Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Stiff upper lip

Διαβάζω την αυτοβιογραφία του Γιούνγκ μέσα στο γενικότερο κλίμα αλλοφροσύνης που επικρατεί την τελευταία εβδομάδα. Και όταν αναφέρομαι σε αλλοφροσύνη δεν έχω μόνο στο μυαλό μου την πολιτική κατάσταση η οποία είναι ομολογουμένως για κλάματα αλλά κυρίως σε ζητήματα προσωπικά, ερωτικά και ακόμη χειρότερα οικογενειακά. Δεν ξέρω τι και πως, ποιος έκανε την μαλακία, όμως εκείνη η τάπα που κρατούσε τους διαβόλους φυλακισμένους έχει ανοίξει και όλη η κόλαση είναι έξω.

Μια που είμαστε στον τομέα της ψυχανάλυσης θυμήθηκα τώρα καθώς γράφω, όταν ήμουν μικρός το τι φόβο μου προκαλούσε το καπάκι του βόθρου στην αυλή μας. Θυμάμαι πως ήταν καλυμμένο με γρασίδι και ο εργάτης θα το σήκωνε με ένα λοστό. Κι ακόμα θυμάμαι πολύ ξεκάθαρα την δυσάρεστη αποφορά που ανάβλυζε στον αέρα με το άνοιγμα. Μπορούσα να φανταστώ με την παιδική μου υπερβολή, την άβυσσο των σκατών που ίσως ξανοιγόταν κάτω από εκείνη την τρύπα. Και δεν ήταν ότι μου προκαλούσε αηδία, ούτε αποστροφή παρά μόνο έναν περίεργο φόβο κι έναν ντροπιαστικό ενθουσιασμό  για αυτό που ίσως να έκρυβε το πηκτό εκείνο μάγμα που είχαμε δημιουργήσει σαν οικογένεια ύστερα από χρόνια και χρόνια αφοδεύσεων.



Το ξέρω πως ίσως σε μερικούς να φαίνεται πως είμαι κάπως επιτηδευμένος και πως ότι λέω το λέω με μια διάθεση να προκαλέσω ή να αηδιάσω. Όχι δεν το κάνω για αυτό. Είναι άλλος ο λόγος. Είναι βέβαιο, μιας που είμαστε στον Γιουνγκ πως το αρχέτυπο της χθόνιας κόλασης ή του άλλου κόσμου λειτούργησε απόλυτα σε αυτή μου την ανάμνηση. Θέλω να πω πως σίγουρα σαν παιδί φαντάστηκα πως εκεί μέσα ήταν όλα τα κακά. Το απόσταγμα όλων των βιολογικών ενεργειών, οι αδιάσειστες αποδείξεις πως δεν διαφέρουμε σε τίποτα από τα ζώα. Ναι ο βόθρος συμβόλιζε στο δικό μου μυαλό αυτό που συμβόλιζε κάθε χθόνια σπηλιά ή χαβούζα από την αρχή της ιστορίας. Την κόλαση ... την ματαιότητα της ανθρώπινης ζωής, το αναπόφευκτο του θανάτου...

Αυτό πιστεύω ήταν που ήθελα να δω. Αυτό ήταν που με έτρωγε η περιέργεια αλλά και ο τρόμος να ανακαλύψω εκεί μέσα. Το μεγάλο θηρίο. Τον 666. Τον ίδιο τον θάνατο, στην χειρότερη μορφή του. Τον είχα στο μυαλό μου σαν ένα μεγάλο, παχύσαρκο υδρόβιο τέρας που θα έβγαζε τα γυαλιστερά του μάτια στην επιφάνεια όπως ο ιπποπόταμος κι ύστερα θα βυθιζόταν και πάλι στα σκατά. 

Ήταν μια περίοδος τρομαχτική όσο αφορά την οικογενειακή μου κατάσταση. Γνωρίζω πως αυτό δεν αφορά κανένα αλλά το παραθέτω ως πλαίσιο. Όπως θα ανέφερε κάποιος τον καιρό σε ένα διήγημα. Ε λοιπόν ο καιρός ήταν άθλιος εκείνη την εποχή στο σπίτι. Μια κανονική θύελλα στριφογυρνούσε στους διαδρόμους. Οι πόρτες έκλειναν ερμητικά με κτύπο, τα πράγματα παρασύρονταν ανάκατα στο πάτωμα, ακούγονταν λυγμοί και κλάματα από παντού ... και απειλές, απερίγραπτες απειλές πάνω από χαρτιά διαζυγίου ή τίτλους ιδιοκτησίας....

Το βράδυ κοιμόμουν λίγο. Και πως αλλιώς. Και αυτό το λίγο με το ένα μάτι ανοιχτό. Συχνά θα σηκωνόμουν ανήσυχος και θα αναζητούσα ασφάλεια κοντά σε ένα ζεστό σώμα να το ακούω να αναπνέει για να με νανουρίσει. Ο πατέρας, η μητέρα, η αδερφή μου.Δεν έκανα διακρίσεις. Ακόμα και ο οικογενειακός μας σκύλος, ένα μαλλιαρό κτήνος δυο φορές το μπόι μου που έχωνα με δυσκολία κάτω από τα σκεπάσματα. 

Θυμάμαι πως ένιωθα αδύναμος, ανήμπορος, απελπισμένος. Μου φαινόταν αδιανόητο να μπορέσω να τα βάλω ένα μικρό παιδί με τέτοια ανεξέλεγκτα μεταφυσικά και μη γεγονότα. Κι όμως ένα από αυτά τα βράδια, έκλεισα τα μάτια μου και κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα. Και όταν ξύπνησα θυμόμουν πολύ καθαρά το όνειρο μου.

Ήταν η εικόνα εκείνου του βόθρου, ο εργάτης να σηκώνει το καπάκι με ένα λοστό, οι αναθυμιάσεις να γεμίζουν τον αέρα... θυμάμαι τον ουρανό στο όνειρο ολοκάθαρο μια διαυγής σφαίρα πάνω από τα μικρά μας σώματα. Ο εργάτης έβαλε το καπάκι στην άκρη και έδωσε το σήμα να του σύρουν τον σωλήνα του βυτιοφόρου για να αρχίσει η εκκένωση. Άρχσε να σπρώχνει το σωλήνα μέσα ... και τότε σαν από θαύμα είδαμε να πετάγεται μπροστά μας μέσα από την τρύπα ένα ολόχρυσο, φανταχτερό χρυσόψαρο. Πήγα κοντά και διαπίστωσα πως ήταν ζωντανό. Κι ύστερα ξύπνησα. 

Ακόμα και μέχρι σήμερα δεν έχω καταφέρει να δώσω εξήγηση σε αυτό το όνειρο. Δεν μπορώ καν να αποφασίσω αν ήταν θετικό ή αρνητικό, δεδομένου μάλιστα ότι το χρυσόψαρο έξω από το νερό δεν θα είχε και πολύ ζωή. Αυτό όμως που ξέρω είναι πως και τότε αλλά και τώρα που γράφω μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση η λαμπρότητα εκείνου του πλάσματος. Η ομορφιά του που ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. 

Είμαι σίγουρος πως πολλοί εκεί έξω θα ζουν ο καθένας με τον τρόπο του την δική τους προσωπική κόλαση. Θα ανεβαίνουν το δικό τους Γολγοθά. Δεν είμαι μίζερος, μπορώ να ενθαρρύνω. Ούτε πιστεύω πως είναι αχρείαστο. Ότι κι αν σας συμβαίνει, όσο δύσκολο κι αν είναι, σας εύχομαι καλή δύναμη, και παρακαλώ να μην το βάζετε ποτέ κάτω. Stiff upper lip που λένε κι οι Άγγλοι. 

Αυτό όμως που θέλω να πω είναι πως μπορεί να μην μπόρεσα ποτέ μου να εξηγήσω ικανοποιητικά το όνειρο μου όμως από τότε που το είδα γεννήθηκε μέσα μου μια ανικανοποίητη επιθυμία να ξαναδώ εκείνο το φωτεινό, παράξενο πλάσμα ή έστω κάτι εξίσου μαγικό. Δεν ήξερα πως και που, δεν με ενδιέφερε τι θα σήμαινε αυτό για την ευτυχία μου, όμως ήθελα να το ξαναδώ. 

Είναι περίεργο. Σε ένα κόσμο που γεννά συστηματικά τον θάνατο, σε ένα κόσμο που όπως είπε ο μακάβριος Τζον Ντον η ίδια η μήτρα είναι το πρώτο μας φέρετρο ... μια μέρα αργά ή γρήγορα είτε το θέλουμε ή όχι, είτε το ελπίζουμε ή όχι, θα συναντήσουμε την ομορφιά. Ακόμα κι αν χρειαστεί να ξεπηδήσει μέσα από την κόλαση μας, ακόμα και μέσα από τα ίδια μας τα σκατά ... θα έρθει και θα μας βρει. Και θα μας έχει δέσμιους της για πάντα.     


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου