Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Το μυστήριο του Δημήτρη Ροζάκου (μέρος πρώτο)

Μετά το πρώτο τσιγάρο είμαι σε μια κατάσταση ήπιας ηλιθιότητας. Στις καλές μου θα μπορούσα να την πω παιδική περιέργεια. Όταν είμαι στις μαύρες μου είναι απλά ένα κενό. Σαν ένας αδιάφορος λογιστής που χτυπάει πράξεις μέχρι αργά το πρωί. Στο τρίτο ή τέταρτο τσιγάρο μπορώ να αντιληφθώ κατά που πάει το πράγμα γενικά. Κατεβάζω τους διακόπτες και βυθίζομαι σαν κήτος μέσα στον εαυτό μου. Γενικά οφείλω να ομολογήσω πως πολλά περίεργα πράγματα συμβαίνουν όταν πίνεις τσιγάρα. 'Ξύπνησα στις τρεις να πάω για σκοπιά και την είδα να ανεβαίνει στο κρεβάτι σου. Έκατσε πάνω σου κι άρχισε να σε ρουφά. Ήταν σχετικά νέα αλλά φορούσε μαύρα που την έκαναν να φαίνεται μέσα στο σκοτάδι σαν μια χοντρή γυναίκα. Ήθελα να σου φωνάξω να σε βοηθήσω αλλά είχα κοκαλώσει. Σου ρουφούσε την ζωή φίλε'.

Ο Δημήτρης ήταν συστηματικός πότης και ήταν και απόφοιτος του οικονομικού του Πειραιά. Στις εξόδους φορούσε πάντα τα ίδια μακό μπλουζάκια και χοντρό μπλουτζήν. Είχε πολύ ζέστη τους τελευταίους μήνες της θητείας. Θυμάμαι πως κάναμε μπάνιο, ντυνόμασταν και μέχρι να φτάσουμε στην πύλη τα ρούχα μας είχαν ξεχειλώσει από τον ιδρώτα. Όμως αυτός επέμενε να ντύνεται με τον ίδιο τρόπο που ντυνόταν πάντα. Ήταν Καλαματιανός. Είναι πολύ περήφανοι οι Καλαματιανοί με το προσωπικό τους στυλ.

Όταν μου έλεγε για τις γυναίκες που είχε καταφέρει έμενα με το στόμα ανοιχτό. Όχι μόνο γιατί ήταν απίθανες οι ιστορίες του -που ήταν ... Θεέ μου ούτε μία στο εκατομμύριο- αλλά γιατί έβλεπα τα μούτρα του με τους δυο μαύρους κρίκους γύρω από τα μάτια και εκείνο το χαμόγελο του χέστη και σκεφτόμουν πως απλά ήταν παθολογικός ψεύτης και πως ίσως του είχε στρίψει από τα πολλά τσιγάρα. Γενικά δεν ήθελα να έχω και πολλά μαζί του εκτός που πίναμε καμιά φορά μαζί. Όταν όμως μου είπε πως είδε την μορφή της γυναίκας να μου επιτίθεται στον ύπνο μου τον έβαλα στην καρδιά μου. Τα είχα τότε με μία μαθηματικό πολύ μεγαλύτερη μου, καταθλιπτική. Ντυνόταν πάντα στα μαύρα κι όταν κάναμε έρωτα την ένιωθα να κουνιέται πάνω στο σώμα μου σαν δίνη από ταινία θρίλερ. Εκείνες τις μέρες της είχα πει να χωρίσουμε γιατί αρνιόταν να μου ικανοποιήσει κάποιες πολύ συγκεκριμένες -και στο δικό μου μυαλό πολύ απαραίτητες- ερωτικές απαιτήσεις.

Τον πίστεψα. Δεν έλεγε ψέματα. Η κάργια είχε επιστρέψει από την κόλαση να με εκδικηθεί ...

Από τότε κάναμε πολύ παρέα. Ούτε που καταλάβαινα τι μου έλεγε. Το μυαλό του ήταν ένα συνονθύλευμα από new age κοινοτοπίες και σαχλαμάρες που αναπαράγουν οι χασικλήδες μεταξύ τους. Όμως τα βρίσκαμε στα υπόλοιπα. Του άρεσαν κι αυτού οι αμφεταμίνες και προτιμούσε να σβήνει την θολούρα με ένα παγωμένο ποτήρι Baileys.

Όταν απολυθήκαμε αποφασίσαμε να πάμε μια εκδρομή μαζί στα μέρη του. Είχε ένα σαράβαλο άσπρο φίατ και ήρθε και με πήρε από τον σταθμό του ΚΤΕΛ. Οι κύκλοι γύρω από τα μάτια του είχαν μια καφετιά απόχρωση τώρα. 'Ξεκούραστο σε βλέπω' του είπα. 'Ναι' μου είπε 'είναι που έκοψα το γερμανικό'. Ώρες ώρες ήταν ευχάριστος.

Σαν πρώτο δείγμα της φιλοξενίας του είχε οργανώσει ένα μικρό reunion όλων των συναδέλφων που έμεναν εκεί κοντά από την μονάδα μας. Ήπιαμε φραπέ κάτω από τον δυνατό ήλιο κι ύστερα εγώ αυτός κι ένας πατρινός κάπως ευτραφής που έλεγε αστεία σε μια διάλεκτο την οποία αδυνατούσα να καταλάβω πήγαμε στις τουαλέτες και ρουφήξαμε γραμμές. Ένιωσα τον ήλιο επικίνδυνα χαμηλά όταν βγήκαμε έξω.

Στο αμάξι έπειτα ήταν αμίλητος κι εγώ προσπαθούσα να φέρω το κεφάλι μου στα ίσια. Υποθέτω πως πηγαίναμε γρήγορα γιατί σταματήσαμε φρενάροντας απότομα στην άκρη της εθνικής οδού. Τον είδα να βγαίνει έξω. Σήκωσε τα χέρια ψηλά. 'Πεινάω' είπε και περπάτησε μέσα στη σκόνη.

Σε λίγο στεκόμουν πλάι του με τα χέρια ακουμπισμένα στον πάγκο μιας καντίνας. Μια νέα κοπέλα με παράξενα χρυσά μάτια και τα μαλλιά δεμένα πίσω έσπρωχνε λουκάνικα μέσα σε ψωμάκια. 'Τι να σου φτιάξω μωρό μου;' του είπε. Την κοιτούσε χωρίς να μιλάει. Έγλυφε τα χείλη του και την κοιτούσε. 

'Ένα λουκάνικο με μουστάρδα θέλω. Εσύ θα πάρεις τίποτα;' γύρισε προς το μέρος μου. Φάγαμε στα όρθια. Θυμάμαι την μουστάρδα να κυλάει πάνω στο τ-σερτ του όσο μασούσε.

Περάσαμε το υπόλοιπο του μεσημεριού σε μια θυελλώδη παραλία της Μεσσηνίας όπου το νερό ήταν θολό και γεμάτο πράσινα φύκια. Βουτούσαμε από τους βράχους. Ύστερα καθόμασταν κάτω το δέντρο να καπνίσουμε. Κι έπειτα ξανά βουτιές.

 Με τους μαύρους κύκλους και τα κόκκινα μάτια -και το μυαλό σε καταστολή- είχαμε γίνει όπως τα υπόλοιπα φρικιά του βυθού. Καθίσαμε στα βότσαλα και πιάσαμε να ξεκολλάμε τις ταινίες από τα φύκια από τα πόδια μας. 

Ξαναβγήκαμε στο δρόμο ακούγοντας ράδιο. Έπαιζε το simple man των Lynyrd Skynyrd. Κάπνιζα ένα τσιγάρο με τα πόδια πάνω στο μπαρμπρίζ κι έβλεπα μπροστά τις γραμμές του δρόμου να γίνονται μια ενιαία λωρίδα που αναβόσβηνε σαν καρτούν. Baby be a simple man, be something you love and understand. Το τραγουδούσα με όλη την δύναμη της φωνής μου. 

Ο προορισμός ήταν η Κυπαρισσία όπου σύμφωνα με τα λεγόμενα του Δημήτρη θα γινόταν το μεγαλύτερο beach party της Πελοποννήσου. Θα έπαιζε trance όπως στο σχολείο όταν χορεύαμε στα στενά μπαρ με παπούτσια με μεγάλους πάτους και μπλούζες με φωσφορούχες στάμπες. Και κρατούσαμε και το τσιγάρο με το ένα χέρι και κάναμε κύκλους. Έτσι ...



Ύστερα από ατελείωτες ώρες στο δρόμο, βλέποντας σιγά σιγά τον ήλιο να εξαφανίζεται  φτάσαμε σε μια αμμουδερή έκταση. Τα αυτοκίνητα ήταν παρατημένα όπως όπως ανάμεσα στους θάμνους και κάτω από τα ασθενικά πεύκα.

Από το βάθος σε μια σκηνή τα φωτορυθμικά ήδη περιστρέφονταν στέλνοντας το φως πάνω από το πλήθος. Κάθε beach party που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να σου προσφέρει μια δυο καλές κινηματογραφικές σεκάνς. Οι ντόπιοι φορώντας λευκά πουκάμισα μοίραζαν μπύρες και βότκα πίσω από δυο πλαστικά τραπέζια. 

Πήραμε κι οι δύο βότκα. Αρχίσαμε να βαδίζουμε πάνω στην άμμο. Περπατούσαμε αργά σαν προσκυνητές γεμίζοντας τα παπούτσια μας με χώμα. Όταν φτάσαμε κοντά στη σκηνή ο Δημήτρης έβγαλε δυο χαπάκια και τα κατάπιαμε. Η σκηνή τώρα είχε ένα κόκκινο πορφυρό χρώμα. 

Αρχίσαμε να χορεύουμε παίρνοντας μικρές γουλιές από τα ποτήρια μας. Σηκώσαμε το κεφάλι ψηλά προς τα φωτορυθμικά και αφεθήκαμε χαμογελώντας σαν ηλίθιοι, περιμένοντας την φωτιά να εξαπλωθεί.

Πρέπει να χόρευα για ώρα όταν ένιωσα πως ανάβω ολόκληρος.  Έβγαλα το μπλουζάκι μου και συνέχισα να κουνιέμαι. Δεν έβλεπα κύκλους. Είχα τελειώσει το στρατιωτικό μου, ήμουν κυριλέ.    

Το επόμενο που θυμάμαι είναι να γυρνάω το ξημέρωμα με ένα κορίτσι πλάι μου πατώντας ανάμεσα σε άδεια πλαστικά ποτήρια. Κάποιος μου είχε φορέσει ένα γελοίο τρύπιο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι. Σκεφτόμουν εκείνο τον γάιδαρο από τις παλιές αφίσες που φορούσε το ίδιο. Επίσης δεν είχα ιδέα που ήταν η μπλούζα μου. Το κορίτσι με κρατούσε από το χέρι σφιχτά. Φορούσε ένα βραχιόλι στο λαιμό και είχε όμορφα χείλη.

 'Που είναι ο Δημήτρης' την ρώτησα. 'Ποιος Δημήτρης;' μου είπε. Της ζήτησα αν έχει ένα τσιγάρο και έβγαλε ένα πακέτο Μάρλμπορο και μου έδωσε. Ύστερα καθίσαμε σε κάτι πλαστικές καρέκλες και κοιτάξαμε γύρω. Η απόλυτη καταστροφή. Το κορίτσι άναψε τσιγάρο και ρούφηξε κρατώντας μου ακόμα σφιχτά το χέρι. Σκέφτηκα πως ίσως να είχα πάει στην κόλαση. 

Όσο κι αν έψαξα για τον Δημήτρη δεν τον βρήκα πουθενά. Επέστρεψα στην Αθήνα όπως είχα έρθει με το ΚΤΕΛ και ύστερα από μερικές μέρες ανασύνταξης πήρα το αεροπλάνο για το νησί. Την Κυριακή βρισκόμουν στην αυλή πίνοντας καφέ μαζί με τον πατέρα και συζητούσαμε ήρεμα για το μέλλον μου μετά το στρατό και για το τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Στην εφημερίδα διάβασα αυτό.

Μοιραίο αποδείχθηκε το πάθος του νεαρού για την μουσική και την έκσταση.

Νεκρός εντοπίστηκε εχθές ανοιχτά της Κυπαρισσίας από άνδρες του λιμενικού νεαρός άνδρας. Σύμφωνα με την γνωμάτευση του Ιατροδικαστή ο θάνατος προήλθε από ανακοπή καρδιάς η οποία πιθανώς οφείλεται σε εκτεταμένη χρήση χαπιών ecstasy καθώς και άλλων παρεμφερών ψυχοτρόπων ναρκωτικών ουσιών. Ο νεαρός διακομίστηκε στο Γενικό νοσοκομείο Κυπαρισσίας όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατος του. Ο δήμαρχος Καλαμάτας εξέφρασε τα συλλυπητήρια του στην οικογένεια του άτυχου νεαρού και δήλωσε πως θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Η κηδεία θα τελεστεί αύριο το πρωί στο Δημοτικό Κοιμητήριο Καλαμάτας.


Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Έβαλα τον πατέρα μου να πάρει τηλέφωνο στην εφημερίδα και να ρωτήσει το όνομα. Από την εφημερίδα αρνήθηκαν να δώσουν προσωπικά στοιχεία. Πήραμε στην νομαρχία. Με τα πολλά καταφέραμε να το μάθουμε. Δημήτρης Ροζάκος. Ήταν ο φίλος μου.

Ίσως ήταν αυτό το γεγονός, αν εξαιρέσουμε ένα παρολίγον μοιραίο αυτοκινητιστικό που είχα οδηγώντας μεθυσμένος στην επιστροφή μου από κάποιο στριπτιτζάδικο έξω από την πόλη, που συνέβαλε στο να αλλάξω τις συνήθειες μου. Ήταν τότε που αποφάσισα να βάλω φρένο στις καταχρήσεις και να κοιτάξω να δω τι θα κάνω με το μέλλον μου. Υποθέτω πως μια πρώτη παρενέργεια αυτής της απόφασης μου ήταν ένα ισχυρό συναίσθημα αυτοταπείνωσης που με κατέβαλε.

Έπιασα τότε δουλειά σε ένα μικρό μαγαζί σαν σερβιτόρος. Το αφεντικό μου -ένας χοντρός με στραβά δόντια- και η γυναίκα του κάθονταν στο μπαρ και έπιναν κρασί όσο εγώ ανεβοκατέβαινα τις σκάλες ιδρωμένος φέρνοντας παραγγελίες. Σκεφτόμουν πως αυτό κάνει καλό στην διάπλαση του χαρακτήρα μου κι ανέβαινα δυο δυο τα σκαλιά.

Ήταν σε εκείνο το μαγαζί που συνάντησα και μια παρέα από συναδέλφους της μονάδας που είχαν έρθει για διακοπές στην πόλη. 'Πέθανε ο Ροζάκος' τους είπα και κράτησα το δίσκο με τους μεζέδες με θλιμμένο ύφος. Δεν είχαν ιδέα ποιος ήταν ο Ροζάκος. 'Ο Ροζάκος, ο Δημήτρης ... ο Καλαματιανός με τα χέβυ μέταλ μπλουζάκια' επέμεινα. Τίποτα. Πρώτη φορά άκουγαν αυτό το όνομα. Θεώρησα πως απλά δεν είχαν πάρε δώσε μαζί του. Όταν όμως μερικές μέρες αργότερα μίλησα στο τηλέφωνο με τον ιατρό μονάδος Ιωάννη Παχνή τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται. 'Βρε μήπως τα έχεις μπερδέψει' μου είπε. 'Είκοσι άτομα ήμασταν όλοι και όλοι στο θάλαμο. Δεν υπήρχε Ροζάκος. Είμαι βέβαιος'. Ο Παχνής ήταν πολύ συνετός άνθρωπος. Δεν θα μιλούσε αν δεν ήταν σίγουρος. Τον ρώτησα αν θα έπαιρνε ειδικότητα ψυχιάτρου. 'Όχι ορθοπεδικού' μου είπε. 

to be continued

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου