυτό. Τον καιρό που απόμεινε μέχρι το τέλος τον πέρασα ακόμα πιο στεγνά. Στο τουριστικό γραφείο πια είχα γίνει ανυπόφορος. Σχολίαζα τα πάντα ειρωνικά. Το αφεντικό έβγαζε καπνούς όποτε με έβλεπε να κάθομαι στο γραφείο με τα χέρια στο κεφάλι και να κοιτάζω στο πουθενά. Τον έστελνα από μέσα μου στο διάολο.

Ώσπου μια νύχτα γυρνώντας σπίτι σταμάτησα στους φωτεινούς σηματοδότες της κεντρικής οδού. Ήταν μια βροχερή ανοιξιάτικη νύχτα. Το νερό έσταζε αργά στο παρμπρίζ παραμορφώνοντας τα φώτα του δρόμου. Στην αρχή το βλέμμα μου προσπέρασε χωρίς να δώσει σημασία. Και μετά την είδα. Περπατούσε κρατώντας το χέρι του τρυφερά. Σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα προτού τρέξει στο υπόστεγο να καλυφθεί από την βροχή. Ήταν η Ευαγγελία και εκείνος ο μπόζο από τη σχολή. Δεν πρόλαβα να το χαρώ. Πάντα το χαίρομαι όταν αποδεικνύεται πως είχα δίκιο. Άναψε το πράσινο. Πάτησα το γκάζι τέρμα κι άκουσα την μηχανή να γκρινιάζει σαν σκυλί.

Για λίγο, όσο κράτησε η απότομη επιτάχυνση είδα τις ψηλόλιγνες σημύδες της κεντρικής οδού να εξαφανίζονται σα μια στήλη καπνού πίσω μου. Ύστερα άκουσα τα ελαστικά να στριγγλίζουν στην υγρή άσφαλτο. Θυμάμαι τον κορμό ενός δέντρου να φωτίζεται στιγμιαία με τους προβολείς. Θυμάμαι το κεφάλι μου να χτυπάει με ορμή στο τιμόνι. Και μετά μαύρο.

Την εικοστή εβδόμη Απριλίου άνοιξα τα μάτια στο διαμέρισμα μου με το ξυπνητήρι να ξεφωνίζει πως πρέπει να βιαστώ για την δουλειά. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Οι κουρτίνες φούσκωναν με τον αέρα κι από μέσα περνούσε καθαρό φως. Σηκώθηκα από το κρεβάτι με τα χίλια ζόρια και κατευθύνθηκα στην κουζίνα να φτιάξω ένα φλιτζάνι δυνατό καφέ. 'Χριστέ μου' σκέφτηκα 'κάποιος πρέπει να με χτύπησε με ένα σφυρί στο κεφάλι.' Κι ύστερα σκέφτηκα πως ίσως θα πρέπει να βάλω ένα μέτρο στο ποτό. Ρούφηξα τον καφέ, άναψα τσιγάρο. Βρήκα μια μπαγιάτικη εφημερίδα στο τραπέζι κι άρχισα να διαβάζω μήπως και συνέλθω. Από ότι φαίνεται κάποιος υπουργός είχε βάλει το χέρι του πάλι στο βάζο με την μαρμελάδα. 'Οι συκοφάντες θα τιμωρηθούν' δήλωνε. Πέταξα την εφημερίδα αηδιασμένος και κατευθύνθηκα στο μπάνιο. Άνοιξα την βρύση να τρέξει παγωμένο νερό και σαπούνισα τα μούτρα μου. Το θέαμα στο καθρέφτη ήταν αποκαρδιωτικό. 

Και τότε μου πέρασε μια τρελή ιδέα από το μυαλό. Θυμήθηκα τα λόγια του Ροζάκου.

ξύπνησα σε ένα δωμάτιο με αφόρητη ζέστη. Δίπλα μου στο κομοδίνο βρήκα μια εφημερίδα ...

Έτρεξα στην κουζίνα. Έπιασα την εφημερίδα κι άρχισα να ψάχνω στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Ανάμεσα σε άλλες ειδήσεις ένα μικρό μονόστηλο ήταν κυκλωμένο με μαρκαδόρο. 'Νεαρός άντρας σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο κέντρο της πόλης...'

Δεν ξέρω πως παίρνουν οι περισσότεροι το θάνατο τους. Γενικά είμαι κάπως υστερικός. Το λογικό για μένα θα ήταν να τρέξω στους δρόμους γυμνός και να τσιρίξω. Όμως αυτή την φορά έβαλα τα δυνατά μου να συγκρατηθώ. Και παραδόξως τα πήγα πολύ καλά. Ίσως να έφταιγε που εκείνη τη μέρα ο ήλιος έκαιγε δυνατά χωρίς να δίνει δεκάρα για το ποιος ζει ή πεθαίνει εδώ κάτω. Ίσως πάλι να ήταν κι ο χρόνος που είχε κυλήσει. Μπορεί και να είχα ωριμάσει. Διάολε πόσο πιο ώριμος να γίνει κάποιος από νεκρός; Φόρεσα το μπλουτζην μου και ένα μπλουζάκι και ετοιμάστηκα να βγω. Σκέφτηκα πως όπως είχαν έρθει τα πράγματα είχα άφθονο χρόνο μπροστά μου. Κι ήμουνα ελεύθερος να κάνω ότι θέλω όπως θέλω. Αν ο Πανόπουλος ήταν σωστός τότε σε αυτή την πόλη δεν θα με θυμόταν πια κανείς.




* Η μητέρα όλων των τεχνών, αυτή που μοιράζει ιδιοφυΐα, η κοιλιά. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου