Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Η Μητέρα


Είχανε μαζέψει τα πράγματα τους από πολύ νωρίς και τώρα περίμεναν τον πατέρα να επιστρέψει από τη δουλειά. Ο χώρος ήταν άριστα τακτοποιημένος. Το τραπέζι του σαλονιού με τα δύο διακοσμητικά, οι φωτογραφίες του μεγαλύτερου αδελφού από την τελετή αποφοίτησης και το έπιπλο της τηλεόρασης με τις ταινίες...όλα στη θέση τους. Η διακόσμηση δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο αλλά κι από την άλλη δεν ήταν και πέρα ως πέρα μικροαστική. Κάποιος προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να διακρίνει ένα ιδιαίτερο, προσωπικό γούστο πίσω από τα αντικείμενα που ωστόσο είχε μείνει ανολοκλήρωτο, εγκλωβισμένο μέσα σε μια παρατεταμένη παιδικότητα. Όπως για παράδειγμα εκείνες οι πάνινες κούκλες στη βιτρίνα του σύνθετου ή μια φανταχτερή μεταξοτυπία του Μαρκ Ρόθκο στον τοίχο.

Ήταν μια υπέροχη καλοκαιρινή μέρα όμως οι κουρτίνες ήταν όλες κλειστές. Το μόνο φως στο σαλόνι ήταν αυτό της τηλεόρασης που έπεφτε δυνατό πάνω στα πρόσωπα τους. Μητέρα και γιος. Εκείνη με ένα κοντό φόρεμα και κόκκινο κραγιόν. -Το φούξια μαγιό της ίσα ίσα να φαίνεται κάτω από τις τιράντες.- Κι εκείνος με ένα κοντό παντελονάκι, τις πλαστικές του σαγιονάρες και ένα καπέλο θαλάσσης.

Είπε πως θα είναι εδώ στις δέκα κι έχει πάει δεκάμισι. Ίσως να τον καθυστέρησαν πάλι στη δουλειά. Μπορεί και να ξεχάστηκε. Άλλωστε ποτέ δεν δίνει και πολύ σημασία στις βόλτες μας. Το μόνο που μοιάζει να τον νοιάζει είναι η δουλειά. Κι ίσως έχει δίκιο η μαμά που λέει πως έχει γκόμενα. Ίσως κάποια κάπως μεγαλύτερη από τη μαμά, ίσως και πιο έξυπνη. Πιο έξυπνη και πιο άσχημη. Κι αν όχι πιο έξυπνη σίγουρα πιο κακιά. Ίσως να έχει κι εκείνη ένα μεγάλο γραφείο όπως ο μπαμπάς, με χρυσό χαρτοκόπτη και άπειρους μαρκαδόρους και σφραγίδες στο συρτάρι.

Κι εκείνο το προφυλακτικό που είχα βρει στο κλειδωμένο συρτάρι. Εκείνο το γυαλιστερό αηδιαστικό πράγμα. Άλλο ένα από τα ένοχα μυστικά του...που βέβαια ποτέ δεν θα παραδεχθεί κρύβοντας τα πίσω από ψεύτικα χαμόγελα και ακριβά δώρα.

- Μαμά, γιατί αργεί ο μπαμπάς;

-Δεν ξέρω. Κάνε υπομονή.

Το αγόρι σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να πιει ένα ποτήρι νερό. Αφήνοντας το ποτήρι στον πάγκο πρόσεξε το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα. Ο νους του πήγε σε εκείνα τα μεγάλα γιαπωνέζικα μαχαίρια που είχαν αγοράσει μερικούς μήνες πριν από την διαφήμιση στη τηλεόραση. Στην αρχή του φάνηκε κάτι σπουδαίο. Να δει τέτοια μαχαίρια από κοντά, με τόσο γυαλιστερή κι αιχμηρή λάμα, όπως των αληθινών σεφ. Στη διαφήμιση ένας σαμουράι πιστοποιούσε πως η λεπίδα των μαχαιριών είναι ακριβώς η ίδια με αυτή στο κατάνα του.

Κι έπειτα θυμήθηκε ποια πραγματικά ήταν η οικογένεια του. Τα κλειστά παράθυρα και τις τραβηγμένες κουρτίνες τους που δεν έλεγαν να ανοίξουν ποτέ. Την σιωπηλή ώρα του γεύματος όταν περίμενε χωρίς όρεξη πάνω από ένα πιάτο φαΐ ώσπου η μητέρα του να σπάσει την σιωπή λέγοντας κάτι αληθινά άσχημο και να τα αφήσουν όλα στη μέση. Ήταν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Το καταλάβαινε όταν επισκεπτόταν τα σπίτια των φίλων του. Από τα αστεία, από τις συζητήσεις, από τον τρόπο που οι άνθρωποι κοιτούσαν ο ένας τον άλλο. Πουθενά δεν είχε συναντήσει μια οικογένεια σαν τη δική τους .

Κι ήταν κι εκείνη η νύχτα που δεν άφηνε καθόλου περιθώριο για αμφιβολίες. Όταν είχε ξυπνήσει χαράματα από τις φωνές και τον ήχο του ασθενοφόρου. Βγήκε από το δωμάτιο κι είδε τη μαμά του να την σηκώνουν δύο άντρες, τυλιγμένη μέσα σε ένα λευκό ύφασμα. Το πρόσωπο της γυρνούσε με σπασμούς ενώ βογκούσε σαν από κάποιον αφόρητο πόνο. Προτού καν καλά καλά δει τι συμβαίνει ο πατέρας του τον τράβηξε από το χέρι κλείνοντας την πόρτα στη νύχτα που άναβε με το φως του ασθενοφόρου. Κι όμως είχε δει αρκετά.

Μάζεψαν τα ρούχα τους βιαστικά σε μια βαλίτσα γιατί έπρεπε να περάσουν το βράδυ στο εξοχικό. Το πρόσωπο του πατέρα έσταζε ιδρώτα. Η μαμά ήταν άρρωστη του εξήγησε. Θα έπρεπε να μείνει για μερικές μέρες στο γιατρό. Στο αμάξι οδηγούσε γρήγορα αποφεύγοντας να μιλήσει ψάχνοντας τον δρόμο κάτω από τους προβολείς. Έτρεχαν σαν κυνηγημένοι. Στο πίσω παράθυρο ξετυλίγονταν ένας δρόμος γεμάτος λάσπη και μεγάλες σκιές από δέντρα που θύμιζαν ψηλούς ανθρώπους. Σκηνές που τις είχε αγαπήσει στις ταινίες όμως στην αληθινή ζωή δεν ήταν τίποτα παραπάνω από φόβος κι ένας αφόρητος πόνος στο στομάχι.

Επέστρεψε τώρα στο σαλόνι μασουλώντας μια σοκολάτα. Η μητέρα του είχε ανάψει ένα τσιγάρο και ξεφυσούσε τον καπνό ψηλά στηρίζοντας τα μακριά της πόδια στο τραπέζι.

-Μαμά που είναι ο μπαμπάς;

-Δεν ξέρω. Να τον ρωτήσεις όταν έρθει, απάντησε εκείνη τινάζοντας το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο.

Υπάρχουνε στιγμές που ακούω έναν παράξενο ήχο. Έναν επαναλαμβανόμενο χτυπητό ήχο. Μοιάζει ίσως κάπως με τον ήχο ενός τρένου που πλησιάζει...μόνο που δεν είναι τόσο ξεκάθαρος...όπως όταν σκεπάζεις κάτι με ένα χοντρό ύφασμα. Βγαίνει μέσα από τους τοίχους, ψηλά από το ταβάνι και τις κουρτίνες -ένα χαλασμένο σήμα- που προαναγγέλλει κάτι κακό. Το σκέφτομαι συνέχεια. Κάτι κακό θα συμβεί. Έχω ρωτήσει την μαμά αν τον ακούει κι αυτή και μου έχει πει πως ναι αλλά να μην το πω σε κανένα. Όμως εγώ ξέρω. Ξέρω. Αυτός είναι ο ήχος ενός ΚΑΚΟΥ πνεύματος, όχι ενός ξένου πνεύματος ή ενός φαντάσματος όπως αυτών στα βιβλία αλλά ενός πνεύματος δικού μας. Της δικής μας αρρώστιας. Κάτι που στους φυσιολογικούς ανθρώπους είναι αθόρυβο και βρίσκεται κάτω από το σώμα τους, πίσω από την αναπνοή τους, όμως εμάς είναι εκεί έξω και φωνάζει.

Τίποτα δεν είναι φυσιολογικό στην οικογένεια μου. Ακόμα και τα κοστούμια του μπαμπά μου είναι αφύσικα τετράγωνα. Και το πρόσωπο του το ίδιο. Η κολόνια του θυμίζει τη μυρωδιά ενός θηρίου. Κάθε πρωί κρατώντας το χαρτοφύλακα κλείνει ανέκφραστος την πόρτα και μπαίνει στο τεράστιο αμάξι του για να πάει να βρει εκείνη την γυναίκα στο γραφείο. Και η μαμά αγουροξυπνημένη θα έρθει στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ και θα χτυπήσει με δύναμη τα συρτάρια με τα γυαλιστερά μαχαίρια...και τότε ο ήχος θα γίνει πιο δυνατός, πιο απειλητικός και θα προσπαθεί να με τρελάνει, να με αρρωστήσει όπως αυτούς. Με κυνηγάει σε κάθε μου κίνηση, από τη στιγμή που θα ντυθώ μέχρι που θα ανοίξω την εξώπορτα του σπιτιού και θα πάω στο σχολείο. Ένας πανικός που πλησιάζει.... ΝΤΟΥΚ ΝΤΟΥΚ ΝΤΟΥΚ... συνέχεια ώσπου επιτέλους να χτυπήσει το κουδούνι και να βρω τον εαυτό μου να κάθεται στο θρανίο στη τάξη.

Έπιασε το ακουστικό του τηλεφώνου. Είχε περάσει σχεδόν μια ώρα από τις έντεκα και αυτός δεν είχε δώσει ούτε ένα σημείο ζωής μόνο τους άφηνε να περιμένουν σαν ηλίθιοι. Πέρασε το χέρι της από τα μαλλιά της νευρικά και περίμενε να απαντήσει. Τίποτα. Και δεύτερη και τρίτη φορά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό. Το έκανε συνέχεια. Την αγνοούσε επιδεικτικά αργώντας αδικαιολόγητα από το γραφείο...ξεχνώντας τα ραντεβού τους, αποφεύγοντας να σηκώσει το τηλέφωνο. Κι αν τολμούσε να του πει τίποτα την είχε έτοιμη την απάντηση. Τι μιλάς τώρα εσύ. ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΗ. Και μάλιστα με χαρτί, υπονοώντας τη νύχτα που έσπασαν τα νεύρα της. Όχι στα ίσια. Αλλά με τις συνηθισμένες δικηγορίστικες ειρωνείες του. Με μισά χαμόγελα, και με εκείνη την κατευναστική χειρονομία του χεριού. 'ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΗ. Τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Απλά έτυχε να μπλέξω στη δουλειά.'

Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο και κάθισε στον καναπέ προσπαθώντας να ηρεμήσει. Σίγουρα το έκανε επίτηδες. Προσπαθούσε να την τρελάνει... Ήθελε να τσιρίξει, να ξεσπάσει, να πάει στην κουζίνα και να πιάσει ένα από εκείνα τα μαχαίρια και να ... Τι θα ωφελούσε όμως. Θα ήταν άδικο για το παιδί. Τι έφταιγε κι αυτό το έρμο...ΚΙ ΟΜΩΣ ΗΤΑΝ ΤΟ ΙΔΙΟ. Τα ίδια μάτια, τα ίδια χείλη, το ίδιο ειρωνικό ύφος όπως του πατέρα του. ΤΟΥ ΜΠΑΣΤΑΡΔΟΥ. Έκλεισε τα πόδια της σταυροπόδι και έπιασε ένα περιοδικό από τη στοίβα να διαβάσει.

-Μαμά πότε θα έρθει ο μπαμπάς;

-Δεν ξέρω..

-Ναι αλλά έχει αργήσει πολύ, δεν θα προλάβουμε να κάτσουμε αρκετά στη θάλασσα.

-Εντάξει αλλά τώρα βγάλε τον σκασμό, είπε και συνέχισε να γυρίζει τις σελίδες του περιοδικού εκνευρισμένη.

-μα...

-ΒΓΑΛΕ ΤΟΝ ΣΚΑΣΜΟ ΕΙΠΑ.


Είχαν περάσει αρκετές ώρες όταν το αμάξι του σταμάτησε στο γκαράζ. Μια ανθισμένη βουκαμβίλια κάλυπτε την πέργκολα ραίνοντας με μικρά ροζ λουλούδια το μικρό μονοπάτι της εισόδου. Ο άντρας βγήκε από το αμάξι βιαστικά κι άρχισε αμέσως να ισιώνει το ζαρωμένο παντελόνι του τινάζοντας και πατικώνοντας με τα χέρια το ύφασμα. Άραγε είχε κλείσει το φερμουάρ σκέφτηκε κι έψαξε στον κάβαλο. Η γραβάτα του κρέμονταν λυτή από το γιακά. Την έκανε ένα κουβάρι και την έχωσε στη τσέπη.

Άνοιξε την πόρτα χωρίς όρεξη και μπήκε στο σπίτι. Το απόλυτο σκοτάδι του θύμισε πως η γυναίκα του δεν ανοίγει ποτέ τις κουρτίνες. Πέταξε τα κλειδιά πάνω στο έπιπλο του χωλ εκνευρισμένος και προχώρησε μέσα προσπαθώντας να προσαρμόσει τα μάτια του στο λιγοστό φως. Βρήκε μάνα και γιο να κοιμούνται στον καναπέ και την τηλεόραση να παίζει μόνη της...μια παλιομοδίτικη ροκ μουσική ξεφώνιζε στα ηχεία και τεράστιες φιγούρες από σούπερ ήρωες χόρευαν στους τοίχους.

Ο μικρός έβαλε να δει κινούμενα σχέδια και τον πήρε ο ύπνος σκέφτηκε στραβώνοντας τα χείλη του...όπως πάντα. Και η μάνα του είχε φροντίσει να τελειώσει ένα ολόκληρο πακέτο τσιγάρα πριν καλά καλά μεσημεριάσει. Καλά τα πάμε. Και τότε πρόσεξε το μαγιό της μέσα από το φόρεμα. 'Να πάρει' σκέφτηκε, σήμερα ήταν που είχαν κανονίσει να πάνε στη θάλασσα. Πισωπάτησε να φύγει και σκόνταψε πάνω στις σαγιονάρες και τον αναπνευστήρα του μικρού. Τον σήκωσε σιχτιρίζοντας...ήταν σπασμένος.

Καμιά φορά απλά δεν θέλω να υπάρχω. Έτσι απλά. Ή έστω να φύγω. Θα ήθελα να είμαι όπως εκείνο το παιδί με τα λαγουδίσια δόντια στην τηλεόραση και να ταξιδεύω στο διάστημα. Χωρίς γονείς. Χωρίς ανθρώπους γύρω μου. Και μετά ξέρω πως αυτό δεν θα γίνει ποτέ και μου έρχεται να κλάψω. Και καμιά φορά το κάνω. Κλαίω στο κρεβάτι μόνος μου. Ασταμάτητα. Κλαίω τόσο πολύ και τόσο δυνατά μέχρι η καρδιά μου να σπάσει. Πεισμώνω και βάζω τα δυνατά μου να σπάσει.

Κι ύστερα σκέφτομαι τη μαμά μου. Με τα μαλλιά ανακατεμένα...το στόμα της ανοιγμένο στραβά, γεμάτο σάλιο... Και κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει τα βήματά της. Πλησιάζει, πλησιάζει, κρατώντας εκείνο το αστραφτερό μαχαίρι. Αργά αδέξια βήματα,...τα πόδια της πέφτουνε μπροστά, χωρίς συντονισμό καθώς πλησιάζει σε εκείνη την κλειστή πόρτα. Κι ακόμα και το σπαραχτικό κλάμα μου δεν το ακούει, παρότι φωνάζω με όλη μου την δύναμη. Μα ακόμα κι αν το ακούει δεν μοιάζει να έχει σημασία για αυτήν. Έχει αφοσιωθεί στη μία και μοναδική σκέψη της. Την έχει καταπιεί σαν ρουφήχτρα, της έχει αρπάξει το πρόσωπο και το δέρμα και το έχει στραγκίξει σε μια ζαρωμένη μάσκα. ΘΑΝΑΤΟΣ. ΘΑΝΑΤΟΣ. Μόνο αυτό μπορεί να σκεφτεί.


Δεν καταδέχτηκε να του κάνει σκηνή. Δεν υπήρχε και λόγος. Ήταν μια από αυτές τις στιγμές που ένιωθε αρκετά δυνατή για να έχει τις σκέψεις της σε τάξη. Θα το κανε για το παιδί. Είχανε τόσο καιρό να πάνε όλοι μαζί στην παραλία σαν φυσιολογική οικογένεια... Με ένα τρυφερό χάδι στα μαλλιά του προσπαθούσε τώρα να τον ξυπνήσει. 'Έλα αγγελούδι μου σήκω, θα πάμε με τον μπαμπά στη θάλασσα'. Τα βαμμένα νύχια της μέσα στα μαλλιά του κατέληγαν σε μια μισοφαγωμένη άκρη που θύμιζε την κοπέλα του γυμνασίου που ήταν κάποτε.

Κατά ένα περίεργο τρόπο παρέμενε η ηρωίδα που ήταν και τότε, μια μοιραία στάρλετ νεανικής σαπουνόπερας. Ίσως λίγο πιο δυστυχισμένη βέβαια. Δεν μπορούσε να βολέψει τα πόδια στο λίγο χώρο που άφηνε το σώμα του μικρού στον καναπέ. Σηκώθηκε κι έψαξε τα τσιγάρα της.

- Αντρέα, έχεις ένα τσιγάρο φώναξε προς την κρεβατοκάμαρα.

-Δεν νομίζεις πως κάπνισες αρκετά αγάπη μου.

-ΡΕ ΔΕΝ ΠΑΣ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΛΕΩ ΓΩ, φώναξε και το πρόσωπο της ζάρωσε.

Έβαλε την ψάθινη τσάντα με τις πετσέτες στον ώμο και τράβηξε κακήν κακώς τον μικρό απ το μπράτσο. 'ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΘΑ ΠΑΜΕ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΜΗΝ ΜΟΥ ΜΟΥΡΜΟΥΡΑΣ ΜΕΤΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΣΕ ΞΥΠΝΗΣΑ, ΑΚΟΥΣ; Στράβωσε τα φρύδια της πάνω του. ΔΕ ΘΑ ΜΕ ΤΡΕΛΑΝΕΤΕ ΟΥΤΕ ΕΣΥ, ΟΥΤΕ ΑΥΤΟΣ, είπε κι έδειξε τον πατέρα που περίμενε τώρα με μια μεγάλη πετσέτα θαλάσσης διπλωμένη στο χέρι στο χωλ.

Η παραλία από το σπίτι τους ήταν μισή ώρα με σαρανταπέντε λεπτά οδήγηση μέσω της παλιάς εθνικής οδού. Μια σειρά από ατελείωτα πεύκα και μερικές απαίσιες βλάχικες ταβέρνες πλαίσιωναν τις άκρες του δρόμου. 'Καλησπέραααα αγαπημένοι μου ακροατέεεες. Τι μου κάνετε;' ρώτησε η εκφωνήτρια γλυκανάλατα από το ηχείο. 'Για τις επόμενες δύο ωρούλες θα σας κρατήσω συντροφιά με τα πιο καυτά hit του καλοκαιριού!!! RELAX...φώναξε. RELAX AND LAY BACK. Ξεκινάμε με D JJJJJey Brit Di'. Το δυνατό beat άρχισε να χτυπάει στο ηχείο. Ο άντρας έβγαλε το χέρι απ' το παράθυρο και τίναξε το αναμμένο του τσιγάρο πατώντας το γκάζι. Για κάποιο λόγο αυτή η πιτσιρίκα στο ραδιόφωνο -την φανταζόταν να κάνει σπικάζ με τα πόδια ανοιχτά και το χέρι της πάνω στην κλειτορίδα- του είχε φτιάξει την διάθεση.

Ίσως να μην ήταν και πολύ ο εαυτός της τον τελευταίο καιρό σκέφτηκε στρέφοντας το πρόσωπο στο πλάι. Έπρεπε να βρει μια άκρη, να βάλει την λογική πάνω από το συναίσθημα. Της είχε μείνει λογική το ήξερε, απλά είχε κουραστει. Ξανασκέφτηκε πάλι πόσο πολύ έμοιαζε με την ελεεινή έφηβη που ήταν κάποτε. Ασταμάτητο κάπνισμα, φαγωμένα νύχια... Για όλα έφταιγε εκείνη η καταραμμένη νύχτα. Κάτι μέσα της τότε έσπασε. Απλά. Τόσο απλά. Δεν είχε τρελαθεί. Ήταν κάτι σαν καιρικό φαινόμενο. Μια δυνατή βροχή που ήρθε και τα έκανε όλα σκατά. Έφερε τα πάνω κάτω. Και μετά από αυτό ΔΕΝ ΓΙΝΟΤΑΝ πια να είναι αυτή που ήταν. Δεν γίνοταν να μην την νοιάζει.

Δεν μπορούσε να προσποιείται πια όπως παλιά πως ο άντρας της δεν είναι ο μαλάκας που είναι, πως οι φίλες της δεν είναι τα φίδια που είναι και πως αυτή η πόλη δεν ειναι το τριτοκοσμικό χανείο που είναι αλλά κάτι σαν τη Νέα Υόρκη επειδή έχει ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟΥΣ ΚΑΙ ΑΔΕΡΦΕΣ..ήταν γελοίο. Την έπιασαν τα γέλια. 'Μαρία είσαι στα καλά σου γιατί γελάς μόνη σου'. Όσο για αυτό το μαλακισμένο, -συνέχισε τις σκέψεις της αδιαφορώντας-, αυτό το μαλακισμένο με το αθώο γλυκό του προσωπάκι υπήρχανε στιγμές που...ναι...υπήρχανε στιγμές που θα προτιμούσε να μην τον είχε γεννήσει ποτέ. Και υπήρχαν κι άλλες στιγμές, όταν καταλάβαινε πως ότι έγινε έγινε πια, που είχε μια διάθεση σαδισμού απέναντι του, μια όρεξη να τον βασανίσει, να τον κάνει να ξεπληρώσει για τα χρόνια που της στέρησε.

Τα παιδιά είναι ευτυχία λένε, η μεγαλύτερη χαρά της ζωής. Πως μπορείς να πεις όχι σε ένα παιδί. Σκέφτηκε όλες εκείνες τις φωτογραφίες με τις λεχώνες στα περιοδικά, τις διαφημίσεις που τα παιδιά τρέχουν ευτυχισμένα στον κήπο επειδή πλένονται με το σωστό απορρυπαντικό ή επειδή η μάνα τους φόρεσε πιο απορροφητική σερβιέτα. ΧΑΧΑΧΑ. Πόσο ψυχοπαθείς Θέε μου. Όχι πως τον μισούσε τον γιο της. Το αντίθετο. Θα μπορούσε να ορκιστεί, θα έδινε το αίμα της. Τον λάτρευε. Όμως στο τέλος της ημέρας δεν έπαυε κι αυτός να είναι ένα κομμάτι -και μάλιστα πολύ μεγάλο- του ίδιου συρφετού, της ίδιας ανοησίας.

-Αντρέα σταμάτα.

-τι;

-σταμάτα το αμάξι εδώ, θέλω να κατέβω.

-είσαι σοβαρή;

-ΑΚΟΥΣΕΣ ΤΙ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ Ε;

-Μαμά τι έπαθες; ρώτησε ο μικρός κλαίγοντας

-ΣΤΑΜΑΤΑ ΚΙ ΕΣΥ. ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΚΛΑΙΣ. ΑΝΤΡΕΑ ΕΙΠΑ ΣΤΑΜΑΤΑ.

-άιντε παράτα μας.

-ΣΤΑΜΑΤΑ ΡΕ. ΘΑ ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΣΩ ΟΛΟΥΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ

-μαμά μου σε παρακαλώ, σε παρακαλώ

Το πρόσωπο του είχε γεμίσει δάκρυα.

-μαμά μου σε παρακαλώ

-ΣΚΑΣΕ. ΣΚΑΣΕ. ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ.

Άρχισε να τραβάει το χερούλι της πόρτας όμως την είχε προλάβει. Οι ασφάλειες ήταν κλειδωμένες.

-ΣΤΑΜΑΤΑ ΣΟΥ ΛΕΩ ΤΩΡΑ. ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΦΥΓΩ.

Οι λέξεις έγδερναν μέσα της, ξεφώνιζαν σαν σειρήνες.

-ΑΝΟΙΞΕΕΕ

Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έκανε στην άκρη και άναψε τα αλάρμ.

-Μαρία.

-Αντρέα σε παρακαλώ, άνοιξε να μου φύγω

-Μην φεύγεις μαμά, σε αγαπώ.

Έβαζε όλη την δύναμη της να ανοίξει το χερούλι. Ο άντρας καταλάβαινε πως δεν θα βγαζε άκρη. Δεν γινόταν αλλιώς. Ανέβασε τις ασφάλειες και η πόρτα τινάχτηκε στο δρόμο. Έφυγε, έξαλλη, όσο πιο γρήγορα μπορούσε χωρίς να πει ούτε λέξη, ακολουθώντας το ρείθρο της εθνικής οδού.

Επέστρεψαν στο σπίτι ώρες μετά όταν πιο το φως της ημέρας είχε πέσει εντελώς. Ένα ένα είδαν τα φώτα των δρόμων να ανάβουν και τους εαυτούς τους να ακολουθούνε μια ατελείωτη σειρά από αμάξια στην εθνική μέχρι την πόλη. Στο σπίτι προσπάθησαν να τσιμπήσουν κάτι όμως δεν κατέβαινε τίποτα. Και γιος και πατέρας παρέμεναν σιωπηλοί μην βρίσκοντας καμιά λύση στο πρόβλημα. Ανησυχούσαν. Δεν ήξεραν που μπορεί να είχε πάει. Σε όσες φίλες της κι αν τηλεφώνησαν είπαν πως δεν την είχαν δει και παρότι γύρισαν αρκετές ώρες με το αμάξι στους δρόμους ήταν παντού άφαντη.

Ο πατέρας έδεσε τα χέρια πίσω στο σβέρκο και προσπάθησε να συμμαζέψει τις σκέψεις του. Ίσως τα πράγματα να μην ήταν και τόσο τραγικά. Ίσως αυτή τη στιγμή να ήταν μέσα σε κάποιο ταξί και να κοίταζε έξω ταξιδεύοντας στον κόσμο της όπως πάντα. Ίσως να είχε κανονίσει να πάει σε κάποια θεατρική παράσταση ή στο σινεμά. Την φαντάστηκε στο σταθμό του τρένου. Και τότε σκέφτηκε κάποιον να την έχει βάλει στο μάτι και να πηγαίνει ξωπίσω της. Και αυτή τι θα κανε; Την είχε ικανή για όλα, ιδίως τον τελευταίο καιρό. Ίσως τώρα που αυτοί περίμεναν εκεί κοντεύοντας να σκάσουν αυτή να βρισκ'όταν σε κάποιο θλιβερό φτηνό ξενοδοχείο. Με εκείνο το βαθύ κάθισμα με τα μακριά πόδια της πάνω σε ένα πέος. Ακόμα κι έτσι όμως δεν ζήλευε. Δεν τον ένοιαζε. Ούτε στο απειροελάχιστο. Όμως κάπου εκεί μέσα του, βαθιά, φοβόταν πως με αυτά και με αυτά είχε αρχίσει να την ερωτεύεται ξανά. Έτσι φαινόταν. Κι ήταν τόσο γέρος για τέτοιες ανοησίες. Θα τον σκότωνε...κι αν δεν τον σκότωνε θα του στερούσε την μοναδική χαρά που του είχε απομείνει στη ζωή. Να πηδάει εκείνη την βρωμίτσα απ' το γραφείο. Χωρίς πολλά πολλά.

Έβαλε το παιδί για ύπνο κι έκλεισε τα φώτα παριστάνοντας πως όλα θα είναι εντάξει. Και μετά στο δωμάτιο ξεντύθηκε και δίπλωσε τα ρούχα του όπως κάθε φορά...φόρεσε τις πιτζάμες...έσβησε το πορτατίφ. Κι ύστερα τράβηξε το σεντόνι πάνω του με την συνηθισμένη δυσθυμία που είχε πάντα όταν έπεφτε στο κρεβάτι. Και τότε του καρφώθηκε στο μυαλό. Ίσως η Μαρία να παθε κάτι. Την είχε απωθήσει αυτή την σκέψη με νύχια και με δόντια όμως τώρα που δεν ήταν ο γιος του εκεί εμφανιζόταν ξανά πιο επιτακτική. Φοβόταν. Φοβόταν πολύ και την αγαπούσε. Το τετράγωνο πρόσωπο του άρχισε να σπάει.

Προσπάθησε να ηρεμήσει. Έπρεπε να ηρεμήσει. Παραλογιζόταν. Έπιασε μια εφημερίδα να διαβάσει. Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙ ΝΕΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ. Κι άπο κάτω κάποιος γελοίος αρθρογράφος να τον λιβανίζει. Ούτε το μισό δεν κατάφερε να τελειώσει. Σκέφτηκε πάλι την γυναίκα του μ' εκείνο τον άγνωστο. Κι ύστερα τη σκέφτηκε σκοτωμένη κάτω από μια γέφυρα ή σε ένα συρμό να έχει κάνει αυτό που του ορκίστηκε αμέτρητες φορές πάνω στους καβγάδες τους. Ένα ρυάκι αίμα να κυλάει στο στόμα της. 'Η Μαρία να μην υπάρχει. Τέλος. Να μην την ξαναδώ, να μην την ξανανιώσω ποτέ' σκέφτηκε με τρόμο. Γύρισε στο μαξιλάρι. Του είχε σωθεί η αναπνοή.

Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να αλλάζω μυαλά. Μην με ρωτήσεις γιατί, πως, απλά το νιώθω. Δεν είμαι αυτός που ήμουν. Ίσως να μεγαλώνω αν και δεν νομίζω πως είναι αυτό. Είναι κάτι πιο δυνατό. Είναι μια σκέψη που καιρό τώρα γυρνούσε στο μυαλό μου όμως εχθές το βράδυ πήρε σάρκα και οστά. Κατάφερα πια με το ατελείωτο πεισματικό μου κλάμα να μου σπάσω την καρδιά. Και ξαφνικά όλα έδεσαν μεταξύ τους, απέκτησαν νόημα.

Αυτό που ονόμαζα ΚΑΚΟ δεν το φοβάμαι πια. Ούτε το θάνατο. Μάλιστα όσο αφορά το δεύτερο νομίζω πως είναι μια ευλογία για τους ανθρώπους. Δεν μιλάω με συναισθηματισμό. Δεν προσπαθώ να κάνω κανένα να με λυπηθεί ή να θεωρήσει πως ότι συμβαίνει στη ζωή μου με έχει επηρεάσει αρνητικά. Ναι, η οικογένεια μου είναι διαφορετική. Ναι, η μαμά μου είναι ένας αληθινός τρόμος και μια συμφορά. Όμως τίποτα από αυτά δεν βάρυνε στην απόφαση μου. Το μόνο που έκανα ήταν να ακολουθήσω επιτέλους εκείνο τον ήχο...εκείνο τον φοβερό γδούπο κάτω από το δέρμα του κόσμου που εμένα μου αποκαλύφθηκε, από μικρό παιδί. Καιρό προσπάθησα να τον αποφύγω. Είναι αλήθεια πως με τρόμαζε. Δεν ήθελα να δω τη μοίρα μου κατάματα. Ήθελα να είμαι ένας από τους πολλούς με μια ευχάριστη ζωή χωρίς μπελάδες με μια ευτυχισμένη οικογένεια που τρώει δημητριακά και πάει εκδρομές με τον σκύλο. Με εμπόδιζε η ευαίσθητη καρδιά...

Τώρα όμως την έσπασα! Κλαίγοντας υπομονετικά και δυνατά την έσπασα σε χίλια κομμάτια. Και δεν με κρατά τίποτα πια. Οι πολλοί και οι συνήθειες τους είναι απέναντι μου. Και οι ζωές τους μοιάζουν πια θλιβερές κι ασήμαντες. Το πνεύμα, το ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΚΟ πνεύμα διάλεξε εμένα για να εκπληρώσω τους σκοπούς του. ΧΑ!

Όλα επιτέλους μπήκανε στη θέση τους. Το σκοτάδι, οι βρισιές, τα μαχαίρια. Αααα...ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΓΥΑΛΙΣΤΕΡΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ. Άλλοτε όλα αυτά τα θεωρούσα τρομαχτικά ή έστω...μικρές θλιβερές όψεις της πραγματικότητας... τώρα όμως ξέρω. Τα πάντα με προετοίμαζαν για αυτό τον προορισμό. Για αυτό τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσω κι είναι αποκλειστικά και μόνο φτιαγμένος για μένα. Τον δικό μου, καταδικό μου δρόμο από ΑΙΜΑ.

Έφτασε στο σπίτι πολύ αργά, τα ξημερώματα. Καθόλου κουράγιο δεν της είχε μείνει. Τόσο περπάτημα, τόση περιπλάνηση. Τα πόδια της υποφέραν, τα ρούχα της μύριζαν. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα χωρίς να δώσει πολύ σημασία στο μεγάλο φεγγάρι που έφεγγε πίσω της. Έφεγγε δυνατά πάνω στα ζουμπούλια και στα γιασεμιά και όταν άνοιξε την πόρτα το φως του πέρασε απρόσκλητο και μέσα στο σπίτι. Μια μεγάλη λουρίδα φως που ξεκινούσε από το χωλ στο διάδρομο μέχρι και το υπνοδωμάτιο του μικρού. Περπάτησε αργά, έσυρε τα βήματά της χωρίς συντονισμό από την κούραση πλησιάζοντας την κλειστή πόρτα του υπνοδωμάτιου.

Πήγε να χτυπήσει...όμως κοντοστάθηκε. Δεν ήθελε να τον ξυπνήσει. Ας του το κάνε σαν έκπληξη όπως όταν του βάζανε το βράδυ κρυφά τα δώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κατέβασε το πόμολο αργά, προσεχτικά να μην κάνει θόρυβο και πέρασε. Το παιδί κοιμόταν ήσυχο κάτω από το μόμπιλε με τα αεροπλανάκια του φωτιστικού. Ένα δροσερό αεράκι από το παράθυρο χτυπούσε πάνω στα φτερά τους και τους έδινε μια απόκοσμη ώθηση. Το κορμάκι του ίσα ίσα που έπιανε το μισό κρεβάτι. Άπλωσε το χέρι της να αγγίξει το πρόσωπο του... Ψυχή μου σκέφτηκε είσαι το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου.

Έσκυψε πάνω του αργά κι έφερε τα χείλη της στα δικά του. 'Σε λατρεύω να το ξέρεις, να το θυμάσαι πάντα' ψιθύρισε και πέρασε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά του...Σηκώθηκε κοιτάζοντας τον εκστασιασμένη και άφησε το δωμάτιο κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της. Η κούραση την είχε αποτελειώσει. Στην κρεβατοκάμαρα ξεντύθηκε γρήγορα. Δεν άντεχε άλλο. Είχαν συμβεί τόσα πολλά απόψε. Σήκωσε το σεντόνι και στριμώχτηκε κοντά στο σώμα του άντρα της.

'Αντρέα γύρισα' είπε ακουμπώντας το κεφάλι στο στήθος του. Κι ύστερα έσπρωξε το χέρι της τολμηρά ανάμεσα στα πόδια του. Ντρεπόταν για αυτό, ήταν σαν μια παραδοχή ήττας, αλλά της είχε λείψει.

Το πρωί ξύπνησε με πολύ καλύτερα κέφια από ότι συνήθως. Τεντώθηκε με ένα χασμουρητό ρίχνοντας το πρόσωπό της μέσα στο πρωινό φως. Ένιωθε υπέροχα. 'Αυτό μου έλειπε λοιπόν;' σκέφτηκε. Ο π... του; και την έπιασαν τα γέλια. Ο άντρας της δεν ήταν δίπλα της -κάτι που είχε συνηθίσει- αλλά δεν την ένοιαζε κιόλας. Έριξε την μεταξωτή ρόμπα πάνω της -αυτή που της είχε αγοράσει στο Παρίσι- και προχώρησε στην κουζίνα να φτιάξει έναν καφέ.

-Τι κάνεις εσύ εδώ; ρώτησε έκπληκτη βρίσκοντας τον στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν πήγες δουλειά;

-Όχι, μωρό μου, πήρα κι ακύρωσα όλα τα ραντεβού. Ήθελα να είμαστε μαζί. Σου έφτιαξα και καφέ, είπε καταβροχθίζοντας μια μεγάλη φέτα ψωμί με βούτυρο. Ξέρεις κάτι;

-Τι;

-Σε λατρεύω.

-Κι εγώ μωρό μου, του απάντησε αυτή και πλησίασε να ρουφήξει τα χείλη του που ήταν πασαλειμένα με βούτυρο.

-Πωπω. Πεθαίνω της πείνας. Άφησες τίποτα;

-Ναι έχει ψωμί στον πάγκο. Κόψε μόνη σου όμως βαριέμαι.

-Γουρούνι.

Έκανε μια γκριμάτσα προσποιητής κακίας δείχνοντας τα δόντια του κι ύστερα σηκώθηκε και πήρε θέση κοντά της στον πάγκο της κουζίνας. Στα χέρια του κρατούσε το φλυτζάνι του καφέ.

-Ο μικρός; ρώτησε εκείνη ανοίγοντας το ντουλάπι.

-Πήγε βόλτα με τους φίλους του...Μαρία;

-Τι;

-Μου είπε κάτι παλαβά πριν φύγει.

-Σαν τι;

-Πως από σήμερα λέει είναι άλλος άνθρωπος. Πως είναι πολύ ευτυχισμένος και πως είναι η σπουδαιότερη μέρα της ζωής του.

-Σου εξήγησε γιατί;

-Όχι πολλά. Μόνο πως βρίσκεται σε ειδική αποστολή. Κάτι τέτοιο. Μαλακίες που βλέπει στα καρτούν.

- Ίσως πρέπει να του τα κόψουμε. Θα βγει βλαμμένο. Ρε συ Αντρέα;.

-Τι;

-Θυμάσαι εκείνα τα μαχαίρια που είχαμε αγοράσει από την τηλεόραση;

-Ποια τα Σογκούν;

-Ναί.

- Με τη λάμα του Σαμουράι. Ε τι συμβαίνει με αυτά;

-Έχουν εξαφανιστεί.

1 σχόλιο: