Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Ο αγκυλωτός σταυρός

Μια από τις πρώτες αναμνήσεις της ζωής μου είναι να βρίσκομαι στην σκάλα της πολυκατοικίας, μαζί με την μαμά μου και την αδερφή μου. Η μαμά μου φορούσε ένα κοντό φόρεμα και θυμάμαι τα πόδια της κάπως μαυρισμένα από τον ήλιο και την αδερφή μου με ένα σορτσάκι και μια ροζ φανέλα. Θυμάμαι την πόρτα μισάνοιχτη κι ένα δροσερό αέρα να στριφογυρνά παρότι ήταν καλοκαίρι, μάλλον αρχές καλοκαιριού. Το φως γέμιζε τους τοίχους μπαίνοντας από το τζάμι, φτάνοντας στα πόδια μας. Ήταν η πρώτη φορά που θα περπατούσα και δεν θα με κουβαλούσε στο καρότσι.

Θυμάμαι να βγαίνουμε κάποια στιγμή στο δρόμο αφού η μητέρα μου είχε διπλώσει το καρότσι και το είχε βάλει κάτω από τις σκάλες. 'Πόσο χρονών είσαι μωρό μου;' με ρώταγαν οι άνθρωποι στο δρόμο κι εγώ έλεγα εφτά ή οχτώ ... ενώ ήμουν τρία, χωρίς να είμαι και πολύ σίγουρος για το αν αυτό ήταν ψέμα ή αλήθεια. Χωρίς να έχω καν ακόμα ιδέα τι θα πει ψέμα ή αλήθεια.



Περπατούσα κοντά της, σχεδόν στο μισό ύψος από τα ατελείωτα πόδια της και της κρατούσα το χέρι σφιχτά, όχι επειδή φοβόμουν, αλλά επειδή ήξερα πως μου ανήκει. Ας πούμε πως ήμουν ένας μικρός προαγωγός με αγγελικό πρόσωπο που έβγαζε την καλύτερη γυναίκα του βόλτα στον κόσμο. Κι όταν σκεφτόμουν κόσμο δεν είχα στο μυαλό μου μόνο τις γριές γυναίκες και τον αποκρουστικό μπακάλη με το ξεφτισμένο πουκάμισο. Ούτε καν τον ψηλό ταχυδρόμο με το καπέλο. Ούτε τις φίλες της μαμάς μου, ούτε τα σκυλιά και τις γάτες που παρατηρούσα να ρεμβάζουν στους σκουπιδοτενεκέδες. Όταν σκεφτόμουν κόσμο είχα στο μυαλό μου περισσότερο τον διάφανο εκείνο ουρανό, που άστραφτε σαν καθαρό γυαλί πάνω από τον ήλιο.

Εν πάσει περιπτώσει. Στα είκοσι πέντε μου δεν θύμιζα σε τίποτα το χαριτωμένο εκείνο παιδί της παιδικής μου ηλικίας. Είχα μια ανισόμετρη μαύρη τούφα για μαλλί που κάλυπτε τα μάτια μου. Ασημένια δαχτυλίδια στο χέρι. Ύστερα από τις αποτυχημένες σπουδές μου και τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα είχα επιστρέψει στην πόλη μου για να γίνω η σκιά του εαυτού μου.

Κάθε Παρασκευή απόγευμα θα επισκεπτόμουν μια ψυχολόγο. Έσφιγγα τα δάχτυλα καθισμένος στον αναπαυτικό της καναπέ. Έσφιγγε κι εκείνη τα ζαρωμένα χείλη της. Δυο χείλη γυμνασμένα στο να κρατάνε πάντα μια ίσια γραμμή κακίας και μικροψυχίας. Ύστερα της έδινα τριανταπέντε ευρώ κι εκείνη θα μου έλεγε πως είχα κάνει φοβερή πρόοδο.

Ούτε κι η μητέρα μου ήταν αυτό που κάποτε ήταν. Τα χέρια της είχαν αγριέψει από τον πόνο. Τα μάτια της είχαν αδειάσει. Τα άλλοτε ωραία πόδια της είχαν τώρα πρηστεί κάτω από τα ρούχα. 'Ο πατέρας σου εκείνο' κι ο πατέρας σου το άλλο' έλεγε. Χτυπούσα την πόρτα πίσω μου κι έβγαινα στο δρόμο να μην την ακούω. Οδηγούσα την μεγάλη BMW του πατέρα για ώρες ωσότου να σπαταλήσω την βενζίνη. Υποθέτω πως στο πίσω μέρος του μυαλού μου πίστευα πως πηγαίνω κάπου αλλά δεν πήγαινα πουθενά.

Έφτανα αργά στο σπίτι, αρκετά αργά για να έχει κοιμηθεί εκείνη. Κλεινόμουν στο δωμάτιο. Πίσω από τις κλειστές ντουλάπες ήταν στη σειρά κρεμασμένα τα σακάκια του. Στα ράφια τα βιβλία του. Καθόμουν κι έκανα σκέψεις για το θάνατο του και για τον θάνατο όλων μας και τι σόι πράγμα είναι και πως μπορείς να τον αντιμετωπίσεις. Διάβαζα μέχρι το ξημέρωμα και κάπνιζα. Κυρίως μυθιστορήματα. 

Το πρωί όταν ξυπνούσα θα πήγαινα στην κουζίνα. Η μητέρα μου θα έκανε αμίλητη δουλειές ή θα έπινε καφέ καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Της μιλούσα ωσότου να γυρίσει την πλάτη της ή να πάει να αφήσει το φλιτζάνι στο νεροχύτη και τότε έβρισκα χρόνο να βάλω χέρι στο πορτοφόλι της.

Ουδέποτε πίστεψα το οτιδήποτε από τον οποιοδήποτε που θρηνεί για την απώλεια ενός νεκρού. Είμαι βέβαιος και δεν θα αλλάξω ποτέ γνώμη πως ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι κλαίνε τόσο σπαραχτικά σε κηδείες είναι πως κατά βάθος συνειδητοποιούν πως έρχεται και το δικό τους τέλος. Όλη εκείνη η υποκρισία των φίλων και των συγγενών...ποιος μπορεί να την αντέξει. Εγώ τουλάχιστον όχι. Κι όσο κι αν προσπαθούσα να την αποτινάξω ήταν μονίμως εκεί ... η υπόκωφη βουή από τις καρδιές που πασχίζαν να χτυπήσουν δυνατά. Πολύ περισσότερο από όλα αυτά απολάμβανα τον καθαρό ήχο της νεκρώσιμης καμπάνας. 

Ας είναι. Κάποια βράδια λοιπόν που επέστρεφα σπίτι, αν δεν είχα όρεξη για διάβασμα, αυνανιζόμουν. Το έκανα σαν δαιμονισμένος. Δεν ξέρω που την έβρισκα τέτοια όρεξη. Τρεις ή τέσσερις φορές. Είχα ένα μέτριο πέος, ούτε καλό, ούτε κακό, όμως ο καθένας πρέπει να τα βγάλει πέρα με ότι του έχει δώσει ο Θέος. Έτσι δεν είναι; 

Υπάρχει ένα πάρκο στα δυτικά της πόλης, περιστοιχισμένο από πελώριους φίκους και βαγιές και πίσω από τις εξωτικές φυλλωσιές τους προβάλλει το ερειπωμένο εργοστάσιο υφαντουργίας. Εκεί έβρισκαν καταφύγιο τότε -προτού τους καθαρίσει η αστυνομία- οι τοξικομανείς. 

Το πάρκο στοιχειωνόταν από την βραχνή φωνή του Θ. Ήταν ένας γέρος άνθρωπος με άσπρα  ανακατεμένα μαλλιά. Είχε έντονα λαμπερά μάτια και κίτρινα δόντια.  'Οι σιωνιστές' έλεγε σε όποιον έβρισκε μπροστά του. 'Για όλα φταίνε οι Σιωνιστές'. Κι ύστερα μας μιλούσε για τον Αδόλφο και για το πόσο λυπόταν που δεν τον είχαν αφήσει να ολοκληρώσει το έργο του. Κι εγώ, με τον νεανικό αυθορμητισμό μου, προσπαθούσα να του εξηγήσω πως αυτά που έλεγε ήταν επικίνδυνες θεωρίες όσο οι τοξικομανείς του ζητούσανε ψιλά. 'Όχι, όχι' επέμενε. Ήμουνα νέος και δεν μπορούσα να καταλάβω, όμως μια μέρα θα καταλάβαινα. Και μετά μου έδειχνε στην χούφτα του ένα ασημένιο αγκυλωτό σταυρό.

Εν τω μεταξύ η κατάσταση της μητέρας μου γινόταν όλο και χειρότερη. Τα μάτια της βυθίζονταν μέσα στο πρόσωπο της και το δέρμα της είχε το χρώμα του κεριού. Στο μνημόσυνο φιλούσε μηχανικά τους συγγενείς κι εγώ βιαζόμουν να επιστρέψω στο σπίτι. Στο δρόμο μου φώναζε πως δεν σεβόμουν τίποτα που δεν μιλούσα στους συγγενείς.

Θυμάμαι σε μια από τις καθιερωμένες συναντήσεις μου με την ψυχολόγο όταν με ρώτησε τι ήταν αυτό που με απασχολούσε περισσότερο από όλα. Ποια ήταν η αιτία της δυστυχίας μου. Κι εγώ της απάντησα με ειλικρίνεια πως πάνω από όλα φοβάμαι τον θάνατο και πως σαν να μην έφτανε αυτό μου φαινόταν πως είχα ένα μέτριο -αν όχι μικρό- πέος. Την θυμάμαι να κουνάει το κεφάλι της συγκαταβατικά. Η ίσια γραμμή στα χείλη της είχε τώρα μια κοφτερή αιχμή θριάμβου. Της έδωσα τα τριαντεπέντε ευρώ και εκείνη με διαβεβαίωσε πως είχα κάνει μεγάλη πρόοδο.

Ένα πρωί ο γέρος βρισκόταν σε παροξυσμό. 'Οι Σιωνιστές' έλεγε 'δεν έχουν τον Θεό τους, έχουν αποθρασυνθεί.' 'Ποιοί είναι αυτοί οι Σιωνιστές και γιατί είναι τόσο επικίνδυνοι;' τον ρώτησα εκνευρισμένος. Και τότε με κοίταξε στα μάτια. Στην αρχή δεν φαινόταν να χάνει την αυτοπεποίθηση του. Ύστερα όμως μου είπε σαστισμένος πως δεν θυμάται. 'Δεν θυμάμαι παιδί μου.' είπε. 'Πάντως σίγουρα είναι πολύ επικίνδυνοι. Τρέφονται με την δυστυχία μας. Καταλαβαίνεις;' είπε και μου έπιασε το χέρι. Κι εγώ του απάντησα πως καταλαβαίνω και τότε αυτός άνοιξε την χούφτα του και μου έδειξε τον μικρό αγκυλωτό σταυρό του. 'Σου ανήκει' μου είπε και ύστερα μου τον πέρασε στο λαιμό συγκινημένος.

Ήταν το ίδιο βράδυ, στο κλειστό μου δωμάτιο, πλάι στα ανοιχτά μου βιβλία και τα σύνεργα του καπνίσματος, όσο σκεφτόμουν τους κακούς σιωνιστές ... όταν κατάλαβα πως κάτι παράξενο είχε αρχίσει να συμβαίνει με το κατά τα άλλα μέτριο -αν όχι μικρό- πέος μου.

Κοιμήθηκα για να ξυπνήσω την επομένη και  να το βρω τυλιγμένο μέσα στο εσώρουχο μου πολύ μεγαλύτερο. Μου φαινόταν απίστευτο. Ίσως απλά να μην το είχα προσέξει τόσο καιρό σκεφτόμουν.  Έτρεξα στην κουζίνα όπου η μητέρα έκανε δουλειές όπως πάντα. Ήθελα να της μιλήσω για αυτό όμως κρατήθηκα. Έξω είχε μια υπέροχη μέρα. Το φως πλημμύριζε από τα παράθυρα. 'Μάνα θα φύγω νωρίς' της είπα και την φίλησα κλείνοντας την πόρτα. Ανυπομονούσα.

Ήθελα να βγω έξω και να το δείξω στον κόσμο, το καινούριο -ολοκαίνουριο- μου πέος. Κι όταν σκεφτόμουν κόσμο δεν είχα στο μυαλό μου μόνο τις γριές γυναίκες και τον αποκρουστικό μπακάλη με το ξεφτισμένο πουκάμισο. Ούτε καν τον ψηλό ταχυδρόμο με το καπέλο. Ούτε τις φίλες της μαμάς μου, ούτε τα σκυλιά και τις γάτες που παρατηρούσα να ρεμβάζουν στους σκουπιδοτενεκέδες. Όταν σκεφτόμουν κόσμο είχα στο μυαλό μου περισσότερο τον διάφανο εκείνο ουρανό, που άστραφτε σαν καθαρό γυαλί πάνω από τον ήλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου